Για την τίφη, την όλυρα και τη ζειά.
Ο Μνησίθεος κατατάσσει στην τρίτη θέση την τίφη, μετά το σιτάρι και το κριθάρι. Είναι άξιον θαυμασμού ότι ούτε εκείνος που συνέθεσε το έργο του Ιπποκράτη με τον τίτλο Περί διαίτης, όποιος παλαιός άνδρας κι αν ήταν, δεν μνημόνευσε το όνομα της Zειάς. Γιατί, ακόμα κι αν πίστευε ότι η τίφη αποκαλείται από μερικούς ζειά, έπρεπε αυτός να το δηλώσει. Ίσως, όμως, είναι καλύτερα να παραθέτουμε τα λόγια τους.
Ο Διοκλής, λοιπόν, έγραψε τα εξής στο πρώτο βιβλίο των Υγιεινών προς Πλείσταρχο, στο οποίο εξετάζει και τις δυνάμεις των τροφών: «Μετά το κριθάρι και το σιτάρι επόμενα ως προς τις αρετές είναι περισσότερο από τα άλλα η όλυρα, η τίφη, η ζειά, το ιταλικό κεχρί και το κεχρί». Σε μερικά αντίγραφα δεν αναφέρεται καθόλου η ζειά, ενώ σε μερικά και το «ως προς τις αρετές» δεν έχει γραφτεί έτσι αλλά «ως προς τις χρήσεις» ως εξής: «Μετά το κριθάρι και το σιτάρι επόμενα ως προς τις χρήσεις είναι περισσότερο από τα άλλα η όλυρα, η τίφη, το ιταλικό κεχρί και το κεχρί», ωσάν να είναι άλλος σπόρος η όλυρα και άλλος η τίφη.Ο Μνησίθεος λέει ότι για έναν σπόρο έχουν καθιερωθεί δύο ονόματα, γράφοντας ως εξής: «Από τους σπόρους καταλληλότατοι για τροφή είναι το σιτάρι και το κριθάρι, και αμέσως μετά από αυτά εκείνο που ονομάζεται με δύο τρόπους, αλλά είναι το ίδιο - γιατί άλλοι το αποκαλούν τίφη και άλλοι όλυρα-. Και μετά γράφει τα εξής: «Μετά από αυτά είναι η ζειά , το κεχρί και το ιταλικό κεχρί».
Στον Διοκλή, λοιπόν, αρκούσε να πει για την τίφη ίλυρα μόνο αυτά που μόλις παρέθεσα.
Ο Μνησίθεος όμως, στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη λεπτομερέστερη εξέταση αυτών, αφού πρώτα έγραψε για το σιτάρι και το κριθάρι και έπειτα για την τίφη , λέει τα εξής: «Από τους υπόλοιπους καλύτερος είναι η τίφη (γιατί τρέφει ικανοποιητικά και χωνεύεται χωρίς πολύ κόπο), ενώ κανείς που τρώει σε μεγάλη ποσότητα ψωμί από ζειά δεν μπορεί να είναι υγιής• ειδικά όσοι είναι ασυνήθιστοι από αυτή την τροφή, ακόμα κι αν φάνε πολύ λίγο.Γιατί είναι βαρύ και δύσπεπτο. Όσοι όμως, ζώντας σε ψυχρή χώρα, αναγκάζονται να τρέφονται με αυτό και να το σπέρνουν, επειδή αντέχει πάρα πολύ στο κρύο και λόγω της έλλειψης σοδειάς σε αυτές τις χώρες. Αυτοί στην αρχή συνηθίζουν να τρώνε λίγο και κατόπιν ότι είναι συνηθισμένο, κάνει και για τα σώματα ευκολότερη την επεξεργασία του. Γενικώς, πρέπει να πούμε ότι η ζειά είναι βαριά και δύσπεπτη, σκληρή και γεμάτη ίνες.
Τη ζειά την έχει μνημονεύσει και ο Θεόφραστος στο έβδομο βιβλίο του έργου Περί φυτών λέγοντας εξής περίπου: «Από όσα μοιάζουν με το σιτάρι και - κριθάρι, όπως η ζειά, η τίφη, η όλυρα, η βρόμη και το αγριόσταρο, το πιο ισχυρό και-που αδυνατίζει περισσότερο το χώμα είναι η ζειά- γατί έχει βαθιές και πολλές ρίζες και πολλά και παχιά καλάμια. Και ο καρπός της είναι πάρα πολύ ελαφρύς και αγαπητός σε όλα τα ζώα». Και πάλι στη συνέχεια: «Η τίφη είναι το πιο ελαφρύ απ' όλα- γιατί έχει ένα και λεπτό καλάμι, και γι' αυτό χρειάζεται φτωχό έδαφος και όχι όπως η ζειά πλούσιο και εύφορο». Και στη συνέχεια αμέσως μετά από αυτά γράφει τα εξής: «Αυτά τα δύο είναι και τα πιο όμοια με το σιτάρι, η ζειά και η τίφη.
Ο Ηρόδοτος στο δεύτερο βιβλίο γράφει τα εξής: Πολλοί ζουν με σιτάρι και κριθάρι, για τους Αιγύπτιους όμως αυτό είναι απαράδεκτο• φτιάχνουν το ψωμί τους από όλυρα, την οποία άλλοι αποκαλούν ζειά.
Ο Διοσκουρίδης στο δεύτερο βιβλίο του έργου Περί ύλης ιατρικής γράφει τα εξής:
Η ζέα είναι δύο ειδών, γιατί άλλη αποκαλείται μονή και άλλη δίκοκη, καθώς έχει τον σπόρο της ενωμένο μέσα σε δύο κάλυκες. Είναι πιο θρεπτική από το κριθάρι και πιο νόστιμη, ενώ, όταν γίνεται ψωμί, είναι λιγότερο θρεπτική από το στάρι.Πηγή: Γαληνός-Περί των εν τροφαίς δυνάμεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου