ΑρχειοθήEις μνήμην του Ορφέως Μεγάλο κακό η ημιμάθεια…!!! ΛΕΙΒΗΘΡΑ : Μέχρι και έωςκη ιστολογίου

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Στο Ναύπλιο του 1831 , οι φατρίες είχαν ριζώσει βαθιά.

  Του Κωνσταντίνου Σ Γιάντσιου 



Οι Άνθρωποι που πλούτισαν από τον εμφύλιο και τα δάνεια, αγόρασαν φθηνά χωράφια με την προσδοκία ότι η πόλη θα μείνει για πάντα πρωτεύουσα. Στα καπηλειά και στα κονάκια μιλούσαν για τις “μεγάλες προοπτικές” της αγοράς γης· κάθε οικόπεδο θα γινόταν χρυσάφι, κάθε σπιθαμή θα απέφερε κέρδος.


Μα ο Καποδίστριας είχε άλλη σκέψη. Έβλεπε πέρα από τις φατρίες, τους τοπικισμούς και τα συμφέροντα. Στα χαρτιά του ωρίμαζε το διάταγμα: η Αθήνα, σύμβολο του αρχαίου ελληνισμού, θα γινόταν πρωτεύουσα. Ήξερε ότι θα ξεσήκωνε θύελλα, γι’ αυτό το κρατούσε μυστικό, εμπιστευόμενο μόνο στον αδελφό του, τον Αυγουστίνο. Εκείνος, βασανισμένος από το βάρος του μυστικού, το εξομολογήθηκε στον πνευματικό του. Και από εκεί, σαν σπίθα σε ξερόχορτο, η είδηση έφτασε στα αυτιά εκείνων που ένιωθαν να καταρρέει το όνειρό τους για πλούτο.


Οι αντιδράσεις ήταν άγριες. Το Ναύπλιο έβραζε. «Μας ξεπουλάει! Μας στερεί τον πλούτο που δικαιούμαστε!» έλεγαν πίσω από κλειστές πόρτες. Δεν ήθελαν να ακούσουν για συμβολισμούς, για μέλλον, για το όραμα ενός νέου ελληνικού κράτους. Ήθελαν τα κέρδη τους. Και το μίσος γινόταν όλο και πιο βαθύ.


Ο Κυβερνήτης προχωρούσε ατάραχος, με το βλέμμα στραμμένο στο αύριο. Δεν υπέκυψε σε καμία συναλλαγή, δεν πρόσφερε ανταλλάγματα. Έτσι, το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, έξω από τον Άγιο Σπυρίδωνα, οι σφαίρες και το μαχαίρι έβαλαν τέλος στη ζωή του.


Η Αθήνα, χρόνια αργότερα, θα γινόταν πράγματι πρωτεύουσα, όπως το είχε οραματιστεί. Μα το τίμημα ήταν βαρύ: το αίμα του Καποδίστρια, του ανθρώπου που προσπάθησε να θεμελιώσει κράτος εκεί όπου υπήρχαν μόνο φατρίες. Και συνεχίζουν!!!


Από τον Παύλο Μελά ως τη Συμφωνία των Πρεσπών – μια αθέατη συνέχεια

 

Του Κωνσταντίνου Σ Γιάντσιου 







Η ταινία «Παύλος Μελάς» με πρωταγωνιστή τον Λάκη Κομνηνό ξεκίνησε το 1968 και ολοκληρώθηκε το 1973, ύστερα από χρόνια έρευνας, προετοιμασίας και δυσκολιών. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν προβλήθηκε όπως της άξιζε, ούτε έτυχε της αναγνώρισης που θα έπρεπε για ένα έργο αφιερωμένο σε έναν ήρωα της Μακεδονίας.

Η παραγωγή της συνάντησε εμπόδια, λογοκρισίες και πολιτικά “φρένα”, ακόμα και μετά τη μεταπολίτευση — γεγονός που εγείρει το ερώτημα: γιατί ένα έργο αφιερωμένο στον Παύλο Μελά, τον αγωνιστή της ελληνικής ψυχής στη Μακεδονία, να θεωρείται «επικίνδυνο» ή «ανεπιθύμητο»;


Ίσως η απάντηση δεν βρίσκεται τόσο στην εποχή της δικτατορίας, όσο στη διαχρονική πορεία που ακολούθησε η μεταπολίτευση. Από τότε μέχρι σήμερα, βήμα-βήμα, μεθοδικά και συχνά αθόρυβα, οικοδομήθηκε ένα κλίμα αποδυνάμωσης της εθνικής συνείδησης. Ό,τι κάποτε ήταν ιερό και αδιαπραγμάτευτο —όπως η έννοια της Μακεδονίας— έγινε σταδιακά αντικείμενο πολιτικού συμβιβασμού.


Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτέλεσε την κορύφωση αυτής της πορείας. Ένας κύκλος που άνοιξε με τη φίμωση κάθε έργου, λόγου ή φωνής που θύμιζε το πραγματικό ελληνικό αίμα του Μακεδονικού Αγώνα, έκλεισε με την παραχώρηση του ίδιου του ονόματος «Μακεδονία».

Και έτσι, όσα κάποτε θεωρούνταν επικίνδυνα να ειπωθούν σε μια ταινία, έγιναν τελικά πράξη μέσα από μια υπογραφή, ωστόσο ότι κερδίζετε με αίμα, δεν το σβήνει μια υπογραφή. 


Η ιστορία του Παύλου Μελά όμως δεν τελειώνει ποτέ. Είναι η μνήμη που επιμένει.

Και ίσως σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται να ξαναδούμε εκείνη την ταινία — όχι μόνο ως κινηματογραφικό έργο, αλλά ως σύμβολο της αντίστασης απέναντι στη λήθη.