Του Κωνσταντίνου Σ Γιάντσιου
Οι Άνθρωποι που πλούτισαν από τον εμφύλιο και τα δάνεια, αγόρασαν φθηνά χωράφια με την προσδοκία ότι η πόλη θα μείνει για πάντα πρωτεύουσα. Στα καπηλειά και στα κονάκια μιλούσαν για τις “μεγάλες προοπτικές” της αγοράς γης· κάθε οικόπεδο θα γινόταν χρυσάφι, κάθε σπιθαμή θα απέφερε κέρδος.
Μα ο Καποδίστριας είχε άλλη σκέψη. Έβλεπε πέρα από τις φατρίες, τους τοπικισμούς και τα συμφέροντα. Στα χαρτιά του ωρίμαζε το διάταγμα: η Αθήνα, σύμβολο του αρχαίου ελληνισμού, θα γινόταν πρωτεύουσα. Ήξερε ότι θα ξεσήκωνε θύελλα, γι’ αυτό το κρατούσε μυστικό, εμπιστευόμενο μόνο στον αδελφό του, τον Αυγουστίνο. Εκείνος, βασανισμένος από το βάρος του μυστικού, το εξομολογήθηκε στον πνευματικό του. Και από εκεί, σαν σπίθα σε ξερόχορτο, η είδηση έφτασε στα αυτιά εκείνων που ένιωθαν να καταρρέει το όνειρό τους για πλούτο.
Οι αντιδράσεις ήταν άγριες. Το Ναύπλιο έβραζε. «Μας ξεπουλάει! Μας στερεί τον πλούτο που δικαιούμαστε!» έλεγαν πίσω από κλειστές πόρτες. Δεν ήθελαν να ακούσουν για συμβολισμούς, για μέλλον, για το όραμα ενός νέου ελληνικού κράτους. Ήθελαν τα κέρδη τους. Και το μίσος γινόταν όλο και πιο βαθύ.
Ο Κυβερνήτης προχωρούσε ατάραχος, με το βλέμμα στραμμένο στο αύριο. Δεν υπέκυψε σε καμία συναλλαγή, δεν πρόσφερε ανταλλάγματα. Έτσι, το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, έξω από τον Άγιο Σπυρίδωνα, οι σφαίρες και το μαχαίρι έβαλαν τέλος στη ζωή του.
Η Αθήνα, χρόνια αργότερα, θα γινόταν πράγματι πρωτεύουσα, όπως το είχε οραματιστεί. Μα το τίμημα ήταν βαρύ: το αίμα του Καποδίστρια, του ανθρώπου που προσπάθησε να θεμελιώσει κράτος εκεί όπου υπήρχαν μόνο φατρίες. Και συνεχίζουν!!!