Όταν οι «διανοούμενοι της σύνταξης» μιλούν για το κράτος… που τους πλήρωνε μια ζωή.
Είναι σχεδόν κανόνας στην Ελλάδα: όσο κάποιος υπηρετεί μέσα στο κράτος — ως καθηγητής, στρατιωτικός, πρέσβης ή ανώτερος δημόσιος λειτουργός — σιωπά ή μιλά προσεκτικά.
Όταν όμως κατοχυρώσει τον τελευταίο μισθό και εξασφαλίσει τη σύνταξη, ξαφνικά θυμάται να γίνει αυστηρός κριτής του ίδιου του συστήματος που τον ανέδειξε.
Μιλά για δημοκρατία, για παιδεία, για παρακμή, για το «πού πάει η Ελλάδα» — και μιλά εκ του ασφαλούς. Από τον καναπέ του, με θέα το βουνό ή τη θάλασσα και τη σιγουριά της καταβολής κάθε πρώτου του μήνα.
«Είμαστε επιστήμονες», λένε.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι σπούδασαν και γνωρίζουν το αντικείμενό τους.
Όμως πού ήταν όταν δίδασκαν έτοιμη ύλη από το Υπουργείο Παιδείας; Όταν η σχολική ζωή βασιζόταν σε «δελτία καθηκόντων», σε επιδόματα και εγκυκλίους — και όχι σε έμπνευση ή πρωτοβουλία;
Πού ήταν όταν η εκπαίδευση μεταφερόταν στα φροντιστήρια, κι ο μαθητής στη δημόσια τάξη μάθαινε απλώς «ό,τι προβλέπεται»;
Δεν είναι το πρόβλημα ότι μιλούν σήμερα — είναι ότι δεν μίλησαν όταν έπρεπε. Τώρα, αφού όλα έχουν τελειώσει, κάνουν κριτική σε ένα σύστημα που τους πλήρωσε, τους στήριξε, και δεν τόλμησαν να αλλάξουν.
Όχι όλοι στο ίδιο καλάθι
Ασφαλώς και υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις. Υπάρχουν πρώην πρέσβεις, καθηγητές και ανώτατοι που λένε αλήθειες, με μεστό τόνο, χωρίς πικρία ή ιδεοληψία. Αυτοί αξίζουν σεβασμό και ακρόαση.
Όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι πολλοί άλλοι ήταν — και παραμένουν — ανενεργοί στα κοινά.
Ακόμα και σε έναν απλό σύλλογο ενός χωριού, θα μπορούσαν να προσφέρουν: να αναλάβουν θέσεις γραμματέων, να στηρίξουν δράσεις, να δώσουν την εμπειρία τους.
Κι όμως, ούτε αυτό δεν κάνουν.
Και όταν εκλέγονται αιρετοί σε Δήμους, Περιφέρειες, Επιτροπές, η ευθυνοφοβία κυριαρχεί.
Περιμένουν «να έρθει η στιγμή» ή «να δοθεί η εντολή».
Μα η κοινωνία δεν αλλάζει με εντολές — αλλά με ευθύνη.
Και οι πολίτες;
Οι άνθρωποι της αγοράς, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι εργαζόμενοι χωρίς μονιμότητα, ζουν τον αγώνα καθημερινά:
Πληρώνουν ΕΦΚΑ, ΦΠΑ, ρεύμα, φόρους, χωρίς σιγουριά.
Δεν μιλούν για να φανούν. Μιλούν επειδή ζουν την πραγματικότητα στο πετσί τους.
Αυτοί είναι οι ζωντανοί πολίτες — και ο λόγος τους αξίζει να ακούγεται.
Συμπέρασμα:
Η κριτική είναι θεμιτή.
Αλλά για να έχει αξία, πρέπει να συνοδεύεται από πράξη, συνέπεια και παρουσία.
Όχι απλώς από τον τίτλο "επιστήμονας" και μια συνταξιοδοτική ομπρέλα.
Ο τόπος αλλάζει όταν μιλά αυτός που πράττει — όχι αυτός που αδρανούσε.