Οι περί την ερμηνεία των υπό των αρχαίων συγγραφέων μνημονευομένων και περιγραφομένων φυτών ασχοληθέντες συμπεραίνουνσιν ότι η μεν Ζειά ή Ζέα αναφέρεται εις Σίτον την Σπέλταν η δε Όλυρα εις Σίτον τον μονόκοκκον ή εις Βρίζαν την σιτηράν.
Οι προσδιορίζοντες την όλυραν ως βρίζαν βασίζονται ιδίως εις τον Ησύχιον που λέει: «όλυρα είδος σπέρματος, ή βρώμα τι μεταξύ σίτου και κριθής, οι δε αυτήν κριθήν, άλλοι καρπόν τινά σιτικόν, ζειάν, τινές ζέαν ». Αλλ’ εκ του χωρίου τούτου εξάγεται νομίζω ότι το όνομα όλυρα εδίδετο κατά τόπους εις διαφόρους καρπούς «σιτικούς» , τους και ζειάς και ζέας υπό άλλων αλλαχού ονομαζόμενους. Και ως προς μεν την βρίζαν ουδέ λόγος καν πρέπει να γίνεται, διότι το σιτηρόν τούτο αναφέρεται δια πρώτην φοράν περί τα μέσα του πρώτου μ.Χ. αιώνος (βλ. βρίζα), η δε καλλιέργεια και χρήσις αυτού εις τα Ελληνικά χώρας πρέπει να εισήχθηκε πολύ βραδύτερον.
Κατά την ηνετέραν γνώμην εκ πλείστων σωζομένων χωρίων αρχαίων συγγραφέων εν οις μνημονεύονται η ζειά και η όλυρα προκύπτει ότι τα ονόματα ταύτα επί το πλείστον αναφέρονται εις τα είδη ή διαφοράς Σόργου (Sorghum).
Εν πρώτοις η ζειά των αρχαίων δεν είνε δυνατόν να σημαίνη το είδος Σίτος η Σπέλτα (Triticum Spelta), διότι ο σίτος ούτος ευδοκιμεί και καλλιεργείται εις χώρας ψυχροτέρας των σιτοφόρων τόπων της Ελλάδος και της Ανατολής εν γένει. Εν Ελλάδι και ανά την Ανατολήν σπανίως και μόνο εις ορεινούς τόπους απαντά καλλιεργούμενον το είδος τούτο, ενώ η μεν των αρχαίων ζειά συνήθως αναφέρεται ως είδος κοινής καλλιέργειας ιδίως της Αιγύπτου και της Αραβίας, χωρών εις τας οποίας, λόγο του κλίματος, ο σίτος σπέλτα δεν δύναται να ευδοκιμήση.
Αφ’ ετέρου ο μεν Θεόφραστος όστις αναφέρει, ενίοτε δε και περιγράφει, ουχί ολίγας γνωστάς επί των ημερών του διαφοράς και είδη σίτου (πυρών), διακρίνει από ταύτα την ζειάν, ήν αποκαλεί «πολύλοπον», ο δε συνήθως λεπτομερέστερος εις τας περιγραφάς του Διοσκουρίδης, αναφέρων την όλυραν ως ανήκουσαν εις το γένος (δηλ. εις το είδος) της ζειάς, δεν υποδεικνύει στενήν συγγένειαν ή ομοιότητα αυτής προς τον σίτον (τους πυρούς) εν γένει, εκ της κατατάξεως δε ην τηρεί εν τη περιγραφή των διαφόρων σιτηρών, μνημονεύων μετά τους πυρούς, την κρηθήν και μετά ταύτην την ζειάν και την όλυραν, υποδηλοί την απωτέραν συγγένειαν των τελευταίων δύο προς τους πυρούς, αν και χαρακτηρίζει την ζειάν «τροφιμωτέραν κριθής».
Άλλως η τε ζειά και η όλυρα των αρχαίων δεν δύνανται να χαρακτηρισθώσιν ως είδη ή διαφοραί σίτου και διότι ο καρπός των αναφέρεται ως χρησιμοποιούμενος υπό των Ελλήνων ιδίως προς διατροφήν των κτηνών. Ούτω ο Θεόφραστος λέγει ότι ο καρπός της ζειάς είνε «προσφιλής πάσι τοις ζώοις» (Φ.Ι. 8,9,2). Τα ζειάς αναμεμιγμένας μετά κριθών βλέπομεν εν τη «Οδυσσεία» χορηγουμένας εις τους ίππους (Δ, 41), κριθαί δε και όλυραι χορηγούμεναι εις τους ίππους αναφέρονται και εν τη «Ιλιάδι» (Ε, 196 και Θ, 564).
Εάν η ζειά και η όλυρα ήσαν είδη ή διαφοραί σίτου ο καρπός τους δεν θα εχορηγείτο εις τα κτήνη το πάλαι ότε ο σίτος (οι πυροί) εις τας ελληνικάς χώρας είχεν αξίαν πολύ ανωτέραν της σημερινής. Άλλως τε η χρήσις σίτου (και βρίζης) προς διατροφή των κτηνών, και ιδίως των μηρυκαστικών, αποβαίνει επιβλαβής (προκαλεί τυμπανίτην) άνευ προηγουμένης ειδικής παρασκευής (βράσεως). Ταύτα αποδεικνύουσι νομίζω ότι η ζειά και η όλυρα των αρχαίων δεν αναφέρονται εις είδη ή διαφοράς σίτου.
Εις ποία σιτηρά των σημερινών βοτανικών δυνάμεθα λοιπόν να τα υπάγωμεν;
Ο Ηρόδοτος, περιγράφων τας ως προς τα είθη και έθιμα διαφοράς ας παρετήρησεν ότι υπήρχον μεταξύ των Αιγυπτίων και άλλων λαών της εποχής του, λέγει προς τοις άλλοις ότι ενώ οι άλλοι άνθρωποι ετρέφοντο με πυρούς (σίτον) και κριθάς, οι Αιγύπτιοι, θεωρούντες επονείδιστον την χρήσιν των καρπών τούτων προς αρτοποίαν, ετρέφοντο με ολύρας, αι οποίαι, ως ο ίδιος αναφέρει, έκτοτε ωνομάζοντο και ζειαί(1). Αλλ’ όπως το πάλαι ούτω και σήμερον εν Αιγύπτω οι ιθαγενείς αν και γνωρίζωσι και καλλιεργώσι τον σίτον και την κριθήν, ουχ ήττον προς αρτοποιίαν ποιούσι χρήσιν ουχί του καρπού αυτών αλλ’ είδους σόργου, όπερ είνε κν. Γνωστόν παρ’ ημίν και πανταχού της Ανατολής υπό το όνομα νταρί (συνώνυμα κατά τόπους ασπροσίταρο, λιανοκαλάμποκο ή καλαμπόκι, ενιαχού δε της Κύπρου τσέρκο) και ούτινος αι πολυάρριθμοι διαφοραί και παραλλαγαί από παναρχαιοτάτης εποχής καλλιεργούνται πολλαχού της Ασίας και της Αφρικής και παρέχουσι θρεπτικόν και ευθηνόν άρτον εις πολλά εκατομμύρια ανθρώπων(2). Σόργοι ήσαν βεβαίως αι ζειαί με τας οποίας επί 30 ημέρας ετρέφετο εν Αραβία ο στρατός των Ρωμαίων κατά την από Λευκής Κώμης εις Νέγρανα κοπιώδη και πλήρη στερήσεων πορίαν του (3), διότι ως σήμερον ούτω και τότε ουδέν άλλο σιτηρόν πλην του σόργου παρήγετο εις τον αυχμηρόν και άνυδρον εκείνον τόπον. Είδος σόργου ήτον ωσαύτως η ζειά ήν, ως αναφέρει ο Στράβων, κατά προτίμησην εχρησιμοποίουν προς αρτοποιίαν οι άνθρωποι εν τη μέση Ιταλία, και η οποία εκαλλιεργείτο εις γονιμωτάτας γαίας σπειρομένη επί δύο κατά συνέχειαν έτη εις τον αυτόν αγρόν (4), διότι τόσον εις την μέση όσον και εις την άνω Ιταλίαν και σήμερον έτι οι πολλοί των αγροτών με σόργον και αραβόσιτον τρέφονται και διότι εις γονίμους γαίας ουδέποτε καλλιεργείται σίτος η σπέλτα, κριθή ή βρίζα, αλλά μάλλον άλλοι σίτοι ως και είδη και διαφοραί σόργου και αραβόσιτος, όστις, ως αλλού ελέχθη (βλ. σελ. 134) εισήχθη και διεδόθη ανά τον παλαιόν κόσμον πρό τινων μόλις αιώνων.
Εις είδη λοιπόν ή διαφοράς σόργου ως επί το πλείστον πρέπει ν’ αναφέρωνται η ζειά και η όλυρα των αρχαίων, αφού, ως γνωστόν, των σόργων ο καρπός είνε «προσφιλής πάσι τοις ζώοις», τα οποία τρώγουσιν αυτόν αβλαβώς, και αφού έκπαλαι του καρπού τούτου ποιούσι κατά προτίμησιν χρήσιν προς αρτοποιίαν οι Αιγύπτιοι και οι της Αραβίας και της μέσης και βορείου Ιταλίας κάτοικοι (ούτοι σήμερον ιδίως του αραβόσιτου).
Ενισχύεται άλλως η γνώση ημών αύτη και εκ της ομοιότητος ήτις παρατηρείται μεταξύ των σανσκριτικών και νεοινδικών ονομάτων των σόργων (juar, joar kai jowari) και του ελλ. Ζειά.
Άλλως αι διαφοραί και τα είδη των καλιεργουμένων σόργων (β.λ.) είνε πολλά και ποικίλλουσι μεγάλως και ως προς την μορφήν και τα έξεις και την διάρκειαν του φυτού και ως προς το μέγεθος το σχήμα και το χρώμα του καρπού. Κοινότατον πολλαχού της Ανατολής είνε το σόργον το χαλέπιον, το οποίον ενιαχού και καλλιεργείται ως είδος κτηνοτροφικόν, εις το είδος δε τούτο πιθανώς αναφέρεται η ζειά του Θεόφραστου, όστις λέγει ότι αύτη είνε φ. «ισχυρότατον και μάλιστα καρπιζόμενον… και γαρ πολύρριζον και βαθύριζον και πολυκάλαμον, ο δε καρπός κουφότατος και προσφιλής πάσι τοις ζώοις» (Φ. Ι. 8,9,2). Τοιούτον δε πράγματι είνε Σ. το χαλέπιον, όπερ πρέπει να ήνε η παρ’ άλλοις μη ευγενής όλυρα, διότι διεκρίνετο και ευγενής και ευγενεστάτη όλυρα, εξ ης κατεσκευάζεται «τράγος» (Γαληνός).
Αλλ΄ εις το «μέγα ετυμολογικόν» (α’ μ.Χ. αιώνος) ορίζεται η μεν κριθή ως εξάστοιχος ο δε σίτος ως τετράστοιχος η δε όλυρα ως δίστοιχος, δίστοιχον δε στάχυν γνωρίζουμε μόνον της διστοίχου κριθής (β.λ.), ην υπό το όνομα τούτο (δίστοιχον) αναφέρει και ο Θεόφραστος.
Ώστε είνε πιθανόν εις ωρισμένον τόπον και κατά τινα εποχήν το είδος τούτο της κριθής να διεκρίνετο και υπό το όνομα όλυρα.
Περί του των νεωτέρων βοτανικών γένους zea βλ. αραβόσιτος, δια δε την υπό των ημετέρων φαρμακοποιών όλως αδικαιολογήτως ονομαζομένην ερυσιβώδη όλυραν βλ. γομφόμορφος (βλ. και μηδική η δενδρώδης).
(1) «Από πυρών και κριθέων ωλλοι ζώουσι, Αιγυπτίων δε τω ποιευμένω από τούτων την ζόην όνειδος μέγιστόν έστιν, αλλά από ολυρέων ποιεύνται σιτία, τας ζειάς μετεξέτεροι καλέουσι»(2,36) Και κατωτέρω. «Αρτογαγέουσι δε εκ των ολυρέων ποεύντες άρτους, τους εκείνοι κυλλήστις ουνομάζουσι» (2,77).
(2) Δύο είδη ή διαφοράς σόργου συμπεραίνω ότι εγνώριζον ήδη οι Έλληνες βεβαίως από της εποχής του Ηροδότου, αν ουχί από της εποχής του Ομήρου, διότι τα ονόματα ζειά και όλυρα αυτό σημαίνουσι. Τρίτη διαφορά πρέπει να ήνε η αναφερομένη υπό του Διοσκουρίδη δίκοκκος ζειά. Αλλά και η παρά τω Γαληνώ «ευγενεστάτη όλυρα» διαφορά ή παραλλαγήν σημαίνει.
(3) «Η δε του Συλλαίου προδοσία κακείνην εποίησε την χώραν δυσπόρευτον, τριάκοντα γουν ημέραις διήλθεν αυτήν, ζειάς και φοίνικας ολίγους παρέχουσαν, και βούτηρον αντ’ ελαίου, δια τας ανοδίας»
(4) Προκειμένου περί ομβρικής ο Στράβων λέγει:»Άπασα δ’ ευδαίμων η χώρα, μικρώ δ’ ορειοτέρα, ζειά μάλλον ή πυρώ τους ανθρώπους τρέφουσα» (5, 227), προκειμένου δε περί Καμπανίας επιλέγει «Ιστορείται δ’ ένια των πεδίων σπείρεσθαι δι’ έτους, δις μεν τη ζειά, το δε ρίτον ελύμω, τινά δε και λαχανεύεσθαι τω τετάρτω σπόρω» (5, 242)
Πηγή: Παν. Γ. Γεννάδιος, Φυτολογικόν Λεξικόν, Aθήνα 1914 (σελ. 400)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου