Οι περί την ερμηνεία των υπό των αρχαίων συγγραφέων μνημονευομένων και περιγραφομένων φυτών ασχοληθέντες συμπεραίνουνσιν ότι η μεν Ζειά ή Ζέα αναφέρεται εις Σίτον την Σπέλταν η δε Όλυρα εις Σίτον τον μονόκοκκον ή εις Βρίζαν την σιτηράν.
Οι προσδιορίζοντες την όλυραν ως βρίζαν βασίζονται ιδίως εις τον Ησύχιον που λέει: «όλυρα είδος σπέρματος, ή βρώμα τι μεταξύ σίτου και κριθής, οι δε αυτήν κριθήν, άλλοι καρπόν τινά σιτικόν, ζειάν, τινές ζέαν ». Αλλ’ εκ του χωρίου τούτου εξάγεται νομίζω ότι το όνομα όλυρα εδίδετο κατά τόπους εις διαφόρους καρπούς «σιτικούς» , τους και ζειάς και ζέας υπό άλλων αλλαχού ονομαζόμενους. Και ως προς μεν την βρίζαν ουδέ λόγος καν πρέπει να γίνεται, διότι το σιτηρόν τούτο αναφέρεται δια πρώτην φοράν περί τα μέσα του πρώτου μ.Χ. αιώνος (βλ. βρίζα), η δε καλλιέργεια και χρήσις αυτού εις τα Ελληνικά χώρας πρέπει να εισήχθηκε πολύ βραδύτερον.
Κατά την ηνετέραν γνώμην εκ πλείστων σωζομένων χωρίων αρχαίων συγγραφέων εν οις μνημονεύονται η ζειά και η όλυρα προκύπτει ότι τα ονόματα ταύτα επί το πλείστον αναφέρονται εις τα είδη ή διαφοράς Σόργου (Sorghum).