ΑρχειοθήEις μνήμην του Ορφέως Μεγάλο κακό η ημιμάθεια…!!! ΛΕΙΒΗΘΡΑ : Μέχρι και έωςκη ιστολογίου

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Ο Αργυρότοξος Θεός






Α πόλλων το τόξο και η λύρα του!

Όλο το τελευταίο μέρος της 
Οδύσσειας εκτυλίσσεται κάτω
από τον αστερισμό του 
Απόλλωνα.Όταν ο Τηλέμαχος
 δέχεται στις ακτές της Πύλου τον
 Θεοκλύμενο ο Όμηρος αφηγείται
 δια μακρών την γενεαλογία του.
 Για κανένα άλλο ήρωα δεν μας 
φανερώνει τόσες πολλές 
λεπτομέρειες και το κάνει κατά 
τρόπο σκοτεινό σχεδόν 
ακατανόητο παραλείποντας
 λεπτομέρειες και αφήνοντας στην
 σκιά κομβικά επεισόδια. Το 
γεγονός δεν είναι τυχαίο ούτε 
ακατανόητο. Ο Θεοκλύμενος έχει μια γενεαλογία τόσο μεγαλόπρεπη γιατί είναι ο μεγαλύτερος 
προφήτης της Οδύσσειας. Ενώ ο Πρωτέας και ο Τειρεσίας ασκούν την τέχνη μέσα από την 
έμπνευση των θεών, ο Θεοκλύμενος βλέπει.
Είναι ο μόνος προφήτης που βλέπει στην Οδύσσεια και έχει το απολλώνιο χάρισμα.
Όταν φθάνουν στο παλάτι αποθέτουν οι Μνηστήρες τους χιτώνες τους στα θρονιά σφάζουν τραγιά
 και κατσίκες γουρούνια μια αγελάδα και μοιράζουν τα εντόσθια.
Ο Μελάνθιος βάζει κρασί ο Φιλοίτιος μοιράζει το ψωμί ο Κτήσιππος πετάει ένα βοδινό πόδι πάνω 
στον Οδυσσέα με χλευασμό και ο Τηλέμαχος μιλάει με αποφασιστικότητα. Αμέσως μετά η Αθηνά
 κυριεύει τους Μνηστήρες και αρχίζουν να γελούν ασυγκράτητα τα κορμιά τους αλλοιώνονται, το 
κρέας που τρώνε στάζει αίμα
Οι σιαγόνες παραμορφώνονται. Ποτέ στην ελληνική ποίηση ένας θεός δεν γίνεται η αιτία για αυτή
 την παραμόρφωση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών
και ο Όμηρος το ζωγραφίζει με μια έντονη σκοτεινότητα.
Ποιος αντιλαμβάνεται αυτό που έχει συμβεί;Οπωσδήποτε η Αθηνά, ο Θεοκλύμενος που ποτέ 
δεν λέει το όνομα του, αλλά και η Πηνελόπη ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος που παρευρίσκονται 
στην σκηνή.
Οι μνηστήρες ; Ακόμη δεν το κατάλαβαν έστω για μια στιγμή πως μεταμορφώθηκαν
Κι η τρέλα τους είναι προσωρινή.
Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει.
Ο Θεοκλύμενος δεν προφητεύει βλέπει και αρχίζει να μιλάει. Βλέπει με λεπτομέρειες που
 συσσωρεύονται με υπέροχο τρόπο αταξινόμητες. Ο Ήλιος χάνεται από τον ουρανό η άχλη τυλίγει
 τα πάντα το αίθριο και η αυλή γεμίζουν φάσματα που κατευθύνονται στον Άδη ο τοίχος και τα 
δοκάρια σκεπάζονται με αίμα ενώ, οι μνηστήρες απομένουν καθηλωμένοι στην προηγούμενη εικόνα
 με τα πρόσωπα τυλιγμένα στην σκοτεινιά.
Η σκηνή προκαλεί έντονη εντύπωση και ο Όμηρος δεν μας λέει αν το όραμα το βλέπει μέσα στο 
μυαλό του ο μάντης ή αν είναι ένα εξωτερικό όραμα που γεμίζει το παλάτι.
Το βλέπουν οι υπόλοιποι; Ο Οδυσσέας με τον Τηλέμαχο το βλέπουν;
Βλέπουν την αποκάλυψη των εχθρών τους;
Το όραμα προοικονομεί τον θάνατο των μνηστήρων και αποκαλύπτει ότι το έγκλημα τους έχει
 παραβιάσει την τάξη του κόσμου.
Αν μετά από λίγο το τόξο του Οδυσσέα δεν τους σκότωνε μέσα στην αίθουσα ο ήλιος θα 
εγκατέλειπε τον κόσμο, η νύχτα θα τύλιγε τα αντικείμενα οι τοίχοι και τα δοκάρια θα 
έσταζαν αίμα τα φάσματα θα κατέβαιναν προς το Έρεβος.

Ενώ ο Απόλλων κυριαρχεί στην Ιλιάδα με την αδιάκοπη παρουσία του στην Οδύσσεια σπανίως
 τον συναντούμε. Σκοτώνει τον ηνίοχο του Μενέλαου, τον Ρηξήνορα τον αδελφό του Αλκίνοου τον
 Εύρυτο γιατί τολμά να παραβγεί μαζί του στον τόξο, αστειεύεται με τους έρωτες του Άρη και της 
Αφροδίτης, ένας δικός του ιερέας προσφέρει στον Οδυσσέα το κρασί που μεθά τον Πολύφημο .
Η Οδύσσεια δεν είναι ένα απολλώνιο ποίημα ζει στην σκιά του Ερμή και της Αθηνάς.
Και όμως προς το τέλος υπάρχει μια απρόβλεπτη μεταστροφή.
 Από όταν το μάτι του 
Θεοκλύμενου του προφήτη του που βλέπει το αιματοβαμμένο μέλλον ο θεός γίνεται κύριος 
της Οδύσσειας.
Δεν εμφανίζεται στέκει απόμακρα δεν μιλάει και δεν φανερώνεται ούτε στον Οδυσσέα ούτε
 στον Τηλέμαχο αλλά στο βάθος προσδιορίζει την πράξη προστατεύει την προσπάθεια 
του Οδυσσέα και επιβάλλει τις δικές του επιθυμίες την ματωμένη εκδίκηση και την φοβερή
 σφαγή,από τις οποίες θα αναδυθεί τάξη και η αρμονία της μουσικής.Ακολουθώντας τις 
συμβουλές της Αθηνάς η δοκιμασία του τόξου πραγματοποιείται το πρωινό μετά την συνάντηση
 της Πηνελόπης με τον Οδυσσέα.
Η Αθηνά τιμά τον κρυμμένο θεό γιατί η μέρα της δοκιμασίας και της σφαγής είναι η ημέρα 
της γιορτής του Απόλλωνα.
Η μηνιαία γιορτή του Νουμηνίου Απόλλωνος που πραγματοποιείται με την νέα σελήνη
ίσως το χειμερινό ηλιοστάσιο.Ενώ ο Τηλέμαχος ο Αντίνοος και οι μνηστήρες μιλούν μέσα στο
 παλάτι οι κήρυκες της Ιθάκης οδηγούν την ιερή εκατόμβη και οι πολίτες συγκεντρώνονται στο
 άλσος του θεού..
Ο Απόλλων είναι ο θεός που φέρνει στον ώμο του το τόξο και την φαρέτρα γεμάτη βέλη.
Στην Ιλιάδα ο Οδυσσέας δεν πιάνει τόξο ούτε παίρνει μέρος στους αθλητικούς αγώνες. Στους
 Φαίακες διαβεβαιώνει πως μόνο ο Φιλοκτήτης τον νικούσε στην τέχνη της τοξοβολίας και στο
 νησί των Κυκλώπων κυνηγά χαρούμενος τα κατσίκια με ένα τόξο..
Όχι το σπαθί αλλά, το τόξο είναι το όπλο του το αληθινό.
Αν το τόξο σκοτώνει από μακριά ο Οδυσσέας έχει επίσης ένα νου απόμακρο απλησίαστο
 στην κοινή λογική.
Αν το τόξο είναι παραπλανητικό παραπλανητικός είναι επίσης και ο Οδυσσέας.
Αν στα χέρια του καλού τοξότη το όπλο αυτό έχει εξαιρετική ακρίβεια κανένας 

παρά την ασάφεια των φαινομένων δεν είναι πιο ακριβής και πιο υπολογιστικός από τον 
Οδυσσέα.Στην Τροία και στο νησί των κατσικιών και των προβάτων ο Οδυσσέας δεν μας έχει
 φανερώσει ακόμη το αληθινό του τόξο που έχει αφήσει στην Ιθάκη στο δωμάτιο με τους 
θησαυρούς. ‘Όταν ήταν νεαρός του το είχε προσφέρει ως δώρο φιλοξενίας ο Ίφιτος ο γιος το
 Έύρυτου και έχει μια λαμπρή ιστορία αφού ανήκει στο Απόλλωνα.
Οι μνηστήρες σκοτώνονται με το τόξο του Απόλλωνα την ημέρα της γιορτής του.
Ο Τηλέμαχος τοποθετεί με τάξη τα τσεκούρια ευθυγραμμισμένα στο πάτωμα του μεγάρου
 και η Πηνελόπη υπόσχεται πως όποιος τεντώσει το τόξο του Οδυσσέα περνώντας το
 βέλος από τις τρύπες στην βάση των τσεκουριών θα την πάρει γυναίκα του.Οι μνηστήρες
 και ο ξένος πλησιάζουν όλο αγωνία. Ο Τηλέμαχος προσπαθεί να τεντώσει το τόξο και τρεις 
φορές αποτυγχάνει την τέταρτη είναι έτοιμος αλλά ο πατέρας του τον σταματά με ένα νεύμα.
Εκείνη την στιγμή κάτω από τον αστερισμό του Απόλλωνα που τον προστατεύει ο νεαρός
 γίνεται έμπειρος τεχνίτης.Η μακρά διαδικασία ταύτισης με τον πατέρα που άρχισε όταν η Αθηνά
 κατέβηκε στην Ιθάκη ολοκληρώνεται.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες προσπαθούν να τεντώσουν το τόξο δεν μπορούν όσο και να το ζεσταίνουν
 στην φλόγα της φωτιάς και να το αλείφουν με λίπος.
Οι πόρτες της αίθουσας κλείνουν και δένονται με καραβόσκοινα.
Η αίθουσα που είχε δει τόσα γλέντια τόσες γιορτές και χορούς ετοιμάζεται να μετατραπεί σε ένα 
τρομερό σφαγείο σε ένα δίχτυ γεμάτο ψάρια. Οι μνηστήρες πίνουν κρασί για τελευταία φορά. Ο 
ζητιάνος ζητάει από τον Εύμαιο να προσπαθήσει και εκείνος. Ενώ ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος
 απειλούν να τον σκοτώσουν η Πηνελόπη διατάζει να πιάσει ο ξένος το όπλο του Οδυσσέα.
Ο Τηλέμαχος την απομακρύνει από την αίθουσα για να μη δει την σκηνή Ανεβαίνει πάνω και η 
Αθηνά τη σταλάζει τον ύπνο στα βλέφαρα μέσα στα δάκρυα.Θα κοιμηθεί βαθιά όση ώρα διαρκέσει
 η σφαγή των μνηστήρων.
Ο Οδυσσέας πιάνει το τόξο το γυρνά και το παρατηρεί από παντού.
Όπως σε όλη του την ζωή δοκιμάζει πειραματίζεται και ελέγχει ξύλινα άλογα, σχεδίες, 
υπηρέτες, την γυναίκα του τον πατέρα του.
Δοκιμάζει την χορδή του τόξου την χορδή της λύρας και η χορδή τραγουδάει γεμάτα με
 φωνή χελιδονιού. Παράξενο τούτο το σημάδι σε τούτο τον κόσμο του τρόμου και του 
αίματος.
Παίρνει ένα βέλος το βάζει στην χορδή την τεντώνει σημαδεύει και το βέλος τινάζεται
 διαπερνώντας τις τρύπες των12 τσεκουριών.
Ξάφνου πετάει τα κουρέλια του σβήνοντας όλα το παρελθόν της ζητιανιάς και της 
ηθοποιίας και σφίγγει το τόξο.
Με τα ίδια λόγια της Πηνελόπης επικαλείται τον Απόλλωνα τον θεό που επιβλέπει την 
σφαγή και την μελλούμενη αρμονία.Ο Αντίνοος φέρνει στο στόμα μια χρυσή κούπα ενώ ο 
Οδυσσέας τον σημαδεύει στο λαιμό και το βέλος τον διαπερνά. Λυγίζει η κούπα του πέφτει το
 αίμα βγαίνει από τα ρουθούνια του και σωριάζεται νεκρός σπρώχνοντας με μια κλωτσιά το
 τραπέζι φορτωμένο με κρέατα και ψωμιά. Οι μνηστήρες ουρλιάζουν πετάγονται από τα καθίσματα
 και ψάχνουν μάταια τα όπλα τους αλλά πιστεύουν πως ο ζητιάνος σκότωσε κατά λάθος τον
 Αντίνοο.
Δεν καταλαβαίνουν τίποτα ούτε την ενοχή τους ούτε ποιος είναι ο ζητιάνος ούτε τον θάνατο που 
τους παραστέκει.
Αρχίζει η πιο τρομακτική σφαγή της αρχαίας επικής ποίησης όπως μας υποβάλουν δυο 
παρομοιώσεις,
ο Οδυσσέας είναι το λιοντάρι και οι μνηστήρες οι οποίοι ενάντια σε κάθε νόμο είχαν σκοτώσει 
τόσα βόδια και γουρούνια του σπιτιού ήταν τα ζώα που έπρεπε να θυσιαστούν.
Ο πολυμήχανος Οδυσσέας αγαπά τους βρόχους και στα χέρια του οι βρόχοι του θανάτου
 πλέκονται ώσπου να γίνουν δίχτυ.
Στο τέλος κοιτάζει γύρω του. Οι μνηστήρες είναι νεκροί τα ψάρια σπαρταρούν. Οι τελευταίες
 σύντομες στιγμές της ζωής των ψαριών που σβήνουν από την βία του ήλιου, κάνουν ωμό τον 
θάνατο των μνηστήρων.
Το δίχτυ αφήνει λίγους από τους μνηστήρες ανέγγιχτους από τον ήλιο του Οδυσσέα.
Σώζει τον Φήμιο τον ποιητή τον Μέδονα τον κήρυκα αλλά θυσιάζει με αγριότητα ένα υπηρέτη του 
Απόλλωνα.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος ο Εύμαιος και ο Φιλοίτιο δένουν ένα καραβόσχοινο γύρω από μια κολώνα
 και εκεί κρεμούν 12 άπιστες δούλες και ξεριζώνουν τα γεννητικά όργανα του Μελάνθιου την μύτη 
και τα αυτιά.
Αν και ο Οδυσσέας υπήρξε άσπλαχνος και ανελέητος η Οδύσσεια δεν τον κατηγορεί ότι 
στάθηκε ανόσιος. Ο Ζευς και η Αθηνά προστατεύουν το σχέδιο του το στηρίζουν.
Η Αθηνά με την μορφή χελιδονιού κάθεται στο δοκάρι και υψώνει την Αιγίδα. Ο Απόλλων 
δεν εκδικείται τον θάνατο του υπηρέτη του. Στο τέλος της σφαγής τυλιγμένος στα τελευταία
 κουρέλια του ζητιάνου καθαρίζει την σκηνή από τα ίχνη ης μεγάλης σφαγής και σκορπίζει
 θειάφι στην αίθουσα όχι όμως πάνω του γιατί δεν έκανε κανένα έγκλημα από το οποίο 
πρέπει να καθαριστεί.

Η Οδύσσεια μας επαναλαμβάνει ότι κατοικούμε στο βασίλειο του Απόλλωνα όπου το τόξο
 και η λύρα είναι το ίδιο όργανο. Το τόξο που πληγώνει χτυπάει το λαιμό στις ρώγες του 
στήθους σφάζει και σκοτώνει φέρνει στον κόσμο την ίδια μουσική αρμονία με την λύρα
 όταν την πιάνουν στα χέρια ο Απόλλωνας ο Δημόδοκος και η Φήμιος.Τώρα γνωρίζουμε 
το πρώτο πρόσωπο του τόξου
Το φονικό.
Μόλις ο Οδυσσέας εγκαινιάσει την μακρά ευτυχή βασιλεία του θα γνωρίσουμε το δεύτερο
Την τάξη και την ευτυχία της δημιουργίας.
Το όνομα του τόξου είναι βίος και βίος σημαίνει ζωή 
έργο του είναι ο θάνατος... έλεγε ο Ηράκλειτος.Όταν η Ευρύκλεια μπαίνει στην καταματωμένη
 αίθουσα και βλέπει τον Οδυσσέα βουτηγμένο στο αίμα και τους μνηστήρες σωριασμένους κάτω
 θέλει να φωνάξει από χαρά
αλλά ο Οδυσσέας τη συγκρατεί.
Κράτησε την χαρά σου μέσα φυλάξου από τις κραυγές δεν είναι κιόλας σωστό μπροστά στους 
σκοτωμένους να καυχιέσαι.
Λέει και εκείνος δεν χαίρεται δεν κομπάζει ούτε το όνομα του φωνάζει αλλά σέβεται με ευγνώμονα
 ψυχή το πεπρωμένο που τον συνέτρεξε.

Ο Πόλεμος στην Ιλιάδα δεν είναι τίποτα άλλο από μια αναγκαιότητα μια σιδερένια αδήριτη 
αναγκαιότητα. Ο άνθρωποι πιάνουν το σπαθί το ακόντιο τις πέτρες και πολεμούν. Δεν υπάρχει
 τίποτα μέσα τους μόνο ο ορμητικός αυτοματισμός του πεπρωμένου. Πόλεμος μόνο πόλεμος η 
σκοτεινιά η πυρκαγιά ο πάταγος του σίδερου το αδυσώπητο ου ουρανού και του πεπρωμένου.
Ο πόλεμος δεν γνωρίζει όρια ούτε σταματημούς ούτε φρένο ούτε αντιπάλους.
Όταν οι Έλληνες και οι Τρώες έρχονται αντιμέτωποι η κραυγή τους κατανικά
το βουητό της θάλασσας και υψώνεται στο ακρογιάλι. Ο πόλεμος νικάει τα φυσικά φαινόμενα αλλά
 στην φύση υπάρχει η ίδια καταστροφική δύναμη η ίδια αναγκαιότητα που μανιάζει στην πεδιάδα 
της Τροίας.
Η παπαρούνα σκύβει το κεφάλι καθώς το βαραίνει η ανοιξιάτικη δροσιά.
Η λευκά με τα πυκνά κλαριά της πέφτει καταγής μέσα στην σκόνη και ξεραίνεται κοντά του στου 
ποταμού την όχθη. Η ελιά φορτωμένη άσπρά ανθάκια ξεριζώνεται από τον ξαφνικό
 ανεμοστρόβιλο.
Οι νέοι πολεμιστές που πέφτουν μπροστά στην θάλασσα είναι και αυτοί παπαρούνες
και λεύκες ξεριζωμένες από τον αέρα. Οι προηγούμενες ζωές τους οι γονιοί η γυναίκα τα παιδιά
 όλα σβήνονται.
Έτσι λοιπόν δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στην φύση και στον άνθρωπο και οι δυο
 εύθραυστοι και μπορούν να πληγωθούν και να χαθούν από τον πόλεμο και από την βία 
των πραγμάτων. Δεν μένει παρά να τους θρηνήσουμε.
Ο Όμηρος τους θρηνεί, η μοίρα των θυμάτων αποστάζει μια απαλή τρυφερότητα που
 γλυκαίνει την παγκόσμια αναγκαιότητα.Καμία φορά η φύση μένει ανέγγιχτη κανένα σπαθί 
κανένα ακόντιο πολεμιστή κανένας αέρας καμία φωτιά δεν την βιάζουν. Οι άνεμοι γαληνεμένοι το 
χειμωνιάτικο χιόνι πέφτει ασταμάτητα τα αστέρια διακρίνονται τριγύρω από το λαμπρό φεγγάρι 
καθώς βασιλεύει άπνοια και διαγράφονται τα φαράγγια οι κορφές των λόφων οι κοιλάδες και ένας
 απέραντος χώρος ανοίγεται κάτω από τον ουράνιο θόλο.
Συχνά ο Όμηρος εισάγει μια αντιθετική εικόνα κομμάτι και αυτή του εαυτού του 
αντίθετη στο κομμάτι που έχει εγκλωβιστεί η μάχη, 
την εικόνα του βοσκού.Ο βοσκός είναι ολότελα ξένος προς τον πόλεμο δεν τον βλέπει δεν τον
 γνωρίζει .
Στην Ιλιάδα ποτέ δεν λείπει τούτη η φωνή ή το μακρινό βλέμμα που υπάρχει στο βάθος των άλλων
 φωνών και έτσι η Ιλιάδα ανοίγει ην δυτική φιλολογία κάτω από τον αστερισμό της πιο απόλυτης 
δικαιοσύνης.
Νικητές και νικημένοι είναι εξίσου κοντά στην ψυχή μας όλοι τους είναι εικόνες της
αναγκαιότητας που τους κλαίμε με τρυφερότητα και τους βλέπουμε με το μάτι του βοσκού.
Η Οδύσσεια δεν έχει αυτή την αμεροληψία και κάνει διάκριση μεταξύ καλών και κακών 
φίλων και εχθρών. 
Το κλάμα που ανέβρυζε στην Ιλιάδα για τις λεύκες τις ελιές ή τις παπαρούνες θύματα της φύσης
 δεν αναβρύζει πια και ούτε ένα δάκρυ δεν σταλάζει πάνω στους μνηστήρες και στους συντρόφους
 του Οδυσσέα.
Ούτε για μια στιγμή δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι η Οδύσσεια γράφτηκες εν ονόματι
αλλά, και από την πλευρά του πεπρωμένου, για τα θύματα του πεπρωμένου δεν υπάρχει παρά
 μια περαστική στιγμή και σωριάζεται κατευθείαν όταν ο Οδυσσέας κλαίει για την μοίρα της 
Τρωαδίτισσας δούλας και για την δική του μοίρα στο παλάτι του Αλκίνοου.
Το βλέμμα του βοσκού χάνεται από την σκηνή.
Εκείνο το μακρινό μάτι, το ξένο σε κάθε μοίρα, σε κάθε νίκη ή ήττα το οποίο κοιτάζει τη 
σελήνη και τις καταιγίδες δεν διεισδύει ποτέ μέσα στα τόσα βλέμματα στην Οδύσσεια.
Έτσι καμιά φορά το ποίημα του Οδυσσέα μας μοιάζει ανυπόφορα απάνθρωπο

όπως κάθε κείμενο που το έχει υπαγορεύσει το πεπρωμένο.

Κάτω από τον αστερισμό του Απόλλωνος από 

Δεν υπάρχουν σχόλια: