Η ομιλία αυτή έγινε στο κτισμένο πάνω στη θάλασσα ξενοδοχείο – κομψοτέχνημα «Cavo Olympo», στην Πλάκα του Λιτοχώρου Πιερίας, στη διάρκεια της παρουσίασης από τον ΟΡ(γανισμό) Φε(στιβάλ) Ο(λύμπου) του θαυμάσιου λευκώματος «40 χρόνια Φεστιβάλ Ολύμπου», από τον καλεσμένο υπογράφοντα, καθισμένο πλάι στον επιμελητή της έκδοσης φιλόλογο Αντώνη Κάλφα και στο σκηνοθέτη, καλλιτεχνικό διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας / «Θεσσαλικού Θεάτρου» Κώστα Τσιάνο. Την αναρτώ _ πολύ ελαφρά χτενισμένη _ στην ιστοσελίδα, περισσότερο ως κείμενο προσωπικό.
Τα ορεκτικά
Δεν είχα τη χαρά ποτέ μέχρι τώρα _ σαράντα χρόνια, ντροπή μου! _ να παρευρεθώ σε κάποια απ’ τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Ολύμπου. Αρχαίο θέατρο του Δίου, Κάστρο της Πλαταμώνα, και…, και…, χώροι ελκυστικοί. Ξερογλειφόμουνα, κάθε καλοκαίρι πέρναγε απ’ το μυαλό μου σε κάποια εκδήλωση να ’ρθω…. Αλλά πού να βρω χρόνο το καλοκαίρι. Καλύψεις κάθε βδομάδα στην Επίδαυρο, αργότερα και η Μικρή Επίδαυρος, το Φεστιβάλ Αθηνών, Ηρώδειο συνέχεια, εκδηλώσεις προφεστιβαλικές και μεταφεστιβαλικές, όλο το καλοκαίρι να περνάει έτσι, τα τελευταία χρόνια όλος ο Ιούνιος και ο Ιούλιος, εκτός από Ηρώδειο, και Πειραιώς 260…. Το καλοκαίρι έφευγε, το Φεστιβάλ Ολύμπου είχε λήξει… Εμείς οι χαμουτζήδες δεν αξιωνόμαστε και πολύ εύκολα να ανεβούμε κατά πάνω, μας αδράχνει απ’ το λαιμό η πρωτεύουσα…
Οπότε μίαν ωραίαν πρωίαν χτυπάει το τηλέφωνο, ο Αντώνης ο Κάλφας. Δεν τον γνώριζα προσωπικά αλλά το όνομά του το γνώριζα _ έχοντας περάσει απ’ το περιοδικό «Διαβάζω» είχαν περάσει βιβλία του απ’ τα χέρια μου, εκ των υστέρων το ανακάλυψα. «Θα θέλαμε να μιλήσετε για το θέατρο στην περιφέρεια στην παρουσίαση του λευκώματος για τα 40 χρόνια του Φεστιβάλ Ολύμπου». «Μα ποιος είμαι, ο Γεωργουσόπουλος;». «Όχι, αλλά το ξέρετε το θέμα».
Δίστασα. Δεν τον έχω εύκολο το λόγο τον προφορικό σε αντίθεση με τον γραπτό. Στις ανάλογες προσκλήσεις ελάχιστες φορές έχω πει ναι. Κι αν πήγα, ΦΥΣΙΚΑ και δεν μίλησα από στήθους. Οπότε τι προφορικός λόγος και κουραφέξαλα… Με τα χαρτιά στα χέρια, το βλέπετε. Άντε να το παίξω άνετος και να ξεφύγω λίγο απ’ το χειρόγραφο για να μη γίνω βαρετός.
Δίσταζα, λοιπόν, αλλά κάτι η Κατερίνη, κάτι το τρένο που φεύγει στις οκτώ ή, τέλος πάντων, λίγο μετά τις οκτώ και με το οποίο θα ’ρχόμουνα, κάτι ο Πλαταμώνας και μια εκδρομή με το Δημοτικό και που περνούσε το τρένο παλιά, πριν αλλάξουν τη γραμμή, και ξαφνικά έβλεπα μπαμ τη θάλασσα μπροστά μου και πολύ μου άρεζε αυτό και το περίμενα, κάτι ο τρόπος ο ζεστός και η φωνή του Αντώνη, που θα μου επιτρέψει να τον λέω πια Αντώνη και όχι κύριο Κάλφα, κάτι που διάβασα πως έχει παραμείνει στον τόπο του πράγμα που πολύ το εκτιμώ και πόσα έχει κάνει γι αυτόν _ όλα κάτι μου έκαναν και είπα το ναι.
Επιπλέον, όταν ακούω επαρχία, την οποία για λόγους πολιτικής ορθότητος, περιφέρεια τη λέμε πια, επίσης κάτι μου κάνει. Διότι κι εγώ όπως και τα περισσότερα απ’ τα εκατομμύρια των εντός εισαγωγικών Αθηναίων, μόνον Αθηναίος εκτός εισαγωγικών δεν είμαι. Στον Βόλο γεννήθηκα, με γονείς και παπούδες και προπαπούδες από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος _ Κωνσταντινούπολη, και Στεμνίτσα, και Αργαλαστή και Κερασιά και Πουρί του Πηλίου, και Μάνη, και Μπόκα Κότορσκα στο Μαυροβούνιο _ , στον Βόλο μεγάλωσα, στον Βόλο τελείωσα το Λύκειο και στα 18 ήταν που έγινα εντός εισαγωγικών Αθηναίος. Οπότε, επαρχιώτη στην Ομόνοια θεωρώ ακόμα εαυτόν.
Το λεπτό σημείο ήτανπερί τίνος βιβλίου - λευκώματος πρόκειται, που θα γίνει η παρουσίασή του. Ένα «φιλότιμο» επαρχιακό βιβλίο με γραφικότητες, με τοπικισμούς, με παραχωρήσεις και προχειρότητες και φτηνολύσεις που συγχωρούνται διότι «είναι κάτι δικό μας»; Το φοβόμουνα. Μήπως βρεθώ στη δύσκολη θέση _ διότι δε μου βγαίνουν οι ψευτιές κι οι κολακείες με τίποτα _ να αναγκαστώ να πω συμβατικότητες για να ξεπεράσω το σκόπελο. Διότι το βιβλίο δεν είχε φτάσει ακόμα στα χέρια μου. Όταν ήρθε, πήγε η καρδιά μου στη θέση της. Ένα λεύκωμα όχι απλώς με μεράκι φτιαγμένο, όχι απλώς καλόγουστο, όχι απλώς μελετημένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και με κείμενα διαβαστερά αλλά μια έκδοση που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις ανάλογες εκδόσεις του κέντρου.
Όταν, επιπλέον, έμαθα πως ο έτερος στο «πάνελ» _ που λέμε πια… _ θα ’ναι ο Κώστας ο Τσιάνος που τον ξέρω τόσα χρόνια όσα υπάρχει και το Φεστιβάλ, ίσως και περισσότερα, που, εκτός από κοντοχωριανοί _ έστω και άσπονδοι, τα ξέρετε αυτά τα «Λάρισα – Βόλος»… _ με έχουν πολλά συνδέσει _ αν και Βολιώτη… _ με το «Θεσσαλικό» του, ακόμα πιο πολλά με το «Θεσσαλικό» του ως ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, που τους έχω σταθεί και σ’ αυτόν και στους ανθρώπους του, τους επισκεπτόμουν και από κοντά κι έβλεπα τη δουλειά τους, την έβλεπα κι όταν την έφερναν στην Αθήνα, τους ύμνησα όταν ένοιωσα πως έπρεπε να τους υμνήσω, τους έγραψα τα λόγια τα καλά όταν το πίστευα, τους έγραψα και τα λόγια τα κακά όταν επίσης το πίστευα, ε, τότε είπα «ναι , θα πάω». Και επιπλέον θα το χαρώ. Και το χαίρομαι.
Αυτά ως ορεκτικό.
Το κυρίως πιάτο
Να περάσω στο κυρίως πιάτο. Το θέατρο στην περιφέρεια, λοιπόν. Ναι, νομιμοποιούμαι να μιλήσω και μόνο γιατί η αγάπη μου για το θέατρο από την περιφέρεια ξεκίνησε. Που τότε, ακόμα, επαρχία τη λέγαμε. Απ’ τον Βόλο. Κι αν την πρώτη παράσταση της ζωής μου, στην Αθήνα την είδα, μωρό παιδάκι, στα τέσσερα _ μια επιθεώρηση στο «Περοκέ», όπου με πήραν μαζί τους οι δικοί μου _, στον Βόλο ήταν που συνειδητοποίησα τι είναι θέατρο, δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Θερινό κινηματοθέατρο «Θέτις» _ ένας θερινός σινεμάς δηλαδή _, χαλικάκι κάτω και θυμάμαι _ νομίζω πως ήταν η πρώτη παράσταση που είδα συνειδητά _ τον Νικήτα Πλατή να παίζει με θίασο περιοδείας τον «Φίλο μου τον Λευτεράκη» και να πέφτουν κάτω απ’ τα γέλια οι γονείς και μετά για μέρες να λένε «είπε αυτό» και «είπε το άλλο» και κακακακα. Εκεί θυμάμαι «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» και «Το φιόρο του λεβάντε» με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και την Μαρία Αλκαίου και την νεαρή τότε και πολύ γλυκιά Ξένια Καλογεροπούλου που πήγα να της ζητήσω αυτόγραφο γιατί είχε πάει κι ένα άλλο παιδί και που τόσο ντρεπόμουνα και τόσο είχα καταπιεί τη φωνή μου που ούτε το όνομά μου δεν μπορούσα να αρθρώσω και που βγήκα απ’ το καμαρίνι με μια φωτογραφία που έγραφε: «Με αγάπη στον Γιώργο Εργένη».
Εκεί θυμάμαι θιάσους επιθεωρησιακούς και βαριετέ με ακροβατικά, παρακαλώ, και ισορροπιστές. Εκεί όμως θυμάμαι και το «Θέατρο Τέχνης» _ ναι, περιόδευε τότε το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν και λέγανε «είναι σοβαρό Θέατρο» _ με «Αυγουστιάτικο φεγγάρι» και «Κύκλο με την κιμωλία» που τον θυμάμαι σαν παραμύθι και μετά μου ’λεγε η μαμά μου το δίδαγμα, πως μάνα αληθινή είναι αυτή που αγαπάει το παιδί της αδιάφορο αν είναι αίμα της ή όχι, κι ύστερα μου μπήκε η ιδέα μπας και είμαι υιοθετημένος…
Θυμάμαι εκεί, στον Βόλο, στα παγωμένα «Κύματα» _ όχι, δεν είχα ναυαγήσει, έτσι έλεγαν την αίθουσα, κι ήταν παγωμένη γιατί δεν είχαν θέρμανση, και ήμασταν με τα παλτά… _ τον Μυράτ και την Ζουμπουλάκη στην «Δικηγορίνα» του Βερνέιγ και τον Κούλη Στολίγκα σε μια κωμωδία χοντρή που την έλεγαν «Παναγιώτης και Παναγιώτα», που από ένα λάθος γράμμα που ’φερνε ο ταχυδρόμος τον εκλάμβαναν ως γκέι _ που τότε, που δεν ήταν πολιτικώς ορθά τα πράγματα, αλλιώς το έλεγαν το «γκέι», αλλά τέλος πάντων…
Και μετά θυμάμαι το καινούργιο «Λυρικόν», στην Νέα Ιωνία, που είχε πλέον όλα τα «κομφόρ» για κινηματοθέατρο _ «το μεγαλύτερο _ ή το καλύτερο; _ των Βαλκανίων», έλεγαν _, έφηβος πια και τον Μυράτ, πάλι, με την Ζουμπουλάκη, την Βουγιουκλάκη που ακύρωσε μια παράσταση και δεν την είδαμε κι όλοι ήταν έξαλλοι, και τον Κατράκη «Αυτό το ζώο το παράξενο», και τον Αλεξανδράκη, και τον Φωτόπουλο στον «Δον Καμίλο»... Εκεί ανακάλυψα και την Λαμπέτη, στην «Πέπσι», και πρώτη φορά ένοιωσα «κάπως αλλιώς» για το θέατρο, ανακάλυψα πως μπορεί να ’ναι κάτι σαν το κέντημα, μπορεί να ’ναι κάτι σαν αφρός.
Κι έπειτα θυμάμαι το «Αττίκ» στην παραλία και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στη λεγόμενη «εαρινή περιοδεία» του και τους «Δανειστές» του Στρίντμπεργκ με την Θάλεια Καλλιγά και τον Ζησιμάτο και τον Πέτσο, και ως πρόλογο το «Κύκνειο άσμα» του Τσέχοφ με τον Κωτσόπουλο, θυμάμαι την Βαλάκου «Πεγκ καρδούλα μου» και την Σμαρούλα Γιούλη «Ροζ αμαρτία», τον Φέρτη και την Καλογεροπούλου, νεόκοπους τότε θιασάρχες, πριν εγκατασταθούν στην Αθήνα, με «Δέκα μικρούς νέγρους» που είχε σκηνοθετήσει ο Τίτος Φαρμάκης και που ανάβανε στη σκηνή, μέσα στο σκοτάδι, κεριά και πόσο επιβλητικό, πόσο συναρπαστικό μου ’χε φανεί.
Θυμάμαι «Το τραγούδι της κούνιας» απ’ το «Χριστιανικό Θέατρο»στο «Αχίλλειον» κι ένα ολόκληρο γυμνάσιο, γιατί η παράσταση ήταν για τα σχολεία, να ουρλιάζει χωρίς ανάσα σε όλη τη διάρκεια, μα σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και να μην έχω ακούσει λέξη…
Και θυμάμαι, για να ρθουμε πιο κοντά στο δικό σας το Δίον, στο αρχαίο θέατρο της Δημητριάδος, στις φεστιβαλικές εκδηλώσεις στις οποίες είχε ανοιχτεί ο ΕΟΤ σ’ όλη την Ελλάδα, εκεί ’64, ’65, ’66, που κάτι καινούργιο πήγαινε να συμβεί, τον Διαμαντόπουλο με την Αλκαίου και πάλι, στην «Αθάνατη πολυαγαπημένη» του Ρούσσου αυτή τη φορά, και το «Θέατρο Τέχνης» με τους «Βατράχους» όπου ανακάλυψα τον Θύμιο Καρακατσάνη _ είχαμε μείνει άναυδοι, ήταν σπαρταριστός… _, την «Ελένη» με Συνοδινού και Κωτσόπουλο… Εκεί ήταν που πρωτάκουσα και όπερα ζωντανά, έναν αναγεννησιακό πρόγονο της κατοπινής όπερας, από ένα τσεχοσλοβάκικο συγκρότημα με όργανα εποχής.
Περιφέρεια λοιπόν και θέατρο. Ελληνική περιφέρεια. Οι θίασοι περιοδείας την έθρεψαν. Κι αν τον 19ο αιώνα άρχισαν να φτάνουν και για πολλές δεκαετίες συνέχισαν οι ξένοι θίασοι, όπερας κυρίως, που εκτός από την πρωτεύουσα έδιναν παραστάσεις και εκτός _ Κέρκυρα, Σύρο…, στις πιο καλλιεργημένες και δυτικοφέρνουσες περιοχές δηλαδή _, από το τέλος του αιώνα αυτού οι περιοδεύοντες θίασοι άρχισαν να είναι ελληνικοί. Τα μεγάλα κέντρα της ομογένειας, με το πιο εξοικειωμένο στο θέατρο κοινό, η Πόλη, η Αίγυπτος, η Κύπρος, η Ρουμανία, αλλά και η Αμερική, πολύ αργότερα και η Αυστραλία, ήταν τα αγαπημένα τους. Ύστερα άρχισαν να περιοδεύουν και στην Ελλάδα.
Περιόδευαν θίασοι καθιερωμένοι που όταν τελείωνε η χειμερινή σεζόν στην Αθήνα έβγαιναν στη γύρα _ μεγάλα ονόματα, ακόμα και το «Θέατρο Τέχνης» όπως σας έλεγα. Περιόδευαν θίασοι που συγκροτούνταν από γνωστούς πρωταγωνιστές και ξεκινούσαν αποκλειστικά για μεγάλη περιοδεία με πέντε - έξι έργα στις αποσκευές τους, που τα παίζανε εναλλάξ. Αυτά, στις αστικές περιοχές. Κατά καιρούς και κάποια κρατικά ή ημικρατικά «Άρματα Θέσπιδος», το ΚΘΒΕ με τις συνεχείς περιοδείες του…
Στα βουνά και στις ραχούλες, και στους κάμπους και στα λαγκάδια, από χωρίου εις χωρίον, περιόδευαν τα μπουλούκια. Που έγραψαν ιστορία. Και που έθρεψαν γενιές και γενιές. Με τις «Γκόλφω» τους και με τις «Βοσκοπούλες» και τους «Αγαπητικούς» τους και με τις «Γενοβέφες» τους. Και δεν πρέπει να ξεχάσω και το Θέατρο στα Βουνά, τα χρόνια της Αντίστασης _ ο Έλληνας το αγαπάει το θέατρο, ακόμα και στον πόλεμο.
Έτσι μεγάλωσε η επαρχία. Μ’ αυτό το θέατρο. Και με τους ερασιτέχνες της. Διότι, στις αστικές και πάλι περιοχές, δεν έλειψαν οι υποψιασμένοι. Και οι ψαγμένοι. Και οι προχωρημένοι. Και οι τολμηροί. Και οι φωτισμένοι και οι διαβασμένοι. Που διάβαζαν τα τυπωμένα θεατρικά, που έκαναν και κανένα ταξίδι στας Ευρώπας, που είχαν μυριστεί τι σημαίνει θέατρο. Και οι οποίοι άρχισαν να μαζεύουν γύρω τους ανθρώπους που γούσταραν, ανθρώπους που είχαν έφεση, κυρίες και δεσποινίδες της ανωτέρας τάξεως… και να ανεβάζουν έργα, παλαιά και καινούργια. Διαβάζω βιβλία για τον παλιό Βόλο κι αν βρίσκω για ερασιτεχνικές παραστάσεις…
Τη δεκαετία του ’70 άρχισαν οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες θεατρικής αποκέντρωσης από επαγγελματίες. Ήταν δικτατορία ακόμα όταν ιδρύθηκε η «Εταιρεία Θεάτρου Κρήτης» που κάλεσε τον Μινωτή ο οποίος ανέβασε, κρατώντας και τον κύριο ρόλο, το δύσκολο καλοκαίρι του ’74 _ νομίζω πως ήταν η πρώτη σοβαρή, εκτός Αθήνας, θεατρική προσπάθεια _ και ενώ η χούντα κατέρρεε, την «Θυσία του Αβράαμ».
Με την Μεταπολίτευση το κίνημα για θεατρική αποκέντρωση αρχίζει να φουντώνει. Το 1975 είναι σταθμός: η Άννα Βαγενά, ο παρακαθήμενος Κώστας Τσιάνος και ο σκηνογράφος Γιώργος Ζιάκας, Αθηναίοι εντός εισαγωγικών κι αυτοί, εκ Λαρίσης, επιστρέφουν στην πόλη τους και πρωτοστατούν μαζί και με άλλους στην ίδρυση του «Θεσσαλικού Θεάτρου». Η εναρκτήρια «Αυλή των θαυμάτων» τους, σημαδεύει. Όχι, ίσως, τόσο ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα όσο ως κίνηση. Μια κίνηση απογαλάκτισης, απελευθέρωσης _ φτου, ξελεφτερία! _ απ’ το θεατρικό κέντρο. Σκαρφαλώνουν σε κωμοπόλεις και σε χωριά, σε βουνά και σε πλαγιές, κρύο, παγωνιά, ταλαιπωρίες, ανέκδοτα για τις περιπέτειές τους, αλλά δεν το βάζουν κάτω. Το «Θεσσαλικό» _ που πήγαινα, φαντάρος στον Τύρναβο, να το δω στα κλεφτά, γιατί απαγορευόταν να πάμε στην Λάρισα, κι ύστερα ήταν και τα πολιτικά και μας το απαγόρευσαν εντελώς όταν ήρθε στον Τύρναβο _ γίνεται μία πραγματικότητα στα θεατρικά μας πράγματα και δίνει το παράδειγμα. Λίγους μήνες αργότερα, μέσα στο 1976, ιδρύεται στα Γιάννενα ο Οργανισμός Ηπειρωτικού Θεάτρου. Ενώ, στο μεταξύ, το ΚΘΒΕ έχει ιδρύσει κλιμάκια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με έδρες τις Σέρρες και την Κομοτηνή.
Η ανάγκη στήριξης από το κράτος του θεάτρου στην περιφέρεια, πέραν του υδροκεφαλισμού της Αθήνας, αρχίζει να γίνεται επιτακτική. Τα εκτός Αθήνας σχήματα που αντέχουν γίνονται μοχλοί πίεσης. Επί υπουργού Πολιτισμού Ανδριανόπουλου, το ’79, δημιουργείται ο θεσμός των Ημικρατικών Θεάτρων μέσω του οποίου το υπουργείο επιχορηγεί θιάσους που κάνουν θέατρο στην περιφέρεια. Η μετεξέλιξη των Ημικρατικών δεν θα αργήσει.
Επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, τον Μάιο του 1983, υπογράφεται, με μοντέλο το γαλλικό προηγούμενο, η δημιουργία του θεσμού των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων _ των ΔΗΠΕΘΕ. Το Αγρίνιο, η Βέροια, τα Ιωάννινα, η Καλαμάτα, η Λάρισα, τα Χανιά ορίζονται ως οι έδρες των πρώτων έξι. «Ο θεσμός των ΔΗΠΕΘΕ αποτελεί ιστορική κατάκτηση του ελληνικού Θεάτρου» γράφει η θεατρολόγος Δηώ Καγγελάρη στον πρόλογό της στο λεύκωμα «20 χρόνια Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα» που εξέδωσε το 2004 η Διεύθυνση Θεάτρου και Χορού του υπουργείου Πολιτισμού και του οποίου είχε τη θεατρολογική επιμέλεια. Και έχει δίκιο. Η περιφέρεια απέκτησε τα «δικά της Θέατρα». Το θέμα ήταν τι έγινε μετά.
Τα ΔΗΠΕΘΕ, στηριγμένα οικονομικά στο υπουργείο Πολιτισμού και στους ντόπιους Δήμους, άρχισαν με φόρα και με λεφτά. Ορισμένα κάλπασαν. Με πρώτο της Λάρισας. Η «Ηλέκτρα» του 1988 με την οποία τα ΔΗΠΕΘΕ άλωσαν την Επίδαυρο, η «Ηλέκτρα» του Τσιάνου και της Κονιόρδου, ήταν το απόγειο. Εκείνη η αποθέωση _ ναι, κυριολεκτώ χρησιμοποιώντας μια λέξη φθαρμένη, ναι, εκείνη ήταν Αποθέωση, με κεφαλαίο το Άλφα _ , εκείνα τα δάκρυα που έτρεχαν απ’ τα μάτια μας, ειδικά των επαρχιωτών, κι όχι μόνον των Λαρισαίων, που βλέπαμε ένα «δικό μας Θέατρο» να θριαμβεύει, που βλέπαμε πως έφτασε η ώρα να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, ήταν η δικαίωση. Του θεσμού των ΔΗΠΕΘΕ, της Μελίνας, αυτού που υποτιμητικά αποκαλούσαν επαρχία.
Ορισμένα απ’ τα ΔΗΠΕΘΕ όμως απ’ την αρχή - αρχή δεν περπάτησαν _ έμειναν πίσω. Και μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Πολλά τα λάθη. Άνωθεν εκπορευόμενα αλλά και εκ των έσω. Πρώτο και μέγιστο λάθος: από έξι τα ΔΗΠΕΘΕ έγιναν δεκάξι. Δεν χρειάζονταν τόσα πολλά. Ψηφοθηρικά και κομματικά κριτήρια οδήγησαν στην ίδρυση ΔΗΠΕΘΕ με έδρες πόλεις που απείχαν εξήντα χιλιόμετρα μεταξύ τους μηδενίζοντας την έννοια «Περιφερειακό» μια και βρέθηκαν δυο και τρία ΔΗΠΕΘΕ να καλύπτουν την ίδια περιφέρεια. Λίγοι από τους καλλιτεχνικούς διευθυντές που επελέγησαν ήρθησαν στο ύψος των περιστάσεων. Στη συνέχεια, τις θέσεις άρχισαν να τριγυρίζουν _ και να κατακτούν _ αναξιοπαθούντες που τις έβλεπαν σαν λύση στην ανεργία τους, σαν βολεματάκι. Κάποιους σημαντικούς του Θεάτρου που ανέλαβαν ΔΗΠΕΘΕ τους έφαγαν τα ντόπια λόμπι. Μικροκομματισμοί, ντόπιες μικροπολιτικές, ντόπια συμφέροντα, δήμαρχοι και διοικητικά συμβούλια στα οποία περίσσευαν οι άσχετοι οι οποίοι είχαν πάρει τις θέσεις για λόγους σκοπιμοτήτων και μόνο για το ονόρε και οι οποίοι ανακατεύονταν εκεί που δεν τους έσπερναν και είχαν και άποψη επί των καλλιτεχνικών, απροθυμία του κοινού, σε κάποιες από τις πόλεις των ΔΗΠΕΘΕ, να ακολουθήσει, δυσκαμψία στις περιοδείες… Και καλλιτεχνικά αποτελέσματα μέτρια, κακά έως χείριστα.
Όλα αυτά οδήγησαν το θεσμό των ΔΗΠΕΘΕ στην ανυποληψία και στο μαρασμό. Μέσα από την εφημερίδα έβλεπα χρόνο με το χρόνο, μήνα με το μήνα, την αδιαφορία για το θεσμό να μεγαλώνει: «Σιγά που θα πάω να δω τα ΔΗΠΕΘΕ που ήρθαν στην Αθήνα». Και μαζί με τα ξερά άρχισαν να καίγονται και τα χλωρά. Μέχρι που το ειρωνικό «ΔΗΠΕΘαίνω σα χώρα» του Βασίλη Παπαβασιλείου έγινε το σλόγκαν της εσχάτης απαξίωσης του θεσμού. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις επιβεβαίωναν τον κανόνα. Και βέβαια ήταν και τα οικονομικά προβλήματα που άρχισαν να διογκώνονται. Κακοδιαχείρηση, ένα κράτος εχθρικό ή και δήμοι που έβγαζαν την ουρά τους απέξω και άρχισαν να αδιαφορούν _ τα ΔΗΠΕΘΕ είχαν πάψει να είναι γερό χαρτί τους. Θυμάμαι δήμαρχο πόλης - έδρας ΔΗΠΕΘΕ, το οποίο, μάλιστα, ζούσε τότε την επιτυχημένη περίοδό του. Ευνοϊκότατος με το ΔΗΠΕΘΕ, έχοντάς το με σθένος στηρίξει, ξανακατέβαινε στις εκλογές. Ήμουν στην πόλη του και με κάλεσε σε προεκλογική του συγκέντρωση. Του λέω: «Βέβαια το επιτυχημένο ΔΗΠΕΘΕ θα είναι στα επιχειρήματά σας, φαντάζομαι». Και τι μου απαντάει; «Μα τι μου λες, τώρα; Αναφορά στο ΔΗΠΕΘΕ; Να το κρύψω θέλω. Εδώ το θεωρούν κατασπατάληση του δημοτικού χρήματος»…
Το κράτος έβλεπε την κατάσταση. Έβλεπε επιτήδειους να αναδεικνύονται σε διευθυντές και προέδρους και παράγοντες των ΔΗΠΕΘΕ μόνο και μόνο για να πουλήσουν μούρη στην μικρή τους πόλη, έβλεπε συμπαραγωγές - μαϊμούδες, έβλεπε ημέτερους να αναλαμβάνουν σκηνοθεσίες με αποτελέσματα ανύπαρκτα έως τραγικά. Αλλά δεν έκανε τίποτα. Διάφορα μέτρα χωρίς αντίκρισμα, αμηχανία, ανικανότητα και, κυρίως, αδιαφορία. Άφησε το θεσμό να σαπίσει. Όπως πολλά άφησε να σαπίσουν το κράτος αυτό. Τα λεφτά άρχισαν να παρέχονται με το σταγονόμετρο ενώ αντιθέτως τα λαμόγια δούλευαν ελεύθερα ανά την επικράτεια και τα τσέπωναν. Στο τέλος, η κάνουλα, με πρόφαση την οικονομική κρίση, έκλεισε εντελώς. Μερικά ΔΗΠΕΘΕ έβαλαν λουκέτο, από τα υπόλοιπα τα περισσότερα υπολειτουργούν, κάποια προσπαθούν να υπάρξουν μόνα τους όπως το «Θεσσαλικό» της Λάρισας _ ο Τσιάνος πολλά θα είχε να μας πει.
Οπότε, θέατρο στην περιφέρεια σημείο μηδέν; Δε θα ήθελα να κλείσω τόσο απαισιόδοξα. Ψυχωμένοι επαγγελματίες, που μπορούν να ξεκινήσουν από το μηδέν, είμαι σίγουρος πως υπάρχουν. Ερασιτέχνες που διψούν για νερό θεατρικό είμαι σίγουρος πως υπάρχουν. Πιστεύω πως οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να συνεχίσουν ή και να ξεκινήσουν τώρα. Και χωρίς λεφτά. Κι ας είναι οι καιροί ου μενετοί. Αρκεί ψυχή και μερικά σανίδια.
Το επιδόρπιο
Και για επιδόρπιο, μια συμβουλή _κι ας τις σιχαίνομαι. Στα επόμενα σαράντα χρόνια του Φεστιβάλ σας προσπαθείστε να ανοίξετε τους ορίζοντές του. Ας μην έχει το πλήθος των εκδηλώσεων, ας μην έχει τα μεγάλα τα ονόματα, ας μην έχει τους σταρ. Μην αρκείστε να διαλέγετε από προτάσεις καλλιτεχνικών γραφείων και καλλιτεχνικών πρακτόρων. Μάθετε να ψάχνετε και να διαλέγετε μόνοι σας. Και μάθετε το κοινό σας να εκτιμάει τις επιλογές αυτές. Έτσι το Φεστιβάλ Ολύμπου θα γίνει γεγονός.
Σας ευχαριστώ που με καλέσατε εδώ και που είχατε την υπομονή να με ακούσετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου