Υπήρχε κάποτε ένα βασίλειο θαυμαστό και ένδοξο, τόσο ένδοξο που τείχη δεν το περιτριγύριζαν, γιατί μόνα τείχη του ήταν τα στήθη των οπλιτών του. Όποιος εχθρός τολμούσε να το χτυπήσει, έσβηνε βίαια κάτω από σιδηρόφρακτες φάλαγγες, κάτω από το ατσάλι που έντυνε τις λίγες, πλην όμως γενναίες ψυχές των πολεμιστών του. Σοφούς και πολεμιστές γεννούσε το βασίλειο εκείνο και όριζε τις τύχες ολόκληρου του κόσμου.
Οι χρόνοι και οι εποχές περνούσαν, όμως η φθορά που πλήττει τα πάντα δεν άγγιζε το βασίλειο και τους ανθρώπους του.
Μέχρι που μια μέρα ενώθηκαν οι έμποροι των εθνών και του χρήματος, οι δυνάστες των τόκων και οι ιερείς του χρυσού και με σχέδιο ύπουλο έκαναν πράξη αυτό που ονειρεύονταν χιλιάδες χρόνια. Αφού διαλύθηκαν οι στρατιές τους, αφού απέτυχαν οι έφοδοι και όλα τους τα τεχνάσματα, μία νύχτα – κρυφά κι αθόρυβα – φύτεψαν μέσα στην καρδιά του ατείχιστου βασιλείου τον μεγαλύτερο εχθρό της αρετής και της δόξας, τον πιο ύπουλο εχθρό των γενναίων ψυχών, τον σπόρο του πλούτου. Το άλλο πρωί ένας αέρας πρωτόγνωρος είχε καταλάβει την ατμόσφαιρα και σε λίγο καιρό είχε φωλιάσει στις ψυχές των πάντων.
Οι άνθρωποι σύντομα έπαψαν να αγωνίζονται περί αρετής και άρχισαν να συλλέγουν εφήμερα αγαθά. Το βασίλειο άρχισε να αλλάζει όψη και σύμβολό του έπαψε να είναι η πένα και το δόρυ. Στη θέση της παλαίστρας και του στρατώνα θεμελιώθηκε ένα κτίριο γκρίζο. Η έδρα των διεθνών τραπεζικών οίκων. Λίγος χρόνος αρκούσε για να διαβρώσει τα πάντα. Μόνο τείχη συνέχισαν να μην υπάρχουν, όχι γιατί κρατούσαν ακόμα τα στήθη των πολεμιστών, αλλά γιατί η χώρα δεχόταν πλέον εντός της, όλες τις φυλές της γης. Τα στίφη των βαρβάρων, που αποδεκατίζονταν για αιώνες στο πεδίο της μάχης, είχαν πλέον κυριαρχήσει αναίμακτα και αθόρυβα.
Οι γηγενείς είχαν χάσει κάθε έννοια τιμής, αξιοπρέπειας και κυριαρχίας. Οι έμποροι των τόκων, που εν μία νυκτί τους είχαν χαρίσει απρόσμενα τόσο πλούτο, τώρα ήταν έτοιμοι να τους κλέψουν τα πάντα. Το βασίλειο βίωνε τους χρόνους της ύστατης παρακμής του. Οι άρχοντες ήταν ανδρείκελα αλλότριων δυνάμεων. Το στράτευμα είχε απολέσει την παλαιά του αίγλη και οι στρατηγοί ήταν θλιβεροί ουραγοί της ξενόδουλης εξουσίας. Αν και οι φύλακες της πόλεως διέθεταν μεγάλη ισχύ, το έγκλημα μεσουρανούσε. Στόχος τους δεν ήταν η επιβολή της τάξης, αλλά η διατήρηση της ίδιας ξενόδουλης εξουσίας.
Μέσα σε όλα αυτά υπήρχε ένας νέος, ζωηρός, αψύς, οξύθυμος, πολλοί τον έλεγαν παιδί, μικρός, αλλά η φήμη του προπορευόταν. Κάποιοι τον σέβονταν, κάποιοι τον φοβούνταν, λίγοι τον μισούσαν και λίγοι τον αγαπούσαν, όλοι όμως συμφωνούσαν σε κάτι: πως το παιδί αυτό συνέχιζε να πιστεύει σε Ιδέες και στον καιρό του αστείρευτου πλούτου, κανείς δεν πίστευε πια σε ιδέες και όλοι είχαν προσκυνήσει ως ένα και μοναδικό θεό, το χρήμα. Όταν οι έμποροι των τόκων στέρησαν το εύκολο χρήμα, όλα αυτά άλλαξαν. Τότε ήταν που η φτώχεια ξεδιάλυνε την αιθάλη από τη συνείδηση του κόσμου και όλοι αντίκρισαν κατάματα την αλήθεια. Η φτώχεια άνοιξε εκ νέου τον δρόμο της αρετής και το βασίλειο – λίγο πριν το τέλος – απέκτησε και πάλι ελπίδα.
Τον καιρό εκείνο πολλοί ήταν αυτοί που στράφηκαν στο παιδί και συντάχθηκαν γύρω του. Και το παιδί απότομα μεγάλωσε, ωρίμασε, δυνάμωσε τόσο που στάθηκε εμπόδιο ισχυρό στα σχέδια των ξένων δυνάμεων, έδωσε μάχη ενάντια στους εμπόρους του τόκου και τους ιερείς του χρυσού. Και αν όλα αυτά σας κάνουν να αναρωτιέστε, ξαναγυρίστε πίσω στο τώρα και κοιτάξτε γύρω σας. Δείτε αυτή τη μυστική σύναξη. Δείτε το πλήθος, τη φλόγα και τον παλμό. Δείτε πως πράγματι το παιδί μεγάλωσε, ωρίμασε, άνοιξε τα φτερά του και έρχεται η ώρα που θα φτάσει ψηλά. Τόσο ψηλά, που θα γκρεμίσει μια για πάντα το τείχος της δουλείας που έχουν κτίσει οι προδότες πάνω από την Ελλάδα.
(*) Το παρόν κείμενο αποτέλεσε τον χαιρετισμό εκ μέρους του Πολιτικού Συμβουλίου της Χρυσής Αυγής στη φετινή μεγαλειώδη συγκέντρωση Μνήμης για τα Ίμια.
Ηλίας Κασιδιάρης
Οι χρόνοι και οι εποχές περνούσαν, όμως η φθορά που πλήττει τα πάντα δεν άγγιζε το βασίλειο και τους ανθρώπους του.
Μέχρι που μια μέρα ενώθηκαν οι έμποροι των εθνών και του χρήματος, οι δυνάστες των τόκων και οι ιερείς του χρυσού και με σχέδιο ύπουλο έκαναν πράξη αυτό που ονειρεύονταν χιλιάδες χρόνια. Αφού διαλύθηκαν οι στρατιές τους, αφού απέτυχαν οι έφοδοι και όλα τους τα τεχνάσματα, μία νύχτα – κρυφά κι αθόρυβα – φύτεψαν μέσα στην καρδιά του ατείχιστου βασιλείου τον μεγαλύτερο εχθρό της αρετής και της δόξας, τον πιο ύπουλο εχθρό των γενναίων ψυχών, τον σπόρο του πλούτου. Το άλλο πρωί ένας αέρας πρωτόγνωρος είχε καταλάβει την ατμόσφαιρα και σε λίγο καιρό είχε φωλιάσει στις ψυχές των πάντων.
Οι άνθρωποι σύντομα έπαψαν να αγωνίζονται περί αρετής και άρχισαν να συλλέγουν εφήμερα αγαθά. Το βασίλειο άρχισε να αλλάζει όψη και σύμβολό του έπαψε να είναι η πένα και το δόρυ. Στη θέση της παλαίστρας και του στρατώνα θεμελιώθηκε ένα κτίριο γκρίζο. Η έδρα των διεθνών τραπεζικών οίκων. Λίγος χρόνος αρκούσε για να διαβρώσει τα πάντα. Μόνο τείχη συνέχισαν να μην υπάρχουν, όχι γιατί κρατούσαν ακόμα τα στήθη των πολεμιστών, αλλά γιατί η χώρα δεχόταν πλέον εντός της, όλες τις φυλές της γης. Τα στίφη των βαρβάρων, που αποδεκατίζονταν για αιώνες στο πεδίο της μάχης, είχαν πλέον κυριαρχήσει αναίμακτα και αθόρυβα.
Οι γηγενείς είχαν χάσει κάθε έννοια τιμής, αξιοπρέπειας και κυριαρχίας. Οι έμποροι των τόκων, που εν μία νυκτί τους είχαν χαρίσει απρόσμενα τόσο πλούτο, τώρα ήταν έτοιμοι να τους κλέψουν τα πάντα. Το βασίλειο βίωνε τους χρόνους της ύστατης παρακμής του. Οι άρχοντες ήταν ανδρείκελα αλλότριων δυνάμεων. Το στράτευμα είχε απολέσει την παλαιά του αίγλη και οι στρατηγοί ήταν θλιβεροί ουραγοί της ξενόδουλης εξουσίας. Αν και οι φύλακες της πόλεως διέθεταν μεγάλη ισχύ, το έγκλημα μεσουρανούσε. Στόχος τους δεν ήταν η επιβολή της τάξης, αλλά η διατήρηση της ίδιας ξενόδουλης εξουσίας.
Μέσα σε όλα αυτά υπήρχε ένας νέος, ζωηρός, αψύς, οξύθυμος, πολλοί τον έλεγαν παιδί, μικρός, αλλά η φήμη του προπορευόταν. Κάποιοι τον σέβονταν, κάποιοι τον φοβούνταν, λίγοι τον μισούσαν και λίγοι τον αγαπούσαν, όλοι όμως συμφωνούσαν σε κάτι: πως το παιδί αυτό συνέχιζε να πιστεύει σε Ιδέες και στον καιρό του αστείρευτου πλούτου, κανείς δεν πίστευε πια σε ιδέες και όλοι είχαν προσκυνήσει ως ένα και μοναδικό θεό, το χρήμα. Όταν οι έμποροι των τόκων στέρησαν το εύκολο χρήμα, όλα αυτά άλλαξαν. Τότε ήταν που η φτώχεια ξεδιάλυνε την αιθάλη από τη συνείδηση του κόσμου και όλοι αντίκρισαν κατάματα την αλήθεια. Η φτώχεια άνοιξε εκ νέου τον δρόμο της αρετής και το βασίλειο – λίγο πριν το τέλος – απέκτησε και πάλι ελπίδα.
Τον καιρό εκείνο πολλοί ήταν αυτοί που στράφηκαν στο παιδί και συντάχθηκαν γύρω του. Και το παιδί απότομα μεγάλωσε, ωρίμασε, δυνάμωσε τόσο που στάθηκε εμπόδιο ισχυρό στα σχέδια των ξένων δυνάμεων, έδωσε μάχη ενάντια στους εμπόρους του τόκου και τους ιερείς του χρυσού. Και αν όλα αυτά σας κάνουν να αναρωτιέστε, ξαναγυρίστε πίσω στο τώρα και κοιτάξτε γύρω σας. Δείτε αυτή τη μυστική σύναξη. Δείτε το πλήθος, τη φλόγα και τον παλμό. Δείτε πως πράγματι το παιδί μεγάλωσε, ωρίμασε, άνοιξε τα φτερά του και έρχεται η ώρα που θα φτάσει ψηλά. Τόσο ψηλά, που θα γκρεμίσει μια για πάντα το τείχος της δουλείας που έχουν κτίσει οι προδότες πάνω από την Ελλάδα.
(*) Το παρόν κείμενο αποτέλεσε τον χαιρετισμό εκ μέρους του Πολιτικού Συμβουλίου της Χρυσής Αυγής στη φετινή μεγαλειώδη συγκέντρωση Μνήμης για τα Ίμια.
Ηλίας Κασιδιάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου