Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Έβαλα γυαλιά από δυόμισι χρόνων. Τότε τα παιδάκια που φορούσαν γυαλιά ήταν κάτι πολύ σπάνιο, κάτι που σηματοδοτούσε τον διαφορετικό, τον αδύναμο, αυτόν που υστερεί. Από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, όταν ξεκινά η ένταξη στο κοινωνικό περιβάλλον, τα περισσότερα παιδιά ενστικτωδώς θεωρούσαν αυτούς που φανερώναν κάποια υστέρηση ή διαφορετικότητα, σωματική ή πνευματική, μια θαυμάσια ευκαιρία εκμετάλλευσης για επίδειξη υπεροχής και επίτευξη αποδοχής από την παιδική ομάδα. Είναι αρχέγονο και χαραγμένο μέσα στο DNA μας (λόγω του νόμου της φυσικής επιλογής) το ένστικτο να θέλουμε να υπερισχύουμε πάνω στους άλλους.
Όπως πολλά νεαρά παιδιά μας, που σήμερα υποφέρουν από τo bullying, ήμουν και εγώ ένα παιδάκι ευκαιρία, που από μακριά τα γυαλάκια που φορούσε φώναζαν: Ελάτε σε μένα, εδώ θα έχετε σίγουρα κάποιον που η σύγκριση μαζί του θα σας δείξει ανώτερους. Πρώτα στον εαυτό σας και μετά ίσως και στους άλλους.
Γυαλάκιας, γυαλαμπούκας, τζαμαρίας, γυαλέας, γκαβός ήταν τα επίθετα με τα οποία με στόλιζαν τις στιγμές των συγκρούσεων και των επιδείξεων. Και η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν και όταν πήγα στο δημόσιο Γυμνάσιο της πόλης μου. Σε εκείνες τις ηλικίες αυτή η απαξιωτική συμπεριφορά και η χρήση αρνητικών επιθέτων σ’ αυτούς που έδειχναν να υστερούν σε διάφορους τομείς παροξύνονταν συνήθως όταν στον ορίζοντα εμφανίζονταν ενδιαφέροντα άτομα του αντίθετου φύλου.
Φαίνεται όμως πως, ενώ οι συνέπειες του bullying αφορούν άτομα με ιδιαίτερα ψυχολογικά ή σωματικά χαρακτηριστικά, η αιτία του bullying βρίσκεται στην αδυναμία του περίγυρου, και φυσικά των πρωταγωνιστών που το ασκούν να συνειδητοποιήσουν τον μηχανισμό με τον οποίο ο πρωτόγονος άνθρωπος δηλώνει ακόμη και στις μέρες μας, με την τεράστια πολιτιστική και επιστημονική πρόοδο, την παρουσία του. Και ο μηχανισμός αυτός είναι η συμπεριφορά με την οποία αντιδρούμε όταν έχουμε ανάγκη να ανυψώσουμε τη χαμηλή εκτίμηση που ενστικτωδώς νιώθουμε πολλές φορές για τον εαυτό μας.
Η πρώτη ενστικτώδης κίνηση για να αυξήσουμε τη χαμηλή μας αυτοεκτίμηση φαίνεται πως είναι η προσπάθεια να ανυψώσουμε το εγώ μας. Δηλαδή ο εγωισμός. Άλλοτε με το: “Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”, άλλοτε με το να εθιζόμαστε στην καταναλωτική φρενίτιδα, π.χ. της αγοράς επώνυμων προϊόντων που υποκαθιστούν την ανωνυμία μας. Άλλοτε πάλι, όταν ακόμη είμαστε νεαρά παιδιά και δεν έχουμε αποκτήσει την υποκρισία και την «ευγένεια» των ενηλίκων, να ασκούμε το bullying «πατώντας κάτω» αυτόν που είναι διαφορετικός και δείχνει αδύναμος, ώστε να φαινόμαστε “ψηλότεροι”.
Το πρόβλημα όμως του bullying, που δεν εμφανίζεται μόνο στα σχολεία, αλλά και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις της κοινωνικής μας ζωής, είναι κατά βάση πρόβλημα αυτών που το ασκούν και λιγότερο πρόβλημα αυτών που το υφίστανται. Έτσι λοιπόν η λύση αυτού, κατά τη γνώμη μου, δεν βρίσκεται μόνον όταν επικεντρώνουμε την προσοχή μας και βοηθούμε τα “θύματα” αυτής της ενέργειας, αλλά και όταν βοηθούμε και ενημερώνουμε και αυτούς που η κακή συμπεριφορά τους το δημιουργεί.
Οι “θύτες” λοιπόν πρέπει να προσέξουν ότι υποβόσκει στον ψυχισμό τους η νοσηρή αντίληψη η οποία τους κάνει να νομίζουν ότι, για να αποκτήσουν την ψευδαίσθηση της αυτοεκτίμησης, που δεν διαθέτουν, μπορούν να υποκύπτουν στην εύκολη λύση, που είναι το αρχέγονο ζωώδες ένστικτο της ανάγκης για επικυριαρχία. Όμως την αυτοεκτίμηση, τον αυτοσεβασμό, όπως επίσης και τον σεβασμό στον άλλον, όποιος/α και αν είναι αυτός, δεν τα αποκτούμε βασανίζοντας και υποτιμώντας τους συνανθρώπους μας, αλλά βελτιώνοντας τον εαυτό μας με τη βοήθεια της γνώσης, του αγώνα για δημιουργία και της αγάπης για τον συνάνθρωπο.
Αν παρατηρήσουμε τους τύπους των ανθρώπων που ασκούν το bullying θα αντιληφθούμε ότι πρόκειται για άτομα με αδυναμία να αντιληφθούν ότι καταφεύγουν σ’ αυτόν τον λανθασμένο τρόπο συμπεριφοράς, διότι δεν γνωρίζουν τους τρόπους για να ανυψώσουν την αυτοεκτίμησή τους. Και σε αυτό θα πρέπει όλοι οι υπεύθυνοι φορείς και η οικογένεια να παρέμβουν, όπως παρεμβαίνουν και στα άτομα που υφίστανται την παρενόχληση οποιουδήποτε τύπου.
Ας πούμε λοιπόν ξεκάθαρα στα παιδιά μας ότι δεν θα φανούν ανώτερα υποτιμώντας τους άλλους, αλλά μόνον όταν τα ίδια ανέβουν στο επίπεδο του δημιουργικού αγώνα και της αγάπης.
* Ο Γιώργος Θ. Μιχαήλ είναι αρχιτέκτονας - βιομηχανικός σχεδιαστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου