Η μυρωδιά... Δεν μπορούσε με τίποτε να διώξει από τα ρουθούνια του αυτή τη μυρωδιά. Τον ζάλιζε, δεν την άντεχε. Ήθελε να αδειάσει το στομάχι του. Δεν μπορούσε να ανασάνει.
Στριμωγμένος, επί 4 μερόνυχτα μέσα σε ένα βαγόνι χωρίς παράθυρα.
Στριμωγμένος, επί 4 μερόνυχτα μέσα σε ένα βαγόνι χωρίς παράθυρα.
Η μυρωδιά...
Δεν μπορούσε με τίποτε να διώξει από τα ρουθούνια του αυτή τη μυρωδιά. Τον ζάλιζε, δεν την άντεχε. Ήθελε να αδειάσει το στομάχι του. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Στριμωγμένος, επί 4 μερόνυχτα μέσα σε ένα βαγόνι χωρίς παράθυρα. Σαν αυτό που μεταφέρουν ζώα και εμπορεύματα. Τώρα μετέφερε εκείνον. Το πάτωμα στρωμένο με λίγα άχυρα, είχε γίνει βούρκος από τις ανθρώπινες ακαθαρσίες... ούρα... περιττώματα. Η μυρωδιά τον έπνιγε. Εκατό άνδρες ο ένας δίπλα στον άλλον, όρθιοι ταξίδευαν στα σκοτεινά. Τη μέρα έμπαινε ελάχιστο φως από τις χαραμάδες του ξύλινου βαγονιού. Δεν ήξερε πότε ξημερώνει και πότε βραδιάζει. Ένα αδιάκοπο ρυθμικό “πέρα δώθε” του έδειχνε ότι βρισκόντουσαν εν κινήσει. Ο μονότονος ήχος που κάνουν οι ράγες λες και έφτανε μέχρι τα βάθη του κεφαλιού του. Ήθελε να κλείσει τα αυτιά του να μην ακούει, ήθελε να σταματήσει να αναπνέει για να μην μυρίζει. Πεινούσε και δίψαγε.