το όνομα του πελαργού με τα μαύρα
και
και
άσπρα φτερά του. Έτσι στα νεότερα
χρόνια
χρόνια
ο Kretschmer ανέλυσε τη λέξη σε δύο
που σημαίνει «λευκός» και το πρώτο
συνθετικό είναι ο υποθετικός τύπος
*πελαwός, ο οποίος συγγενεύει με τα
επίθετα πολιός, πελιός, πελιδνός, πελλός,
λέξεις που δηλώνουν το μαύρο ή το γκρίζο
ή το ωχρό. Στα Νέα Ελληνικά το συνώνυμο λέλεκας ή λελέκι θεωρείται ότι έχει τουρκική
και
και
απώτερη αραβική καταγωγή. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας D'Αrcy Wentworth
Thompson, A Glossary οf Greek Birds, η πραγματική καταγωγή της λέξης μπορεί να
ανάγεται στους Λέλεγες, καθώς οι τελευταίοι ταυτίζονταν με τους Πελασγούς, των οποίων
το όνομα συνδέεται πολλές φορές από τους αρχαίους με τους πελαργούς, γι’ αυτό και το
Πελασγικό Τείχος στην Αθήνα αποκαλούνταν και Πελαργικό.