Του Κώστα Δουζίνα*
Οταν ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε πέρσι το καλοκαίρι την πρωτοβουλία αναθεώρησης του Συντάγματος και κατάρτισε την επιτροπή οργάνωσης της δημόσιας λαϊκής και κοινωνικής διαβούλευσης, η αρνητική αντίδραση έγκριτων συνταγματολόγων πλησίασε τα όρια της γνωστής επιθετικής και απαξιωτικής υπερβολής, με την οποίααντιμετωπίζεται κάθε κυβερνητική πρόταση.
Για κάποιους οι δημόσιες διαβουλεύσεις είναι «τραγελαφικές και ασυνάρτητες […] και αποτελούν μια ανοιχτή πρόκληση, μια συνταγματική ασέβεια προς το Κοινοβούλιο, στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού και του έθνους». Για άλλους, η χρήση του όρου «θεσμοί άμεσης δημοκρατίας» είναι στην καλύτερη περίπτωση εσφαλμένη και στη χειρότερη παραπλανητική.
Οι θεσμοί αυτοί «καλλιεργούν τη λογική της παντοδυναμίας του λαού». Θα έλεγε κανείς ότι οι συνταγματολόγοι έχασαν προς στιγμή τη φρόνηση και αυτοσυγκράτηση που επιβάλλει η επιστημονική γνώση και πειθαρχία και μετέφρασαν πολιτικές και ιδεολογικές προτιμήσεις ή και προσωπικές φιλοδοξίες στο ιδίωμα του ουδέτερου και αμερόληπτου λόγου της γνώσης.
Οι πρόσφατες επιθέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης στη συνταγματική διαβούλευση επιβεβαιώνουν τον ιδεολογικό χαρακτήρα της επίθεσης.
Πρέπει να έχουν οι συνταγματολόγοι καίριο και κεντρικό λόγο στις κατευθύνσεις της συνταγματικής αναθεώρησης; Βέβαια. Οπως και οι δάσκαλοι, οι γιατροί και οι αγρότες.
Στη συζήτηση για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου, για τα νέα δικαιώματα στην εποχή της γενικής διάνοιας, για τη συνταγματική κατοχύρωση παλιών και νέων θεσμών, όλοι μας έχουμε λόγο και ρόλο.
Στην πρώτη φάση διαβούλευσης για την αναθεώρηση, οι συνταγματολόγοι έχουν τον ίδιο ρόλο με τους υδραυλικούς στα σχέδια κατασκευής ενός σπιτιού ή τους γεωπόνους που συμβουλεύουν τον υπουργό για το πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης. Θα δώσουν τις τεχνικές τους συμβουλές όταν ο σκοπός και το μέγεθος της αναθεώρησης έχει αποφασιστεί πολιτικά.
Οταν η λαϊκή πρωτοβουλία και οι κυβερνητικοί και κοινοβουλευτικοί αποδέκτες της έχουν συγκροτήσει το σχέδιο της αναθεώρησης, οι συνταγματολόγοι θα δώσουν τη σοφία τους πριν μπει στη διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα.
Ο σχεδιασμός και οι ουσιαστικές αποφάσεις όμως δεν είναι δουλειά των τεχνικών, αλλά αυτών που έχουν το όραμα και την ευθύνη. Οι τεχνικοί, οι συνταγματολόγοι εν προκειμένω, θα βοηθήσουν στη νομικά ορθή διατύπωση των προτάσεων όταν αυτές έχουν διαμορφωθεί.
Ο τέως στο Χάμστεντ
Δίδαξα το Βρετανικό Συνταγματικό Δίκαιο για τριάντα χρόνια. Η πιο μεγάλη ικανοποίηση ήταν ότι δεν μπορείς να εξηγήσεις το άγραφο Σύνταγμα χωρίς να συζητήσεις πολιτικά γεγονότα και συγκρούσεις στις οποίες οι συνταγματικοί κανόνες αποκτούν υπόσταση και νόημα.
Διαφορετικά παραμένουμε σ’ ένα συνταγματικό φετιχισμό, στον οποίο η συνεχής παράθεση άρθρων, παραγράφων και κανόνων αντικαθιστά την ανάγνωση του κειμένου ως ενός ζωντανού οργανισμού που αναπαράγεται στις κοινωνικές συνθήκες και προσαρμόζεται στην ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων.
Αλλά ποια είναι η σχέση πολιτικής και Συντάγματος; Τεχνικά, το Σύνταγμα κωδικοποιεί τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, προσδιορίζει και περιορίζει τους θεσμούς και βάζει στο κράτος και τους πολιτικούς την απαραίτητη τάξη και προβλεψιμότητα.
Οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης και των κομμάτων βρίσκονται στο κείμενο του τυπικού Συντάγματος. Αποτελεί έναν μετρονόμο της εξουσίας, χάρτη εσωτερικών ισορροπιών και εξωτερικών συνόρων και περιορισμών, του τρόπου με τον οποίο η δημόσια και ιδιωτική εξουσία σχετίζεται με την κοινωνία και τον πολίτη.
Αλλά με μια γενικότερη και ιστορική έννοια, το Σύνταγμα συμπυκνώνει και εκφράζει τον συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων τη στιγμή της συγγραφής του. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αποτελεί ένα shopping list του κάθε μεγαλόστομου πολιτικού που χρησιμοποιεί το Σύνταγμα για να μονιμοποιήσει μία παροδική πολιτική υπεροχή.
Το τεχνικό Σύνταγμα λοιπόν αποτελεί τον κανονισμό λειτουργίας του πολιτεύματος και των πολιτικών ελίτ, ενώ το ουσιαστικό το κατευθυντήριο πνεύμα της συλλογικής οργάνωσης μιας πολιτείας. Γι’ αυτό πρέπει να είναι λιτό και οραματικό. Γι’ αυτό πρέπει η αναθεώρηση να συζητήσει τις αρχές και το όραμα πριν από τις επί μέρους διατάξεις.
Το Αγγλικό άγραφο Σύνταγμα δεν έχει αλλάξει στα βασικά χαρακτηριστικά του για τέσσερις αιώνες. Η ηγεμονία της αστικής τάξης και της πολιτικής Δεξιάς αποτελούν πολύ πιο ισχυρή εγγύηση σταθερότητας από τις διάφορες προσπάθειες των λεγόμενων «αυστηρών» Συνταγμάτων να αποτρέψουν την αναθεώρηση διατάξεών τους.
Το άρθρο 108 του Συντάγματος του 1951 λέει ότι ουδέποτε δεν αναθεωρούνται οι διατάξεις που καθορίζουν τη μορφή του πολιτεύματος ως βασιλευόμενη δημοκρατία. Είναι απολύτως αντίθετο από τη βρετανική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η κυρίαρχη Βουλή μπορεί με απλή πλειοψηφία να αλλάξει ή να καταργήσει όλους τους υπάρχοντες θεσμούς περιλαμβανόμενης και της βασιλείας.
Διάβαζα το άρθρο στους Βρετανούς φοιτητές μου και πρόσθετα ότι ο τέως βασιλιάς ζει στο λονδρέζικο προάστιο του Χάμστεντ.
Συντακτική και συντεταγμένη εξουσία
Ο σύγχρονος συνταγματισμός θεμελιώνεται σε δύο αντιφατικές αρχές. Τη λαϊκή κυριαρχία, σύμφωνα με την οποία όλες οι εξουσίες προέρχονται από τον λαό και ασκούνται προς όφελός του. Αλλά οι υπάρχουσες συνταγματικές μορφές και θεσμοί περιορίζουν και πολλές φορές ματαιώνουν την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Ο λαός είναι κυρίαρχος αλλά η κυριαρχία του είναι περιορισμένη.
Οπως έλεγε ο Ντε Μεστρ ο λαός είναι «ένας κυρίαρχος που δεν ασκεί την κυριαρχία του». Ο Ζαν-Ζακ Ρουσό, από την άλλη, που υποστήριζε την άμεση δημοκρατία, κορόιδευε τον «αγγλικό λαό που θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο. Αλλά κάνει λάθος. Είναι ελεύθερος μόνο όταν εκλέγει τα μέλη του Κοινοβουλίου.
Μόλις εκλεγούν η σκλαβιά επιστρέφει». Αυτό είναι το περίφημο «συνταγματικό παράδοξο, που παίρνει διάφορες μορφές: την αντίστιξη αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας, νόμου και πολιτικής, νομιμοποίησης και νομιμότητας. Κορυφαία έκφρασή της αποτελεί το γεγονός ότι η συντακτική εξουσία ανήκει στον λαό, αλλά ασκείται από αντιπροσώπους και σε μορφές που καθορίζει το Σύνταγμα.
Ολα τα σημαντικά Συντάγματα και πολιτικά συστήματα της νεωτερικότητας (η συντεταγμένη εξουσία) είναι αποτελέσματα της συντακτικής εξουσίας, μιας συλλογικής πολιτικής πράξης που αλλάζει τον κόσμο. Αυτή η πράξη είναι οντολογική και επιτελεστική: δηλώνει «εμείς, ο λαός», ταυτόχρονα το «ποιοι» είμαστε και τι θα γίνουμε στο μέλλον.
Αυτή η δήλωση δημιουργεί τον λαό που εμφανίζεται να εκπροσωπεί. Κάτι «μαγικό» συμβαίνει τη στιγμή που η συλλογική δράση αδράχνει τον αριστοτελικό εύθετο «καιρό» και δημιουργεί τον εαυτό της. Αυτό το «εμείς» ως συντακτική εξουσία είναι η δύναμη που αναπαράγει την κοινωνική ύπαρξη και αλλάζει τους πολιτικούς συσχετισμούς.
Ποια είναι τα μεγάλα θεσμικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, ποιες κανονιστικές δυσλειτουργίες συνεισέφεραν στην οικονομική κρίση; Τα περισσότερα συνδέονται με τον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας:
Η ενδυνάμωση και αυτονόμηση της εκτελεστικής εξουσίας, η υποχώρηση της νομοθετικής και του κοινοβουλευτικού έλεγχου, η τεχνοκρατική διακυβέρνηση που μεταφέρει τις περισσότερες καίριες πολιτικές αποφάσεις από τους πολιτικούς στις ανεξάρτητες αρχές, τους μάνατζερ και τις «απολιτικές» κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού.
Αποτέλεσμα όλων αυτών, η διογκούμενη αδιαφορία των πολιτών για την πολιτική. Πίσω από όλα βρίσκεται η γενικότερη απίσχνανση των δημοκρατικών λειτουργιών.
Η διαβούλευση για το Σύνταγμα, κάτι σπάνιο στην Ευρώπη, αναγνωρίζει το συνταγματικό παράδοξο και το δημοκρατικό έλλειμμα δίνοντας μια συμβουλευτική θέση στους πολίτες. Η αναθεωρητική εξουσία της Βουλής παραμένει αλώβητη. Ας ελπίσουμε ότι η προσομοίωση συντακτικής εξουσίας και άμεσης δημοκρατίας της διαβούλευσης θα χαρακτηρίσει το περιεχόμενο της αναθεώρησης.
* Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής Πολιτικής και Νομικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου
Πηγή: efsyn.gr
Οταν ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε πέρσι το καλοκαίρι την πρωτοβουλία αναθεώρησης του Συντάγματος και κατάρτισε την επιτροπή οργάνωσης της δημόσιας λαϊκής και κοινωνικής διαβούλευσης, η αρνητική αντίδραση έγκριτων συνταγματολόγων πλησίασε τα όρια της γνωστής επιθετικής και απαξιωτικής υπερβολής, με την οποίααντιμετωπίζεται κάθε κυβερνητική πρόταση.
Για κάποιους οι δημόσιες διαβουλεύσεις είναι «τραγελαφικές και ασυνάρτητες […] και αποτελούν μια ανοιχτή πρόκληση, μια συνταγματική ασέβεια προς το Κοινοβούλιο, στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού και του έθνους». Για άλλους, η χρήση του όρου «θεσμοί άμεσης δημοκρατίας» είναι στην καλύτερη περίπτωση εσφαλμένη και στη χειρότερη παραπλανητική.
Οι θεσμοί αυτοί «καλλιεργούν τη λογική της παντοδυναμίας του λαού». Θα έλεγε κανείς ότι οι συνταγματολόγοι έχασαν προς στιγμή τη φρόνηση και αυτοσυγκράτηση που επιβάλλει η επιστημονική γνώση και πειθαρχία και μετέφρασαν πολιτικές και ιδεολογικές προτιμήσεις ή και προσωπικές φιλοδοξίες στο ιδίωμα του ουδέτερου και αμερόληπτου λόγου της γνώσης.
Οι πρόσφατες επιθέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης στη συνταγματική διαβούλευση επιβεβαιώνουν τον ιδεολογικό χαρακτήρα της επίθεσης.
Πρέπει να έχουν οι συνταγματολόγοι καίριο και κεντρικό λόγο στις κατευθύνσεις της συνταγματικής αναθεώρησης; Βέβαια. Οπως και οι δάσκαλοι, οι γιατροί και οι αγρότες.
Στη συζήτηση για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου, για τα νέα δικαιώματα στην εποχή της γενικής διάνοιας, για τη συνταγματική κατοχύρωση παλιών και νέων θεσμών, όλοι μας έχουμε λόγο και ρόλο.
Στην πρώτη φάση διαβούλευσης για την αναθεώρηση, οι συνταγματολόγοι έχουν τον ίδιο ρόλο με τους υδραυλικούς στα σχέδια κατασκευής ενός σπιτιού ή τους γεωπόνους που συμβουλεύουν τον υπουργό για το πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης. Θα δώσουν τις τεχνικές τους συμβουλές όταν ο σκοπός και το μέγεθος της αναθεώρησης έχει αποφασιστεί πολιτικά.
Οταν η λαϊκή πρωτοβουλία και οι κυβερνητικοί και κοινοβουλευτικοί αποδέκτες της έχουν συγκροτήσει το σχέδιο της αναθεώρησης, οι συνταγματολόγοι θα δώσουν τη σοφία τους πριν μπει στη διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα.
Ο σχεδιασμός και οι ουσιαστικές αποφάσεις όμως δεν είναι δουλειά των τεχνικών, αλλά αυτών που έχουν το όραμα και την ευθύνη. Οι τεχνικοί, οι συνταγματολόγοι εν προκειμένω, θα βοηθήσουν στη νομικά ορθή διατύπωση των προτάσεων όταν αυτές έχουν διαμορφωθεί.
Ο τέως στο Χάμστεντ
Δίδαξα το Βρετανικό Συνταγματικό Δίκαιο για τριάντα χρόνια. Η πιο μεγάλη ικανοποίηση ήταν ότι δεν μπορείς να εξηγήσεις το άγραφο Σύνταγμα χωρίς να συζητήσεις πολιτικά γεγονότα και συγκρούσεις στις οποίες οι συνταγματικοί κανόνες αποκτούν υπόσταση και νόημα.
Διαφορετικά παραμένουμε σ’ ένα συνταγματικό φετιχισμό, στον οποίο η συνεχής παράθεση άρθρων, παραγράφων και κανόνων αντικαθιστά την ανάγνωση του κειμένου ως ενός ζωντανού οργανισμού που αναπαράγεται στις κοινωνικές συνθήκες και προσαρμόζεται στην ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων.
Αλλά ποια είναι η σχέση πολιτικής και Συντάγματος; Τεχνικά, το Σύνταγμα κωδικοποιεί τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, προσδιορίζει και περιορίζει τους θεσμούς και βάζει στο κράτος και τους πολιτικούς την απαραίτητη τάξη και προβλεψιμότητα.
Οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης και των κομμάτων βρίσκονται στο κείμενο του τυπικού Συντάγματος. Αποτελεί έναν μετρονόμο της εξουσίας, χάρτη εσωτερικών ισορροπιών και εξωτερικών συνόρων και περιορισμών, του τρόπου με τον οποίο η δημόσια και ιδιωτική εξουσία σχετίζεται με την κοινωνία και τον πολίτη.
Αλλά με μια γενικότερη και ιστορική έννοια, το Σύνταγμα συμπυκνώνει και εκφράζει τον συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων τη στιγμή της συγγραφής του. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αποτελεί ένα shopping list του κάθε μεγαλόστομου πολιτικού που χρησιμοποιεί το Σύνταγμα για να μονιμοποιήσει μία παροδική πολιτική υπεροχή.
Το τεχνικό Σύνταγμα λοιπόν αποτελεί τον κανονισμό λειτουργίας του πολιτεύματος και των πολιτικών ελίτ, ενώ το ουσιαστικό το κατευθυντήριο πνεύμα της συλλογικής οργάνωσης μιας πολιτείας. Γι’ αυτό πρέπει να είναι λιτό και οραματικό. Γι’ αυτό πρέπει η αναθεώρηση να συζητήσει τις αρχές και το όραμα πριν από τις επί μέρους διατάξεις.
Το Αγγλικό άγραφο Σύνταγμα δεν έχει αλλάξει στα βασικά χαρακτηριστικά του για τέσσερις αιώνες. Η ηγεμονία της αστικής τάξης και της πολιτικής Δεξιάς αποτελούν πολύ πιο ισχυρή εγγύηση σταθερότητας από τις διάφορες προσπάθειες των λεγόμενων «αυστηρών» Συνταγμάτων να αποτρέψουν την αναθεώρηση διατάξεών τους.
Το άρθρο 108 του Συντάγματος του 1951 λέει ότι ουδέποτε δεν αναθεωρούνται οι διατάξεις που καθορίζουν τη μορφή του πολιτεύματος ως βασιλευόμενη δημοκρατία. Είναι απολύτως αντίθετο από τη βρετανική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η κυρίαρχη Βουλή μπορεί με απλή πλειοψηφία να αλλάξει ή να καταργήσει όλους τους υπάρχοντες θεσμούς περιλαμβανόμενης και της βασιλείας.
Διάβαζα το άρθρο στους Βρετανούς φοιτητές μου και πρόσθετα ότι ο τέως βασιλιάς ζει στο λονδρέζικο προάστιο του Χάμστεντ.
Συντακτική και συντεταγμένη εξουσία
Ο σύγχρονος συνταγματισμός θεμελιώνεται σε δύο αντιφατικές αρχές. Τη λαϊκή κυριαρχία, σύμφωνα με την οποία όλες οι εξουσίες προέρχονται από τον λαό και ασκούνται προς όφελός του. Αλλά οι υπάρχουσες συνταγματικές μορφές και θεσμοί περιορίζουν και πολλές φορές ματαιώνουν την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Ο λαός είναι κυρίαρχος αλλά η κυριαρχία του είναι περιορισμένη.
Οπως έλεγε ο Ντε Μεστρ ο λαός είναι «ένας κυρίαρχος που δεν ασκεί την κυριαρχία του». Ο Ζαν-Ζακ Ρουσό, από την άλλη, που υποστήριζε την άμεση δημοκρατία, κορόιδευε τον «αγγλικό λαό που θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο. Αλλά κάνει λάθος. Είναι ελεύθερος μόνο όταν εκλέγει τα μέλη του Κοινοβουλίου.
Μόλις εκλεγούν η σκλαβιά επιστρέφει». Αυτό είναι το περίφημο «συνταγματικό παράδοξο, που παίρνει διάφορες μορφές: την αντίστιξη αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας, νόμου και πολιτικής, νομιμοποίησης και νομιμότητας. Κορυφαία έκφρασή της αποτελεί το γεγονός ότι η συντακτική εξουσία ανήκει στον λαό, αλλά ασκείται από αντιπροσώπους και σε μορφές που καθορίζει το Σύνταγμα.
Ολα τα σημαντικά Συντάγματα και πολιτικά συστήματα της νεωτερικότητας (η συντεταγμένη εξουσία) είναι αποτελέσματα της συντακτικής εξουσίας, μιας συλλογικής πολιτικής πράξης που αλλάζει τον κόσμο. Αυτή η πράξη είναι οντολογική και επιτελεστική: δηλώνει «εμείς, ο λαός», ταυτόχρονα το «ποιοι» είμαστε και τι θα γίνουμε στο μέλλον.
Αυτή η δήλωση δημιουργεί τον λαό που εμφανίζεται να εκπροσωπεί. Κάτι «μαγικό» συμβαίνει τη στιγμή που η συλλογική δράση αδράχνει τον αριστοτελικό εύθετο «καιρό» και δημιουργεί τον εαυτό της. Αυτό το «εμείς» ως συντακτική εξουσία είναι η δύναμη που αναπαράγει την κοινωνική ύπαρξη και αλλάζει τους πολιτικούς συσχετισμούς.
Ποια είναι τα μεγάλα θεσμικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, ποιες κανονιστικές δυσλειτουργίες συνεισέφεραν στην οικονομική κρίση; Τα περισσότερα συνδέονται με τον τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας:
Η ενδυνάμωση και αυτονόμηση της εκτελεστικής εξουσίας, η υποχώρηση της νομοθετικής και του κοινοβουλευτικού έλεγχου, η τεχνοκρατική διακυβέρνηση που μεταφέρει τις περισσότερες καίριες πολιτικές αποφάσεις από τους πολιτικούς στις ανεξάρτητες αρχές, τους μάνατζερ και τις «απολιτικές» κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού.
Αποτέλεσμα όλων αυτών, η διογκούμενη αδιαφορία των πολιτών για την πολιτική. Πίσω από όλα βρίσκεται η γενικότερη απίσχνανση των δημοκρατικών λειτουργιών.
Η διαβούλευση για το Σύνταγμα, κάτι σπάνιο στην Ευρώπη, αναγνωρίζει το συνταγματικό παράδοξο και το δημοκρατικό έλλειμμα δίνοντας μια συμβουλευτική θέση στους πολίτες. Η αναθεωρητική εξουσία της Βουλής παραμένει αλώβητη. Ας ελπίσουμε ότι η προσομοίωση συντακτικής εξουσίας και άμεσης δημοκρατίας της διαβούλευσης θα χαρακτηρίσει το περιεχόμενο της αναθεώρησης.
* Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής Πολιτικής και Νομικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου