ΑρχειοθήEις μνήμην του Ορφέως Μεγάλο κακό η ημιμάθεια…!!! ΛΕΙΒΗΘΡΑ : Μέχρι και έωςκη ιστολογίου

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Η ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΟΡΦΙΚΟΥΣ



Καραμάτσκος Δημήτρης
Μάστερ Θρησκειολογίας



 α) Τό κίνημα τοῦ ΄Ορφισμοῦ 

  Ὁ Ὀρφισμός ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα φιλοσοφικοθρησκευτικά κινήματα τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων μέ χαρακτήρα μυστικό καί καθαρτήριο, πού διακρίθηκε γιά τίς πολλές του ἰδιαιτερότητες, σέ σχέση μέ ἄλλα ρεύματα σύγχρονα ἤ ἀκόμη καί μεταγενέστερα. Ὡς κίνημα παρουσιάστηκε κατά τήν ἀρχαϊκή ἐποχή, ἀλλά ἡ ἐπίδρασή του ἦταν καταλυτική γιά τήν πατροπαράδοτη θρησκεία καί ἐπεκτάθηκε χρονικά μέχρι καί τήν κλασσική ἐποχή. Μέ δεδομένη τήν ὑποστηριζόμενη ἄποψη ὅτι ὁ Πυθαγορισμός καί ἡ Πλατωνική φιλοσοφία, στό βαθμό πού ἀσχολεῖται μέ τή μετά θάνατο ζωή τῆς ψυχῆς καί τήν προέλευσή της, ἀποτελοῦν τούς πνευματικούς ἀπογόνους τοῦ Ὀρφισμοῦ, γίνεται ἀντιληπτό ὅτι εἶναι ἐκπληκτική ἡ ἐπιρροή πού ἄσκησε στά σύγχρονα μ' αὐτόν ἀλλά καί στά μεταγενέστερα συγγενῆ θρησκευτικά ρεύματα, ἐνῶ κατά τούς ἐρευνητές[1] δέχθηκε ταυτόχρονα καί παράλληλα πολλές ἐπιδράσεις ἀπό αὐτά.

 Ὅπως ἀναφέρθηκε στήν εἰσαγωγή, ἔχει ὑποστηριχθεῖ ἀπό κάποιους ἐρευνητές, ὅτι εἶναι πολύ πιθανόν οἱ Θρᾶκες νά εἶναι οἱ πρῶτοι διδάξαντες στόν Ἑλληνικό χῶρο τή θεωρία τῆς μετενσάρκωσης. Ὁ Ὀρφέας[2], πού κατάγεται ἀπό τή Θράκη, θεωρεῖται ὡς εἰσηγητής τῆς θεωρίας αὐτῆς καί γενικά οἱ Ὀρφικοί θεολόγοι[3] οἱ πρῶτοι ἐκπρόσωποι στόν ἑλληνικό χῶρο τῆς διδασκαλίας τῆς μετενσάρκωσης[4]. Μέ τόν Ὀρφισμό οἱ ἀπόψεις περί ψυχῆς καί πέραν τοῦ τάφου ζωῆς διαμορφώνονται σ' ἕνα συγκροτημένο σύστημα σαφῶς διαφοροποιημένο ἀπό τίς ὑπάρχουσες ἀπόψεις μέχρι τήν ἐποχή πού ἐμφανίσθηκε, πού ἐπηρεάζει τή σκέψη τῶν φιλοσόφων, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μέ τά θέματα αὐτά.

 Ἐπειδή δέν ἔχουν καταλειφθεῖ συγγράμματα μέ συστηματοποιημένη τήν ὀρφική διδασκαλία, στοιχεῖα τῶν ὀρφικῶν ἀντιλήψεων ἀνευρίσκουμε διάσπαρτα στά ἔργα συγγραφέων πού, ὅπως δέχονται πολλοί ἐρευνητές, ἀπηχοῦν τίς ὀρφικές ἀπόψεις.[5] Ἐπίσης ὁ σύγχρονος ἐρευνητής δέ θά συναντήσει συχνά τόν ὅρον «Ὀρφικοί», μέ τήν ἔννοια πού σήμερα θά ἀνέμενε ὁ μελετητής τοῦ ὀρφικοῦ ρεύματος,[6] ἔστω καί ἄν ὁ Ὀρφισμός ἀποτελεῖ μιά ἰδιαίτερη περίπτωση μέσα στό σύμπλεγμα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν μυστηρίων καί ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα θρησκευτικοφιλοσοφικά ρεύματα τῆς ἀρχαιότητας.

 Ὁ παλαιότερος Ὀρφισμός παρουσιάζεται ὡς ἕνα ρεῦμα μέ δοξασίες πού δέν θά τίς χαρακτηρίζαμε μοναδικές στόν θρησκευτικό καί φιλοσοφικό χῶρο πού κάλυπταν, γιατί παρόμοιες δοξασίες διατύπωναν καί ἄλλα συγγενικά, θρησκευτικά κυρίως, ρεύματα. Ἡ ὀρφική διδασκαλία βρῆκε στήριγμα καί βάση τήν αὐθεντικότητα πού διέθεταν παλαιότερα ἔπη, ὅπως ἡ Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου, πού ἀποτέλεσε τό πρότυπο τῆς ὀρφικῆς Θεογονίας.[7]

 Ὑποστηρίχθηκε ὅτι εἶναι πιθανόν νά ἐπηρεάστηκαν οἱ Ὀρφικοί ἀπό πυθαγορικές διδασκαλίες καί νά τίς παρουσίασαν ὡς ὀρφικές, ἐφόσον δέν εἶναι εὔκολο νά ὁριοθετηθοῦν χρονικά οἱ ἀφετηρίες τοῦ Ὀρφισμοῦ καί νά διακριθοῦν ἰδεολογικά ἀπό τόν Πυθαγορισμό. Αὐτή ἡ ἐκδοχή ὅμως δέ φαίνεται νά ἔχει πιθανά ἐρείσματα κατά τόν Rohde,[8] γιατί, ἐνῶ οἱ ἑκατέρωθεν ἐπιρροές δέν εἶναι καθόλου εὔκολο νά διακριθοῦν καί νά ὁριοθετηθοῦν, στά ἀποσπάσματα πού βρίσκουμε σέ ὀρφικά ποιήματα, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστα ἴχνη πυθαγορικοῦ μυστικισμοῦ τῶν ἀριθμῶν, δέν ἀνευρίσκουμε τίποτε πού νά μᾶς πείθει γιά τήν προέλευση τῶν ὀρφικῶν διδασκαλιῶν ἀπό πυθαγορικές πηγές. Τό ἀπόσπασμα τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, πού ἀναφέρεται στόν Ἴωνα ἀπό τή Χίο, εἰσάγει ἤδη τόν προβληματισμό τῆς ὁμοιότητας τῶν ὀρφικῶν καί τῶν πυθαγόρειων πηγῶν.[9] Ὁ Ἐπιγένης, γράφει ὁ Ἴων, στό ἔργο του γιά τήν ποίηση, πού ἀποδίδεται στόν Ὀρφέα, λέει ὅτι ἡ Κάθοδος στόν Ἅδη καί ὁ Ἱερός λόγος εἶναι ἔργα τοῦ πυθαγόρειου Κέρκωπα, ἐνῶ ὁ Πέπλος καί τά Φυσικά εἶναι ἔργα τοῦ Βροντίνου.

 Πιθανότερο φαίνεται νά εἶναι ὅτι οἱ ὀρφικοί ἐπηρέασαν τούς Πυθαγόρειους φιλοσόφους. Ὅσον ἀφορᾶ δέ στή διδασκαλία τῆς μετενσάρκωσης πρέπει νά προϋπῆρχε ἤδη στήν Κάτω Ἰταλία, προτοῦ νά τήν ἐπισκεφθεῖ γιά πρώτη φορά ὁ Πυθαγόρας. Στά μυστικά τῆς διδασκαλίας αὐτῆς εἶχε προσχωρήσει ὁ Ὀνομάκριτος, σύγχρονος τοῦ Πυθαγόρα, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὁ ἱδρυτής ὀρφικῶν θρησκευτικῶν αἱρέσεων στήν Ἀθήνα.[10]

 Ἡ ἀρχαία λατρεία τοῦ Θρακικοῦ Διόνυσου καί ὁ φανατικός χαρακτήρας πού αὐτή εἶχε γιά τούς ὀπαδούς του εἶναι σίγουρα ἕνα βασικό στοιχεῖο πού λείπει ἀπό τήν πυθαγόρεια διδασκαλία καί αὐτό μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς τεκμήριο γιά τήν παλαιότητα τοῦ Ὀρφισμοῦ σέ σύγκριση μέ τόν Πυθαγορισμό, καί γιά τήν ἀνεξάρτητη ἀπό τόν Πυθαγορισμό ἀνάπτυξή του.

 Ὁ Ὀρφισμός ἐνῶ εἶχε θρησκευτικό χαρακτήρα, δέν διέθετε δικούς του ναούς καί εἰκόνες θεῶν, ἀλλά διέθετε ἱερατεῖο, τό ἱερατεῖο τῆς λατρείας τοῦ δωδεκάθεου, πού ἀποδέχθηκε τή διδασκαλία τοῦ Ὀρφισμοῦ καί ἦταν ἀφιερωμένο στή μυστηριακή λατρεία του, στήν ὁποία μποροῦσαν νά συμμετάσχουν μόνον οἱ μυημένοι. Ὅπου ἐμφανίσθηκε σάν κίνημα θρησκευτικό παρουσιάσθηκε καί μᾶς εἶναι γνωστό ὡς κλειστή κοινότητα μέ κανονικό λατρευτικό τελετουργικό.

 Οἱ διαφορές τοῦ Ὀρφισμοῦ ἀπό τόν Πυθαγορισμό δέν εἶναι δογματικῆς φύσης, ἀλλά κυρίως τελετουργικοῦ καί λατρευτικοῦ περιεχομένου[11]. Ὁ Ὀρφισμός λατρεύει τόν Διόνυσο, ἐνῶ ὁ Πυθαγορισμός τόν Ἀπόλλωνα. Κατά τόν K. Reinhardt[12] οἱ θεοί τῶν Ὀρφικῶν βρίσκονται στό μέσον μεταξύ τῶν παλαιῶν θεῶν τῆς ἀρχαιότητας καί τῶν θεῶν τοῦ Πλάτωνα. Παράλληλα θά μπορούσαμε νά παρατηρήσουμε ὅτι ἡ ὀρφική διδασκαλία παρέμεινε σέ μυθολογικό ἐπίπεδο, ἐνῶ οἱ Πυθαγόρειοι προσπάθησαν νά ἐκλογικεύσουν ὡς ἕνα βαθμό τό σύστημά τους καί νά τοῦ δώσουν ἕνα κατ΄ ἐπίφαση φιλοσοφικό χρῶμα.

 Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο πού διαφοροποιοῦσε τίς ὀρφικές κοινότητες ἀπό τίς πυθαγόρειες εἶναι ἡ χρήση τελετουργικῶν βιβλίων[13], ἐνῶ οἱ Πυθαγόρειοι ἀπέφευγαν τόν γραπτό λόγο.

  Θά μποροῦσε νά ὑποστηριχθεῖ[14] ὅτι ὁ ὀρφισμός ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἑλληνική θρησκεία πού χρησιμοποιοῦσε θρησκευτικά βιβλία[15], πού δέ διασώθηκαν βέβαια αὐτούσια, ἀλλά καταγράφηκαν ἀργότερα σέ ἔργα μεταγενέστερων συγγραφέων, μέ τίς ἀλλοιώσεις πού ἦταν φυσικό νά ἔχουν ὑποστεῖ, καθώς μεταφέρονταν σέ ρέουσα κατάσταση ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή.


 β) Διδασκαλία 

 Ἕνα σημαντικό στοιχεῖο τῆς Ἡσιόδειας μεταφυσικῆς ἀποτελοῦσε ἡ ἰδέα τῆς ἀνταποδοτικῆς δικαιοσύνης. Ἡ ἀπόδοση τῆς δικαιοσύνης, πού ἀπαιτοῦσε γιά τήν ἄλλη ζωή ὁ Ἡσίοδος, ὑπῆρξε κατά τόν M. Nilsson[16] ἡ κατευθυντήρια ἰδέα γιά τόν Ὀρφισμό, ὁ ὁποῖος ξεκινώντας ἀπ' αὐτήν διακήρυξε τήν ἰδέα τῆς ἀνταπόδοσης, πού ξεκινάει ἀπό τή ζωή αὐτή καί ἐπεκτείνεται στή μέλλουσα. Οἱ ἠθικοί κανόνες τοῦ Ὀρφισμοῦ εἶναι συγγενείς μέ αὐτούς τῆς Ἡσιόδειας ἠθικῆς, πού ὁ χαρακτήρας τους καί οἱ νομικές σέ ἠθικό ἐπίπεδο διαστάσεις τους ἦταν ἀπαιτήσεις τοῦ δελφικοῦ ἠθικισμοῦ καί οἱ ρίζες τους ἴσως πρέπει ν' ἀναζητηθοῦν στήν νομική ἀντίληψη πού διέτρεχε τόν δελφικό ἠθικισμό. Ἡ ἀναγκαιότητα τῶν καθάρσεων, καί οἱ καθάρσεις, πού ἀπαιτοῦσε ὁ δελφικός Ἀπόλλων, ἐμφανίζονται πολύ συγγενικές μέ αὐτές τῶν Ὀρφικῶν, καί στό σημεῖο αὐτό ὁ M. Nilsson διαπιστώνει τήν στενή σχέση μεταξύ τοῦ Ὀρφέα καί τοῦ Ἀπόλλωνα.[17]

 Ὀρφικές διδασκαλίες ἀνευρίσκονται σέ συγγράμματα ἀρχαίων συγγραφέων καί ποιητῶν, πού φαίνεται ὅτι εἶχαν ἐπηρεασθεῖ ἀπό τούς ὀρφικούς θεολόγους καί φιλοσόφους, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι εἶχαν προσχωρήσει στό ὀργανωμένο κίνημα τοῦ Ὀρφισμοῦ. Ὀρφικές ἐπιδράσεις δέχθηκε καί ὁ Πλάτων, ὅπως ἐπίσης καί ὁ Πυθαγόρας, ὅπως θά ἀναπτυχθεῖ στή συνέχεια. Ὀρφικές χαρακτηρίζονται ἀπό τούς ἐρευνητές οἱ ἀντιλήψεις πού ἐκφράζει ὁ Πίνδαρος στό ἀπόσπασμα 131 (96)[18] ἤ στόν 2ο Ὀλυμπιόνικο[19], ὅταν ἀπευθύνεται στόν τύραννο τοῦ Ἀκράγαντα Θήρωνα, μυημένο στήν ὀρφικοπυθαγορική διδασκαλία, ἀπό τήν ὁποία παραλαμβάνει τά θεραπευτικά του λόγια ἐκφράζοντας παράλληλα τήν πεποίθηση, ὅτι τά μυστήρια (ὀρφικά) ἐξασφαλίζουν μιά εὐτυχισμένη ζωή ὕστερα ἀπό τόν θάνατο καί μποροῦν ἔτσι νά προσφέρουν στόν ἄνθρωπο ἐλπίδα καί παρηγοριά.

 Κατά τόν Πίνδαρο σύμφωνα μέ τή διδασκαλία πού ἦταν συνυφασμένη μέ τά ὀρφικά μυστήρια, οἱ ἀγαθοί στήν ἄλλη ζωή δέ θά χρειάζεται πλέον νά κοπιάζουν στούς ἀγρούς καί στή θάλασσα, ἀλλά θά ἀπολαμβάνουν τά ἀγαθά γιά τήν ἐνάρετη διαγωγή πού ἐπέδειξαν κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους. Οἱ πιστοί στούς ὅρκους τους ἐνώπιον τῶν θεῶν θά περάσουν τήν ζωή τους μέ μακαριότητα καί εὐτυχία κοντά στούς θεούς, χωρίς στενοχώριες καί δάκρυα, ἐνῶ οἱ ἄλλοι θά ὑποφέρουν πόνους, πού θά εἶναι ἀδύνατο καί νά τούς ἀντιμετωπίσει κανείς. Ἐκεῖνοι πού τελειώθηκαν σ' αὐτή τή ζωή, διαμένοντας τρεῖς φορές σ' ἀμφότερους τούς τόπους, στήν ἐπίγεια καί στήν μετά θάνατο ζωή, καί προσπαθώντας νά κρατηθοῦν μακρυά ἀπό τήν ἀδικία, βαδίζουν τόν δρόμο πού ἔχει ὑποδείξει ὁ Δίας καί γιά ἀμοιβή τῆς ἐνάρετης συμπεριφορᾶς τους θά καταλήξουν στή νῆσο τῶν μακαρίων, ὅπου κυρίαρχος εἶναι ὁ Ραδάμανθυς, ὁ συγκάθεδρος τοῦ Δία, μαζί μέ τόν Πηλέα καί τόν Κάδμο. Οἱ ψυχές πού εἶναι ἀνόσιες στέλνονται πίσω στόν ἐπάνω κόσμο, γιά νά τιμωρηθοῦν, καί ἀντίστοιχα ὅσες ψυχές στόν ἐπάνω κόσμο γίνονται ἀνόσιες καί ἀσεβεῖς καί διαπράττουν ἐγκλήματα στέλνονται γιά τιμωρία μέχρι τήν ἑπόμενη ἐνσάρκωσή τους στόν κάτω κόσμο.

 Παρόμοιους ἰσχυρισμούς διατυπώνει γιά τόν Πίνδαρο καί ὁ M. Nilsson,[20] ὅταν γράφει ὅτι ὁ Πίνδαρος στήν Ὠδή στόν Θήρωνα ἐπαναλαμβάνει ἀπόψεις καί ἰδέες Ὀρφικές, πού εἶχε γνωρίσει στή Σικελία, ἀπ' ὅπου, καθώς καί ἀπό τή Μεγάλη Ἑλλάδα, προέρχονται πολλές γραπτές μαρτυρίες καί πολλοί συγγραφεῖς, πρᾶγμα πού δέν πρέπει νά παραγνωρισθεῖ.

 Ἀνεκτίμητες εἶναι οἱ πληροφορίες πού μᾶς ἔχει διασώσει ὁ Πίνδαρος σχετικά μέ τήν πίστη στή μετενσάρκωση, τήν ὁποία δέν τήν χαρακτηρίζει ξεκάθαρα ὡς ὀρφική, ἀλλά εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ Πίνδαρος κινεῖται στά πλαίσια τῆς ὀρφικῆς κοσμοθεωρίας. Καί κατά τόν A. Lesky οἱ ἀντίστοιχοι στίχοι τοῦ 2ου Ὀλυμπιόνικου καί τό ἀπόσπασμα 129-133[21] ἀφοροῦν στόν βασιλιά Θήρωνα τοῦ Ἀκράγαντα κι ἀνήκουν ἔτσι στόν κατωιταλικό χῶρο πού δέχθηκε θεωρίες, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦσαν θέματα μυστικισμοῦ, ὅπως μαρτυρεῖται καί ἀπό τά κατωιταλικά χρυσά φύλλα, πού ὁ Diels τά ὀνόμασε «νεκροδιαβατήρια«, καί τά ὁποῖα συνόδευαν τούς νεκρούς στόν τάφο καί τούς βοηθοῦσαν νά βροῦν στόν κάτω κόσμο τό σωστό δρόμο. Τά χρυσά φύλλα ἦταν ἐλάσματα πού τοποθετοῦσαν στούς τάφους ὅσων εἶχαν μυηθεῖ στόν Ὀρφισμό, γιά νά εἶναι ἡ ψυχή τους κατάλληλα ἐφοδιασμένη καί ἐνημερωμένη κατά τή συνάντησή της μέ τόν Πλούτωνα στόν κάτω κόσμο. Βεβαίωναν ὅτι ἡ ψυχή ἦταν καθαρή καί θά γινόταν Θεός, γι΄ αὐτό καί ἦταν μακαριστή. Στήν Κάτω Ἰταλία[22] ἔχουν βρεθεῖ τά περισσότερα χρυσά ἐλάσματα σέ νεκροταφεῖα, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦνταν γιά τήν ταφή ἀποκλειστικά τῶν μυημένων, ἐνῶ δέ λείπουν καί ἀπό τήν Κυρίως Ἑλλάδα. Τέτοια χρυσά ἐλάσματα ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ καί στόν κυρίως ἑλλαδικό χῶρο, ὅπως αὐτά πού ἀνευρέθησαν στήν Κρήτη καί στή Θεσσαλική Φάρσαλο.


 γ) Ἡ ψυχή 

 Κατά τούς Ὀρφικούς ἡ ψυχή εἶναι αὐτόνομη, χωρίς ἐξάρτηση ἀπό τό σῶμα καί ἕλκει τήν καταγωγή της ἀπό τόν Θεό. Πρίν ἀπό τόν Πλάτωνα καί ἀπό τήν προπλατωνική φιλοσοφία ὁ ὅρος ψυχή ὑφίσταται καί ἡ ἔννοιά του στή συνείδηση τοῦ λαοῦ ἦταν ἤδη διαμορφωμένη, ὅπως ἐμφαίνεται στά ἔργα τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Ἡσίοδου τοῦ Πίνδαρου[23] κτλ. Ὁ Πλάτων βρῆκε τήν ἤδη καθιερωμένη χρήση τοῦ ὅρου ψυχή καί τόν συνέδεσε μέ τή θεωρία τῶν Ἰδεῶν, στήν ὁποία εἶχε προσθέσει καί τή διδασκαλία του περί τῆς ψυχῆς.[24]

 Ὡς αὐτόνομο στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης[25] καί ἔχοντας καταγωγή θεϊκή θεωρήθηκε ἀπό τούς Ἕλληνες, πού τούς διέκρινε ἡ λογική,[26] ὡς προϋπάρχουσα τῆς ἐνσώματης παρουσίας της καί τό ἐρώτημα πού ἦταν φυσικό νά τεθεῖ ἦταν, ποῦ ζοῦσε ἤ ποῦ ὑπῆρχε πρίν ἀπό τήν ἐνσώματη παρουσία της. Ἡ ἀπάντηση πού δόθηκε στό ἐρώτημα αὐτό ἦταν ὅτι κάποτε ζοῦσε μέ τούς θεούς ἀπολαμβάνοντας τή θεία μακαριότητα. Ἔπειτα ὅμως ξέπεσε καί ἀποβλήθηκε ἀπό τήν παραδείσια κατάσταση, στήν ὁποία εἶχε ταχθεῖ ἀπό τούς θεούς νά ζεῖ, καί γιά τιμωρία ἐγκλείσθηκε στό σῶμα.

 Ὁ Ἀριστοτέλης[27] ἀναφέρει «λόγον» «ἐν τοῖς ὀρφικοῖς καλουμένοις ἔπεσιν», κατά τόν ὁποῖον ἡ ψυχή εἰσέρχεται στούς ἀνθρώπους διά τῆς ἀναπνοῆς καί ἀποτελεῖ μέρος ἑνός ὅλου. Ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ ψυχή εἰσέρχεται διά τῆς ἀναπνοῆς στό σῶμα ἀπηχεῖ, κατά τόν M. Nilsson,[28] πού ἀποδέχεται τήν ἀντίστοιχη τοῦ O. Kern, τήν ἀρχαία λαϊκή ἀντίληψη, ὅτι ἡ γονιμότητα εἶναι συνδεδεμένη μέ τόν ἄνεμο.

 Ὡς πρός τή σύνθεση τῆς ψυχῆς κατά τήν ὀρφική ψυχοθεωρία αὐτή συνίσταται ἀπό δύο μέρη, τό τιτανικό καί τό διονυσιακό, πού ἐκφράζουν τό γήινο καί τό θεϊκό στοιχεῖο ἀντίστοιχα, ἐνῶ ἡ πρόοδος στήν ἀρετή ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπό τήν ἐπικράτηση τοῦ διονυσιακοῦ στοιχείου στόν ἄνθρωπο.

 Ἐδῶ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐπισημανθεῖ ἡ ἀνθρωπολογική ἀντίληψη τοῦ Ὀρφισμοῦ, πού ἐπηρεάζει ἄμεσα τήν τοποθέτησή του ἀπέναντι σ΄ ὅλα τά ἐπί μέρους ἀνθρωπολογικά ζητήματα. Αὐτή συνδέεται μέ τόν μῦθο γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου,[29] πάνω στόν ὁποῖο θεμελιώνεται ἡ ὀρφική ἐσχατολογία, καί τήν ὀντολογική συνάφειά του μέ τόν Θεό Διόνυσο τόν Ζαγρέα, πού ἀποτελεῖ γιά τούς Ὀρφικούς τήν κεντρική μορφή τῆς λατρευτικῆς τους θρησκευτικότητας, καί ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀντικαθίσταται ἀπό τόν Θεό Διόνυσο.

 Κατά τήν Ὀρφική ἀνθρωπογονία[30] οἱ Τιτάνες, θεϊκές μορφές μοχθηρές, πού νικήθηκαν ἀπό τούς θεούς κατά τήν Τιτανομαχία, εἶναι οἱ αὐτουργοί τῶν παθημάτων τοῦ θεοῦ Διόνυσου Ζαγρέα, γιατί τόν κατεσπάραξαν, ὅταν ἦταν στήν παιδική ἡλικία καί κατεβρόχθισαν τά μέλη του. Ὁ Δίας τιμώρησε γιά τήν πράξη τους αὐτή τούς Τιτάνες μέ τούς κεραυνούς του καί τούς κατέκαυσε. Ἀπό τόν καπνό πού δημιουργήθηκε, ἤ κατά μία ἄλλη ἐκδοχή ἀπό τήν τέφρα τους, δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος. Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος ἀπό τή γέννησή του φέρει μέσα του δυό ἀντιθετικά στοιχεῖα. Τό τιτανικό στοιχεῖο, τήν τιτανική κληρονομιά[31], πού ἀντιπροσωπεύει τό κακό κληρονομημένο στοιχεῖο στήν ἀνθρώπινη φύση, ὁτιδήποτε ἔχει σχέση μέ τήν ὕλη καί τή σωματική του ὑπόσταση, καί τό διονυσιακό, τό θεϊκό, τό ἀνώτερο ἀπό τήν ὕλη στοιχεῖο, πού ἐκφράζεται μέ τό ψυχικό καί πνευματικό του περιεχόμενο. Στόν μῦθο αὐτό διαπιστώνει κανείς τή δυαλιστική ἀντίληψη τοῦ Ὀρφισμοῦ, πού ἐπηρεάζει ἀργότερα καί τόν Πλάτωνα, ἀλλά καί τόν «ἀφορισμό» τοῦ «ὀρφικοῦ» πιστοῦ ἀπό τούς συνανθρώπους του καί τελικά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τόν κόσμο.[32]

 Κατά τόν W. Burkert ὁ μυθικός Διόνυσος καί ὁ διονυσιακός μῦθος, ὅπως τόν ἐκθέσαμε, «συμβολίζει τή θεία ἀρχή, ἡ ὁποία σ' αὐτόν τόν κόσμο διατηρεῖται στό πλῆθος τῶν πραγματικῶν σωμάτων, γιά νά ἐπανασυντεθεῖ ξανά καί νά ἐπανέλθει στήν πρωτογενῆ της ἑνότητα».[33]

 Ἐπανερχόμενοι στίς ἀντιλήψεις τῶν Ὀρφικῶν γιά τήν ψυχή ἐπισημαίνουμε τήν πίστη τους ὅτι σέ ὅλα τά ἔμψυχα ὑπάρχει κάποια ἐσωτερική ἀτομικότητα, ἕνα σταθερό καί ἀνεξάρτητο Ἐγώ, ἕνα πνευματικό στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης, πού ἀνήκει στήν ψυχή, καί πού τήν κάνει νά διαφοροποιεῖται ἀπό τό σῶμα καί χαρακτηρίζει τά ζωντανά ὄντα. Ὅλα τά ζῶντα ὄντα, τίς τύχες τῶν ὁποίων ἀναφέρει ὁ Πρόκλος,[34] εἶναι μέτοχα αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ στοιχείου, τῆς ψυχῆς. Ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά τήν προσβάλει· εἶναι ἀθάνατη.[35] Ἡ ἀθανασία πού ἄλλοτε ἦταν προνόμιο μόνο τῶν θεῶν γίνεται τώρα προνόμιο καί χαρακτηριστικό καί τῶν ἀνθρώπων. Στόν ἑλλαδικό χῶρο «πρῶτοι οἱ Ὀρφικοί ἐκ θρησκευτικῶν ὁρμώμενοι προϋποθέσεων ἀπεδέχοντο τήν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς», σημειώνει καί ὁ Μ. Ὀρφανός[36].

 Μέ τήν εἰσαγωγή αὐτῆς τῆς καινούργιας θεώρησης ἀνατρέπεται ἡ κρατοῦσα ἀντίληψη γιά τή θέση τοῦ ἀνθρώπου στό παγκόσμιο γίγνεσθαι καί πραγματοποιεῖται μιά ἐπαναστατική ἀλλαγή στή φιλοσοφική καί ἠθική θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας.[37]

 Οἱ Ὀρφικοί φαίνεται ὅτι εἶναι οἱ πρῶτοι στήν μεταομηρική ἐποχή πού διαμορφώνουν μιά διδασκαλία, ἡ ὁποία περιέχει συγκεκριμένες καί μέ σαφήνεια διατυπωμένες εἰκόνες καί παραστάσεις γιά τήν πορεία τῆς ψυχῆς μετά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα, γιά τή μετά θάνατον ζωή, γιά τίς ἀμοιβές καί γιά τήν κόλαση. Αὐτές οἱ παραστάσεις καί ἀντιλήψεις διαμορφώνονται ἀφοῦ περάσουν διάφορα στάδια καί γίνουν στήν ἀρχή κτῆμα καί προνόμιο τῶν λίγων, τῶν μυημένων, ἐνῶ ἀργότερα μέ τή συνεχῆ ἐξάπλωσή τους γίνονται περισσότερο λαϊκές καί συνδέονται στενά μέ τή διδασκαλία τῆς μετενσάρκωσης.[38]

 Στόν μῦθο τῆς πτώσης τῶν ψυχῶν, ὅπως τόν περιγράφει ὁ Πλάτων διαφαίνεται ἡ ὀρφική ἀντίληψη γιά τή διαδικασία πού ἀκολουθοῦν οἱ ψυχές στόν κύκλο τῆς ζωῆς, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς μετενσάρκωσης.[39] Στόν μῦθο αὐτό τοῦ Πλάτωνα ὅμως δέ διδάσκεται ἁπλῶς ἡ μετενσάρκωση, γιατί τό οὐσιαστικό δέν εἶναι ἡ περιπλάνηση τῶν ψυχῶν, ἀλλά ἡ πτώση καί ἡ ἄνοδός τους, ἡ διαβάθμιση πού ἐπιτυγχάνουν ἀνάλογα μέ τή δύναμη τῶν πτερύγων ἤ τό βάρος τους, ὅπως ἀναλύονται στόν μῦθο. «Τό παιχνίδι μέ τά φτερά πλέκεται μέ τόν Ὀρφικό κόσμο καί ἀφήνει τόν μῦθο νά κινεῖται ἐλεύθερα σ΄ ἐκείνη τήν εἰρωνεία, τήν ὁποία ὁ ἐνθουσιασμός δέ μπορεῖ νά στερηθεῖ», σημειώνει ὁ Reinhardt[40]. Ἡ πλατωνική ἀλλά ταυτόχρονα καί Ὀρφική λησμονιά («λήθη«) δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά αὐτό πού στόν μῦθο περιγράφεται ὡς ἀπώλεια τῶν πτερύγων. Ὅταν ἡ ψυχή δέ μπορεῖ νά ἀκολουθήσει αὐτό πού οἱ θεοί ἐπιτάσσουν καί δέν κατορθώσει νά παραμείνει μακριά ἀπό πάθη καί νά μεταβεῖ στήν οὐράνια κατοικία τῶν θεῶν, ἐπιβαρύνεται μέ τή λησμοσύνη («λήθη») καί ξεπέφτει στή γῆ. Τότε τά φτερά της γίνονται ἀσήκωτα καί τά χάνει ξεχνώντας συγχρόνως καί τίς ἐμπειρίες ἀπό τήν οὐράνια μακαριότητα. Σέ περιόδους δέκα χιλιάδων (10.000) ἐτῶν οἱ ψυχές ἐπανακάμπτουν στήν ἀρχική τους κατάσταση, στόν ἀρχικό τόπο, ἀφοῦ προηγουμένως περάσουν ἀπό διάφορα σώματα ζώων ἤ ἀνθρώπων. Μόνο ἡ ψυχή τοῦ φιλοσόφου καί ἐκείνου πού ἀγάπησε μέ ἔρωτα φιλοσοφικό πηγαίνει στούς θεούς μετά ἀπό τρεῖς χιλιάδες (3.000) χρόνια.[41] Οἱ ἄλλες ψυχές μετά ἀπό τήν πρώτη τους ἠθική δοκιμασία στή ζωή αὐτή κρίνονται καί ἀνάλογα μέ τό ἠθικό ποιόν τῆς ἐπίγειας ζωῆς μερικές πηγαίνουν στά ὑπόγεια δεσμωτήρια τοῦ κάτω κόσμου καί ἄλλες (οἱ ἀγαθές) παραμένουν στόν οὐρανό.

 Στόν Φαῖδρο ἡ λεπτομερής κατάταξη τῶν ψυχῶν πού ἀκολουθεῖ, ὅπως καί ἡ μετενσάρκωση στηρίζονται στόν νόμο τῆς Ἀδράστειας. Ὁ νόμος τῆς Ἀδράστειας ἀπαγορεύει κατά τήν πρώτη γέννηση νά ἐμφυτευθεῖ ἡ ψυχή σέ ζῶο ἄλογο. Ἡ κατάταξη τῶν ψυχῶν στόν Φαῖδρο[42], πού ἀκολουθεῖ μέ μιά ἱεραρχική διάρθρωση, τοποθετεῖ, ὅπως εἴπαμε, σέ πρώτη θέση τήν ψυχή τοῦ φιλοσόφου ἤ τοῦ ἐραστοῦ τοῦ κάλλους ἤ τοῦ μουσικοῦ καί ἐρωτικοῦ καί τέτοιοι γίνονται ὅσες ψυχές εἶδαν καί γνώρισαν πολλά στήν ὑπερουράνια κατοικία τους. Στή δεύτερη τάξη ἀνήκουν οἱ ψυχές πού μεταβαίνουν σέ σῶμα βασιλιά, πού κυβέρνησε μέ δικαιοσύνη ἤ ἦταν πολεμιστής καί ἄξιος στή διοίκηση. Στήν τρίτη τάξη ἀνήκουν οἱ ψυχές πού ἐμφυτεύονται σέ σῶμα πολιτικοῦ ἤ ἀνθρώπου πού ἀσχολεῖται μέ οἰκονομικά καί χρήματα. Στήν τέταρτη τάξη ἀνήκουν οἱ ψυχές τῶν γιατρῶν καί τῶν γυμναστῶν, στήν πέμπτη τῶν μάντεων καί ἱεροτελεστῶν, στήν ἕκτη τῶν ποιητῶν καί καλλιτεχνῶν, στήν ἕβδομη τῶν βιοτεχνῶν καί τῶν γεωργῶν, στήν ὄγδοη τῶν σοφιστῶν καί δημαγωγῶν καί στήν ἔνατη ἀνήκουν οἱ ψυχές πού ἐνσωματώνονται σέ σώματα τῶν τυράννων. Μετά ἀπό δέκα χιλιάδες χρόνια ἐπανέρχονται ὅλες οἱ ψυχές γιά δεύτερη φορά ἐκτός ἀπό τίς ψυχές τῶν φιλοσόφων, πού ἀφοῦ ἀναλάβουν φτερά ἐπανέρχονται μετά ἀπό τρεῖς χιλιάδες χρόνια.[43]

 Μετά ἀπό κάθε μετενσάρκωση κι ἐνῶ οἱ ψυχές περιφέρονται εἴτε στόν οὐρανό εἴτε κάτω ἀπό τή γῆ ἀκολουθεῖ ἕνα δικαστήριο, γιά νά φανεῖ ὁ βαθμός κάθαρσης πού ἐπιτεύχθηκε στήν ἐπίγεια ζωή καθώς καί ἡ ἑτοιμότητα τῆς ψυχῆς νά περάσει στό βασίλειο τῶν ἰδεῶν.[44] Ἡ δικαιοσύνη ἀνταποδίδει καί ἀμείβει τούς δικαίους, ἐνῶ ἡ ποινή ἀποβλέπει στήν κάθαρση ἤ τό λιγότερο λειτουργεῖ παραινετικά καί δίνει λύση στό πρόβλημα τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἀνταπόδοσης.

 Ἐνῶ στόν Φαίδωνα ὁ Πλάτων παρουσιάζει τήν εἴσοδο μιᾶς ψυχῆς στό σῶμα ὡς συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, στόν Τίμαιο, ὅπως καί στόν Φαῖδρο, ἡ ἐνσωμάτωση τῆς ψυχῆς συμβαίνει ὡς ἀποτέλεσμα ἀδήριτης ἀναγκαιότητας. Ἡ μετενσάρκωση παρουσιάζεται σέ συνάρτηση μέ μιά κοσμογονία, πού ἀποτελεῖ θέμα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, καί στίς ἀντιλήψεις αὐτές προσδίδει ὁ Πλάτων ἐπιπλέον χαρακτήρα ἠθικό. Παρουσιάζεται ὡς ἀναγκαιότητα τῆς φυσικῆς πραγματικότητας μέ τά ἐπιστημονικά στοιχεῖα τῆς περί κοσμογονίας διδασκαλίας του.[45]

 Ὁ μῦθος τοῦ δικαστηρίου περιγράφεται ἐκτενῶς στόν Γοργία[46] μέ τούς τρεῖς δικαστές, τόν Μίνωα, τόν Ραδάμανθυ καί τόν Αἰακό, καί ἀπηχεῖ τίς ὀρφικές ἀντιλήψεις πού ὁ Πλάτων μεταφέρει. Παρόμοιες ἀντιλήψεις μεταφέρει καί στήν Πολιτεία,[47] ὅπου περιγράφεται ἡ ἀνάσταση κάποιου Ἡρός, γιοῦ τοῦ Ἀρμενίου ἀπό τήν Παμφυλία, πού διηγήθηκε ὅσα εἶδε στόν ἄλλο κόσμο καί ὅλα τά σχετικά μέ τό δικαστήριο, πού δίκαζε τίς ψυχές καί ἐπέβαλλε ποινές ἤ ἀπέδιδε ἀμοιβές ἀνάλογα μέ τίς πράξεις τους κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους.

 Ὀρφικές ἐπίσης ἀντιλήψεις καί μάλιστα ἀπό τήν Σικελία μεταφέρει ὁ Πλάτων,[48] ὅταν ἀναφέρεται στόν μῦθο, κατά τόν ὁποῖο οἱ μή κεκαθαρμένοι καί μή μυημένοι θά εἶναι ὑποχρεωμένοι νά μεταφέρουν κατά τήν μετά θάνατον ζωή τους νερό μέ τό κόσκινο, καθώς καί ὅταν ἀναφέρεται στίς ποινές πού θά ὑποστοῦν ὅσοι ἐγκληματοῦν στή ζωή αὐτή, ὅταν θά μεταβοῦν στόν Ἅδη, ὅπως ἐπίσης καί ὅταν θεωρεῖ ὅτι, ὅταν κάποιος γεννιέται, ἐπιστρέφει στή γῆ γιά νά ὑποστεῖ τόν πόνο καί τίς τιμωρίες πού εἶναι φυσικό ἐπακόλουθο τῶν ἀνόμων πράξεών του, γιατί καί ὁ ἴδιος σέ προηγούμενη ἐνσωμάτωσή του εἶχε προξενήσει σέ ἄλλους τόν ἴδιο πόνο.

 Στήν ἀντίληψη αὐτή τοῦ Πλάτωνα ὁ M. Nilsson[49] διαβλέπει ὅτι ἐμφανίζεται μιά παλιά ἀντίληψη σχετικά μέ τίς ἀμοιβές καί τίς ποινές, τήν ἀντίληψη τοῦ jus talionis (δίκαιο τῶν ἴσων τιμωριῶν) πού ἦταν κυρίαρχη στόν ἀρχαῖο κόσμο, καί μιά σύνδεση τοῦ jus talionis μέ τήν ἰδέα τῆς μετενσάρκωσης.

 Ὁ Πρόκλος[50] ὑποστηρίζει ἐπίσης ὅτι ὁ Πλάτων στίς ἀπόψεις πού ἐξέφρασε σχετικά μέ τήν τύχη τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο καί τήν μετένδεσή της σέ νέα σώματα ἐπηρεάσθηκε ἀπό τούς Ὀρφικούς καί «ἐμυθολόγησε» , ἀφοῦ πῆρε ἀπό τόν Ὀρφέα,[51] ὅλα τά στοιχεῖα τά σχετικά μέ τήν κάθαρση τῶν ψυχῶν στόν Ἀχέροντα ποταμό καί τή διδασκαλία τῆς μετενσάρκωσης. Θεωρεῖ δέ ὁ Πρόκλος ὅτι τό νά ἀκολουθεῖ ὁ Πλάτων τήν ὀρφική διδασκαλία περί τῶν μετενσαρκώσεων, μέχρι τοῦ σημείου νά κατάγει τήν ψυχή σέ ἄλογα ζῶα καί νά τήν κάνει ψυχή ἑνός κύκνου, εἶναι «γελοῖον», γιατί ἡ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα κινεῖται σέ ἄλλα ἐπίπεδα καί διαφέρει ἀπό ὅλες τίς ἄλλες φιλοσοφίες. 


 δ) Τό σῶμα

 Ἡ ἄποψη πού δέχεται τό σῶμα ὡς τάφο (σῆμα) τῆς ψυχῆς, καί ἐκφράζει κατά τόν M. Nilsson[52] τήν ἀνθρωπογονική ἀντίληψη τῶν ὀρφικῶν, ἀποδίδεται καί ἀπό τόν Πλάτωνα στούς Ὀρφικούς φιλοσόφους,[53] ἀντίληψη πού κατά τόν Πλάτωνα ὀρθῶς διατυπώθηκε ἀπό τούς Ὀρφικούς («σῆμα» ὀρθῶς καλεῖσθαι δοκοῦσι μέντοι μοι), καί ἀργότερα τή συναντᾶμε καί στούς Πυθαγόρειους. Τήν ὀρφική αὐτή ἀντίληψη μεταφέρει καί ὁ Πλάτων ὅταν ἀναφερόμενος στό σῶμα τό χαρακτηρίζει ὡς φυλακή («εἱργμός»), καθώς ἡ ψυχή ἀναγκάζεται «ὥσπερ δι' εἱργμοῦ διά τούτου σκοπεῖσθαι τά ὄντα ἀλλά μή αὐτήν δι' αὐτῆς, καί ἐν πάσῃ ἀμαθίᾳ κυλινδουμένην, καί τοῦ εἱργμοῦ τήν δεινότητα κατιδοῦσα ὅτι δι' ἐπιθυμίας ἐστίν».[54]

 Κατά τόν M. Nilsson[55] αὐτή ἡ θεώρηση τοῦ σώματος παραπέμπει στήν ἰδέα ὅτι τό σῶμα ἀποτελεῖ τό κακό συστατικό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τό τιτανικό στοιχεῖο στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ ψυχή τό καλό, τό θεϊκό καί ἀνώτερο. Οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος ἀπατοῦν, γι' αὐτό ἡ ψυχή ὀφείλει νά στραφεῖ μόνο στόν ἑαυτό της καί νά συγκεντρωθεῖ «εἰς αὑτήν» προσπαθώντας νά ἀποφύγει κάθε λύπη ἤ ἡδονή πού καθηλώνει τήν ψυχή στό σῶμα. Ἐξαιτίας τῆς ὁμογνωμοσύνης της πρός τό σῶμα ἡ ψυχή ἐξέρχεται μολυσμένη ἀπ' αὐτό καί ἀναγκάζεται «ταχύ πάλιν πίπτειν εἰς ἄλλο σῶμα καί ὥσπερ σπειρομένη ἐμφύεσθαι» [56] καί ἔτσι στερεῖται τῆς κοινωνίας καί ἕνωσής της μέ τό θεῖον.

 Ἡ ἀντιθετική σχέση τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, πού ἔχει ὡς θεωρητικό ὑπόβαθρο τήν ἀνθρωπολογική ἀντίληψη τοῦ Ὀρφισμοῦ, τή δυαλιστική κατάτμηση σέ διονυσιακό (θεϊκό) καί τιτανικό (δαιμονικό), καταφαίνεται καί στό ἀπόσπασμα 131 (96) τοῦ Πίνδαρου,[57] ὅπου ὁ θάνατος ἐμφανίζεται ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό τούς κόπους. Ἐνῶ τό σῶμα ἀκολουθεῖ τόν θάνατο, πού παρουσιάζεται ἰσχυρός, ἡ ψυχή, τό «αἰῶνος εἴδωλον», πού ἕλκει τήν καταγωγή της ἀπό τούς θεούς, παραμένει. Πολλές μελλοντικές ἀποφάσεις καί γεγονότα καταδεικνύονται μέσα στά ὄνειρα ἀπό τήν ψυχή, ἀποφάσεις γιά ἐπιλογές ἀνάμεσα στό εὐχάριστο καί στό δύσκολο.[58] Ἡ ψυχή εἶναι ἕνα εἴδωλο, πού ἔχει τή δυνατότητα νά κινεῖται ἐλεύθερα ἐδῶ κι ἐκεῖ καί νά προβλέπει τά μέλλοντα. Αὐτή ἡ ἀντίληψη στηρίζεται στή θεϊκή καταγωγή τῆς ψυχῆς καί ἀποσκοπεῖ στό νά ἐπιβεβαιώσει τήν ἀληθινότητα τῶν ὀνείρων, πού στέλνονται ἀπό τούς θεούς ὡς σημάδια, καί ἡ ψυχή μπορεῖ νά προβλέπει τά μέλλοντα, γιατί εἶναι θεϊκή.[59] Στό σῶμα αὐτό, πού θεωρεῖται ὡς σῆμα-τάφος, γίνεται ὁ ἐγκλεισμός τῆς ψυχῆς ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν, ὡς τιμωρία καί σωφρονισμός τῶν ψυχῶν γιά τήν ἐνοχή πού φέρουν ἀπό μία προηγούμενη ἐμψύχωση.

 Ἡ παραπομπή στήν ἁμαρτία καί στή μετάνοια πού πρέπει νά ἐπιδειχθεῖ μᾶς ὁδηγεῖ στό νά ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ὀρφική μετενσάρκωση ἐνεῖχε τήν ἔννοια τῆς ἀνταπόδοσης, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐξορίσθηκε ἡ ψυχή στόν ἀέναο κύκλο τῶν γεννήσεων καί ἀναγεννήσεων.[60] Μέ τήν ἀντίληψη αὐτή διακρίνουμε μιά προσπάθεια τοῦ Ὀρφισμοῦ νά προβάλει τή μετάβαση ἀπό τήν κληρονομική ἐνοχή στήν ἔννοια τῆς ἀνταπόδοσης ἐπί προσωπικοῦ πεδίου καί καταβάλλεται προσπάθεια νά συνδυασθεῖ ἡ μετενσάρκωση μέ τήν ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν τιτανική κληρονομιά, ἕνα εἶδος προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, πού κληρονομοῦν ὅλες οἱ ψυχές καί ἔχουν γι' αὐτό τήν ἀνάγκη τῆς κάθαρσης καί τῆς λύτρωσης.[61]

 Ἡ πολιτιστική κληρονομιά εἶχε μεταφέρει στόν ἀρχαϊκό ἄνθρωπο καταπιεσμένες ἐπιθυμίες, πού τοῦ δημιουργοῦσαν αἰσθή- ματα ἐνοχῆς, καί τήν πεποίθηση ὅτι πρέπει νά εἶχε ἔρθει σέ ἐπαφή μέ κάποιο μίασμα ἤ εἶχε κληρονομήσει τό βάρος ἀπό κάποια θρησκευτική ἁμαρτία τῶν προγόνων του, ἀπό τήν ἐνοχή τῆς ὁποίας μποροῦσε νά ἀπαλλαγεῖ μόνο μέ κάποιες τελετουργικές καθάρσεις.[62] Ὁ E. Rohde[63] διακρίνει στίς ἀντιλήψεις πού ἐπικρατοῦν στόν ἀρχαϊκό Ἑλληνισμό καί στίς ἰδέες του σχετικά μέ τό μίασμα καί τήν ἀπαιτούμενη κάθαρση μιά ὁμοιότητα μέ τίς ἀντίστοιχες ἀντιλήψεις στόν ἰνδικό χῶρο κατά τούς πρώιμους χρόνους. Ἐνῶ λοιπόν σέ προηγούμενες ἐποχές ἡ τιμωρία εἶχε συνδεθεῖ μέ συγκεκριμένες ἀνόσιες πράξεις, γιά τίς ὁποῖες ὁ δράστης θά ἀντιμετώπιζε τήν τιμωρία ἤ μᾶλλον ἡ ἴδια ἡ τιμωρία θά τόν συναντοῦσε, γιά νά ἐξαλειφθεῖ ἡ ἐνοχή, στούς Ὀρφικούς[64] τονίζεται ἰδιαίτερα ἡ ἀνάγκη γιά κάθαρση ἀπό τήν ἐνοχή τοῦ αἵματος, καί μέ ἀφετηρία τήν ἀνάγκη γιά καθαρότητα ἐπεκτείνεται ἡ ἀναγκαιότητά της σέ ἠθικό κυρίως ἐπίπεδο.

 Ὁ E. R. Dodds[65] ἀπορρίπτει κατηγορηματικά τήν ἄποψη ὅτι τό δόγμα «σῆμα-σῶμα»=τάφος τῆς ψυχῆς ἀνήκει στούς Ὀρφικούς, ὑποστηρίζοντας ὅτι αὐτό ἔχει ἤδη ἀποδειχθεῖ ἐπαρκῶς. Τήν ἴδια ἄποψη φαίνεται νά συμμερίζεται καί ὁ J. A. Philip,[66] πού ἀποδέχεται τήν ἀντίστοιχη ἀπόδειξη τοῦ Diels (Vors. 1 B 3).


          ε) Μετενσάρκωση - Τιμωρίες - Κάθαρση

 Μετά τόν θάνατο ἡ ψυχή ἀπέρχεται «εἰς τό ὅμοιον αὐτῇ» [67] τό θεϊκό καί ἀθάνατο στοιχεῖο, ὅπου ἀπολαμβάνει τή θεία μακαριότητα ἀπαλλαγμένη ἀπό τήν πλάνη, τό φόβο καί ὅλα τά ἄλλα κακά πού μαστίζουν τό ἀνθρώπινο γένος. Σ' αὐτή τήν ὑπερουράνια κατάσταση φθάνουν οἱ ἀγαθές ψυχές καί ἡ εὐδαιμονία εἶναι μόνο δικό τους προνόμιο, ἐνῶ στίς κακές ἐπιφυλάσσεται δυστυχία.[68]

 Στόν Φαίδωνα μιά λέξη καί μιά ἔννοια κυριαρχεῖ στόν διάλογο τοῦ Σωκράτη μέ τόν Κέβητα καί τόν Σιμμία, μιά ἔννοια πού εἶναι ἀπό παλαιότερα χρόνια κυρίαρχη καί οἰκεία στίς ἀπολλώνιες τελετουργίες καί στίς ὀρφικές ἁγιαστικές τελετές, ἡ ἔννοια τῆς Κάθαρσης. Ἡ φιλοσοφία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ σωφροσύνη καί ἡ ἀνδρεία εἶναι δρόμοι, πού ἀκολουθεῖ ἡ ψυχή γιά νά ἐπιτύχει τήν κάθαρση.[69] Οἱ ἀσχολούμενοι μέ τίς τελετές τῶν μυστηρίων ἔχουν τή δυνατότητα νά γίνουν πραγματικά θεόπνευστοι, ὅπως τό ἐπιτυγχάνουν λίγοι ἀπ' αὐτούς, πού εἶναι οἱ ἀληθινοί καί γνήσιοι φιλόσοφοι.

 Ὁ Πρόκλος σχολιάζοντας τήν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνα καί ἀναφερόμενος στίς ὀρφικές ἀπόψεις του πού περιέχονται στό ἔργο αὐτό περί ψυχῆς, σημειώνει ὅτι κατά τόν φιλόσοφο οἱ ἀνθρώπινες ψυχές φθάνουν στόν ὑποχθόνιο κόσμο γιά νά καθαρθοῦν καί νά κολασθοῦν στά δεσμωτήρια τῆς «τίσεως» , ἐνῶ οἱ ψυχές τῶν ἀλόγων ζώων περιφέρονται στόν ἀέρα, μέχρι νά εἰσέλθουν σέ ἄλλα σώματα.[70] Καί αὐτές οἱ ψυχές τῶν ἀλόγων ζώων εἶναι ἀνθρώπινες ψυχές πού διανύουν αὐτόν τόν κύκλο τῶν ἐνσωματώσεων, μέχρι νά λήξει αὐτός ὁ κύκλος ἀφοῦ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν κακία. Ἀπό ὅλα αὐτά προκύπτει ὅτι στά σώματα τῶν ζώων «ἐνδύονται» καί ψυχές ἀνθρώπινες, [71] πού περιμένουν μετά τόν θάνατο νά ἐπανεισέλθουν σέ ἀνθρώπινα σώματα, ἀφοῦ καθαρθοῦν προηγουμένως στόν Ἅδη καί τιμωρηθοῦν μέ τήν ἀνάλογη τιμωρία.[72]

  Ἡ περιγραφή τῶν τιμωριῶν τοῦ κάτω κόσμου, γράφει ὁ M. Nilsson,[73] εἶναι ἕνα ὁλοκληρωμένο τμῆμα τῆς διδασκαλίας τῆς μετενσάρκωσης, ἡ ὁποία ἦταν μιά ἀναγκαία συνέπεια τῆς βασικῆς θεώρησης τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς. Οἱ τιμωρίες δέν εἶναι αὐτοσκοπός, δέν εἶναι ἡ θεϊκή ἐκδίκηση· αὐτές ὑπηρετοῦν τήν κάθαρση καί τόν καθαρισμό τῶν ψυχῶν ἤ λειτουργοῦν τουλάχιστον ὡς ἀποκρουστικά παραδείγματα.

 Ἐκτός τῆς κάθαρσης ἕνα δεύτερο μοτίβο πού βρίσκεται πίσω ἀπό τίς ἀντιλήψεις αὐτές εἶναι ἡ ἀπαίτηση τῆς ἀπονομῆς τῆς δικαιοσύνης· ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά λάβει ἤ νά ὑπομείνει τόν δίκαιο μισθό τῶν πράξεών του. Ἡ ἀπαίτηση τῆς δικαιοσύνης στηρίζεται στήν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς πού κατέχουν οἱ ψυχές, γιατί ἐνῶ ἔχουν γνωρίσει τήν ἀλήθεια, ἡ ἐπιλογή τους κινεῖται σέ ἀτραπούς μακριά καί πέρα ἀπ' αὐτήν. Γιατί ποτέ ἡ ψυχή δέν εἰσέρχεται σ’ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει γνωρίσει τί πραγματικά εἶναι ἡ ἀλήθεια.[74] Οἱ φιλήδονες ψυχές παρασυρόμενες ἀπό τά πάθη ἄν δέν φιλοσοφήσουν εἶναι ὑποχρεωμένες νά περάσουν ἀπό τά σώματα ζώων καί φυτῶν, μέχρι νά καταλήξουν στόν ἄνθρωπο καί μετά ἀπό τρεῖς ἐπιτυχημένες μετενσαρκώσεις σέ ἀνθρώπινο σῶμα θ' ἀπαλλαγοῦν ἀπό τόν κύκλο τῶν μετενσαρκώσεων, διαφορετικά θά ἀνακυκλώνονται αἰώνια μέσα στόν κύκλο τῶν μετενσαρκώσεων.[75]

 Γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ κάθαρση καί ἡ λύτρωση, ἡ ψυχή εἶναι ὑποχρεωμένη νά εἰσέρχεται σ' ἕνα ἀέναο κύκλο γεννήσεων καί ἀναγεννήσεων (ἐνσωματώσεων καί μετενσαρκώσεων) καί σέ κάθε γέννηση ἤ ἀναγέννηση ἡ ψυχή φυλακίζεται πληρώνοντας ἕνα μέρος τῆς ὀφειλῆς της καί προσπαθώντας νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν ἐνοχή, γιά νά ζήσει σέ αἰώνια μακαριότητα καί εὐδαιμονία. Ὁ κύκλος τῶν μετενσαρκώσεων συνεχίζεται γιά μεγάλο χρονικό διάστημα καί ἡ ψυχή περιπλανᾶται μεταβαίνοντας σέ ἀνθρώπους καί ζῶα, μέχρι νά καταλήξει στήν τελική κάθαρση καί τή λύτρωση.[76]

 Ἡ λύτρωση τῆς ψυχῆς, ἡ κάθαρση καί ἀπελευθέρωσή της ἀπό τίς ἐνοχές μπορεῖ νά συντελεσθεῖ μέ τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς, τήν προσεκτική ἀσκητική ζωή[77] καί τή μύηση στά μυστήρια, πού εἰσάγουν τήν ψυχή στόν κόσμο τῆς μετοχῆς χαρισμάτων, τά ὁποῖα εἶναι προορισμένα μόνο γιά τούς μυημένους. Οἱ καθαροί θά μποροῦν νά συγκατοικοῦν μέ τούς θεούς, ἐνῶ οἱ ἀμύητοι καί ὅσοι δέν πέτυχαν τήν κάθαρση θά καταλήξουν στόν βόρβορο τοῦ Ἅδη.[78]

 Μεγάλη βαρύτητα δόθηκε ἀπό τόν Ὀρφισμό στίς καθάρσεις, πού σχετίζονταν καί μέ τήν ἀντίληψη πού ὑπῆρχε γιά τό σῶμα καί τή σχέση του μέ τήν ψυχή. Μέσα ἀπό τίς καθάρσεις (καθαρμούς) καί τίς ἱεροτελεστίες τῆς μύησης καί μέ μιά ζωή προσαρμοσμένη στίς ὀρφικές ἐπιταγές, μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νά ἀπεκδυθεῖ τό τιτανικό στοιχεῖο καί νά γίνει Βάκχος[79]. Μέ τίς καθάρσεις γινόταν ὁ χωρισμός τοῦ διονυσιακοῦ-θεϊκοῦ στοιχείου ἀπό τό δαιμονικό καί ὁ μυούμενος τό προσλάμβανε μέ τήν ἐλπίδα νά μετάσχει στή θεία μακαριότητα. Ἔτσι μιά σειρά ἀπό σωματικές καθάρσεις θεωρήθηκαν ἀπαραίτητες γιά τήν κάθαρση καί τῆς ψυχῆς, πρᾶγμα πού γιά τούς ἁπλούς ἀνθρώπους ἦταν εὐκολότερο ἀπ' ὅ,τι ἡ ἄσκηση καί ἡ ἀπαγόρευση τροφῶν,[80] πού ἦταν ἔξω ἀπό τίς συνήθειες καί τή σκέψη τῶν Ἑλλήνων. Μέ τούς καθαρμούς ὁ Ὀρφισμός κατόρθωσε νά ἀποκτήσει μιά ἀξιόλογη θέση στήν θρησκευτική ζωή τῶν Ἑλλήνων, ὄχι μόνο τῶν μεμονωμένων ἀτόμων, ἀλλά ἀκόμη καί πόλεων, πού ζητοῦσαν ἀπό τούς ἱερεῖς τους νά ἀπομακρύνουν τό κακό καί τό μίασμα (τό ἄγος) μέ καθαρμούς καί τελετουργίες, πού μόνο οἱ μυημένοι στά Μυστήρια γνώριζαν. Αὐτοί οἱ καθαρμοί βοηθοῦν τούς θνητούς, γιατί ἀπελευθερώνουν τήν ψυχή ἀπό τίς τιμωρίες τοῦ κάτω κόσμου.

  Μέ τήν ἀπειλή τῶν ποινῶν στόν κάτω κόσμο συνδέθηκαν πολλές καθαρτήριες ἱεροτελεστίες, πού ἔδωσαν τήν εὐκαιρία σέ ἀγύρτες ἱερεῖς[81] νά ἐκμεταλλευθοῦν τό φόβο πού ἐμπνέει τό ἄγνωστο καί μέ τή χρήση ὀρφικῶν διδασκαλιῶν καί τελετουργιῶν νά ἀναπτύξουν προπαγανδιστική δράση πού διήγειρε, ὅπως ἦταν φυσικό, τήν περιέργεια, τό ἐνδιαφέρον καί τήν περιφρόνηση.[82] Γι' αὐτούς τούς ἀγύρτες ὁ Πλάτων ζητεῖ νά τιμωρηθοῦν μέ τίς αὐστηρότερες τιμωρίες, γιατί χρησιμοποιοῦσαν τόν Ὀρφισμό γιά ἰδιοτελεῖς σκοπούς καί προκαλοῦσαν τήν ἀνυποληψία καί τήν περιφρόνηση.[83]


 στ) Φυτοφαγία -Ἄσκηση

  Ἡ λατρεία τοῦ θεοῦ Διόνυσου παρουσιάζεται μέ δύο διαφορετικές μορφές στόν ἑλληνικό χῶρο. Ἡ μία μορφή της περιλαμβάνει τήν ὀργιαστική λατρεία τοῦ θεοῦ, κατά τήν ὁποία οἱ μυημένοι ἐπιδίδονται σέ ὠμοφαγία, ἐπειδή πιστεύουν ὅτι καταβροχθίζοντας ὠμές τίς σάρκες τοῦ θυσιαζόμενου ζώου συμμετέχουν στά παθήματα τοῦ θεοῦ Διόνυσου, πού κατασπαράχθηκε ἀπό τούς Τιτάνες, καί μετέχουν στό θεϊκό στοιχεῖο πού οἱ ὠμές σάρκες τῶν θυσιαζόμενων ζώων ἐμπεριέχουν.

 Ὁ Ὀρφισμός, πού ἀποτελεῖ μιά ἀπό τίς πιό ἐξευγενισμένες μορφές θρησκευτικῆς ὁμάδας, ἐπιχειρεῖ νά εἰσαγάγει μιά νέα καί διαφορετική ἀντίληψη στή λατρεία τοῦ Διόνυσου μέ τή διδασκαλία τῆς «ἄψυχης βορᾶς», (πού συνδέεται μέ τή διαδικασία τῆς μετενσάρκωσης). Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπιδιώκει νά καταπολεμήσει τήν αἱματηρή βακχική ὠμοφαγία τῶν Μαινάδων, τήν ὁποία θεωρεῖ ὡς καννιβαλισμό. Ἀντί τῆς διατροφῆς μέ κρέατα καί τοῦ κυνηγιοῦ ζωντανῶν ζώων συνιστᾶ στούς ἀνθρώπους τή γεωργία καί τήν καλλιέργεια φρούτων, γιά ν' ἀποφύγουν τή μόλυνση πού προέρχεται ἀπό τή βορά ζωικῶν εἰδῶν καί νά μπορέσουν ν' ἀποβάλουν ἀπό τήν ψυχή τους τό ζωῶδες.[84]

 Ἡ ἄσκηση καί ὁ αὐστηρός βίος, ἡ προσπάθεια γιά κάθαρση καί ἡ ἀποφυγή τῆς κρεοφαγίας συντελοῦν στό νά μπορέσει ἡ ψυχή ἀμίαντη νά ἀποκτήσει πνευματικές δυνάμεις καί νά λυτρωθεῖ. Ἡ ἀποχή ἀπό τήν κρεοφαγία καί κατά συνέπειαν ἡ φυτοφαγία προῆλθε ἀπό τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ ψυχή πού περιπλανιέται ἀπό ἀνθρώπους σέ ζῶα μπορεῖ νά βρίσκεται στό ἔμψυχο πού σφαγιάζεται καί αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς καννιβαλισμός καί βεβήλωση τῆς ἱερότητας τῆς ψυχῆς. Μιά φορά μόνο ἐπιτρεπόταν ἡ κρεοφαγία, κατά τή μύηση, κατά τήν ὁποία ἔτρωγαν ὠμό κρέας, καί στή συνέχεια ἡ διατροφή τους περιοριζόταν στή φυτοφαγία.

  Ὁ Ἡρόδοτος[85] ἀναφερόμενος στούς Αἰγυπτίους καί στή συνήθειά τους νά μή φοροῦν μάλλινα ἐνδύματα ὅταν εἰσέρχονται στούς ναούς, ἀκόμη οὔτε καί ὅταν θάπτονται, γράφει ὅτι συμφωνοῦν σ’ αὐτό μέ τίς ἀπόρρητες διδαχές καί μυσταγωγίες τῶν μυημένων στά Ὀρφικά καί Βακχικά μυστήρια, συνήθεια πού προῆλθε στήν πραγματικότητα ἀπό τήν Αἴγυπτο.

 Καί ὁ Εὐριπίδης στόν Ἱππόλυτο[86] ἀναφέρεται περιφρονητικά στήν φυτοφαγία τῶν Ὀρφικῶν, ὅταν παρουσιάζει τόν Θησέα νά ἀπευθύνεται στόν Ἱππόλυτο καί νά τόν κατηγορεῖ ὅτι ὑποκριτικά παριστάνει τόν καλό τρώγοντας νηστίσιμα φαγητά, ὑπακούοντας μέ τόν τρόπο αὐτό στόν Ὀρφέα, πού τόν θεωρεῖ ὡς βασιλιά του καί ἀφέντη του.

 Ἡ ἀνάγκη γιά ἐπικοινωνία μέ τό Θεό σέ μιά προσωπική σχέση εἶναι φανερή τήν ἐποχή αὐτή καί τό βαθύ συναίσθημα τοῦ πρόσκαιρου, πού γεννιέται ἀπό τίς πολιτικές μεταβολές, ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ μιά θρησκευτική συμπεριφορά τέτοια, πού νά ἀντιστοιχεῖ σέ ζωή ἁγιασμένη ἀπό τήν ἄσκηση, ἕνα φαινόμενο πού γιά πρώτη φορά παρουσιάζεται στόν ἑλληνικό χῶρο.





--------------------------------------------------------------------------------

[1] M. Nilsson, σ. 679-680.

[2] Ὀρφέας: Μυθικό πρόσωπο, μουσικός καί ἀρχηγός μυστικιστικῆς θρησκευτικῆς κίνησης, πίσω ἀπό τόν ὁποῖο εἶναι πιθανόν νά κρύβεται ἕνα πραγματικό ἱστορικό πρόσωπο, κατά τόν M. Nilsson, Geschichte, σ. 681. Κατά τόν ἴδιο συγγραφέα ἡ φήμη του ὡς μουσικοῦ δέν στηρίζεται στή μουσική του, ἀλλά στά ποιήματά του, τά ὁποῖα συνόδευε μέ τη λύρα του. Οἱ ὀπαδοί του τόν τοποθετοῦσαν πρίν ἀπό τόν Ὅμηρο. Κατά τήν ἑλληνική μυθολογία μητέρα του ἦταν κάποια Μοῦσα, ἐπικρατέστερη ἐμφανίζεται ἡ Καλλιόπη, καί πατέρας του ὁ Οἴαγρος (ἤ κατά κάποια ἄλλη ἐκδοχή ὁ Ἀπόλλωνας).

  Πολλοί τίτλοι ποιημάτων σώζονται μέ τό ὄνομα τοῦ Ὀρφέα, ἐνῶ κατά τήν ἀρχαιότητα κυκλοφοροῦσαν πολλές θεογονίες, πού παρουσιάζονταν ὡς ὀρφικές. Ὁ Πλάτων τόν θεωρεῖ ὡς ἕνα ἀπό τούς μεγαλύτερους ποιητές, ἀπό τόν ὁποῖο ἐμπνεύσθηκαν πολλοί μεταγενέστεροι, καί ὅπως σημειώνει ὁ M. Nilsson, στό σημεῖο αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς διαφύγει τῆς προσοχῆς ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Ὀρφέα εἶναι συνδεδεμένο μέ τόν Ἀπόλλωνα. Βλ. καί A. Lesky, σ. 242-243.

      Ὁ Διόδωρος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὀρφέας ἐπισκέφθηκε τήν Αἴγυπτο, ὅπου καί μυήθηκε στά μυστήρια τῶν αἰγυπτιακῶν θεοτήτων, τῆς Ἴσιδας καί τοῦ Ὄσιρι, τά ὁποῖα μετέφερε στήν Ἑλλάδα, παραλλάσσοντας μόνο τά πρόσωπα τῶν θεοτήτων καί ἀντικαθιστώντας τα μέ τά οἰκεῖα στόν Ἑλληνικό χῶρο τῆς Περσεφόνης καί τοῦ Διονύσου Ζαγρέα.

[3] Κατά τόν 5ο αἰώνα ὑπάρχουν μαρτυρίες γιά μιά κίνηση πού χαρακτηρίζεται ὡς ὀρφική καί πού σκοπό ἔχει νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ σώματος καί νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν κάθαρση. Ἡ κίνηση αὐτή εἶναι πιθανόν νά ξεκίνησε νωρίτερα κατά τόν 6ο αἰώνα καί ὅπως σημειώνει ὁ A. Lesky (σ. 244-245) πρέπει νά εἶχε στή διάθεσή της ἐκτός ἀπό θεογονικά συγγράμματα καί Καθαρμούς (καθαρτήρια ποιήματα).

[4] D. Fimmen, σ. 514.

[5] Τόν 5ο καί 4ο αἰώνα ὑπῆρχαν πολλές ἀναφορές σέ ὀρφικά «συγγράμματα»

 (πρβλ. Εὐριπίδη, Ἱππόλυτος 951-954:

 «ἤδη νυν αὔχει καί δι’ ἀψύχου βορᾶς

 σίτοις καπήλευ’ Ὀρφέα τ’ ἄνακτ’ ἔχων

 βάκχευε πολλῶν γραμμάτων τιμῶν καπνούς·«.

΄Αριστοφάνη, Βάτραχοι 1030-2:

 «Ὀρφεύς μέν γάρ τελετάς θ΄ ἡμῖν κατέδειξε φόνων τ' ἀπέχεσθαι

 Μουσαῖος δ΄ ἐξακέσεις τε νόσων καί χρησμούς».

Πλάτωνος, Πολιτεία 364e). Πολλά ποιήματα ἐπίσης ἀποδόθηκαν στόν Ὀρφέα, γιά νά ἐκμεταλλευτοῦν τή φήμη ἑνός ποιητή πού θεωρούνταν κορυφαίος καί ἔζησε, ὅπως πίστευαν οἱ ἀρχαῖοι, πολύ νωρίτερα ἀπό τόν Ὅμηρο.

[6] W. Burkert, Μυστηριακές λατρεῖες, σ. 65.

[7] M. Nilsson σ. 698.

[8] E. Rohde, σ. 108-109.

[9] Κλήμης, Στρωματεῖς Ι, 131: «Ἴων δέ ὁ Χῖος ἐν τοῖς Τριαγμοῖς καί Πυθαγόραν εἰς Ὀρφέα ἀνενεγκεῖν τινα ἱστορεῖ. Ἐπιγένης δέ ἐν τοῖς περί τῆς εἰς Ὀρφέα (ἀναφερομένης) ποιήσεως Κέρκωπος εἶναι λέγει τοῦ Πυθαγορείου τήν εἰς Ἅιδου κατάβασιν καί τόν ἱερόν λόγον, τόν δέ πέπλον καί τά φυσικά Βροντίνου«.

[10] E. Rohde, σ. 109

[11] E. R. Dodds, σ. 149 (95)

[12] K. Reinhardt, Vermächtnis der Antike, Göttingen 19662, σ. 238.

[13] Diels-Kranz VS, 1, B, 5: «βίβλων δέ ὅμαδον παρέχονται Μουσαίου καί Ὀρφέως, Σελήνης τε καί Μουσῶν ἐκγόνων, ὥς φασι, καθ΄ ἅς θυηπολοῦσι πείθοντες οὐ μόνον ἰδιώτας ἀλλά καί πόλεις, ὡς ἄρα λύσεις τε καί καθαρμοί ἀδικημάτων διά θυσιῶν καί παιδιᾶς ἡδονῶν εἰσι μέν ἔτι ζῶσιν, εἰσί δέ καί τελευτήσασιν, ἅς δή τελετάς καλοῦσιν, αἵ τῶν ἐκεῖ κακῶν ἀπολύουσιν ἡμᾶς, μή θύσαντας δέ δεινά περιμένει».

[14] M. Nilsson σ. 680.

[15] Ὁ Πλάτων ἀναφέρεται σέ βιβλία πού γράφτηκαν ἁπό τόν Ὀρφέα ἤ τόν Μουσαῖο, ἀπό τούς σπουδαιότερους μαθητές (ἤ καί υἱός κατ΄ ἄλλους) τοῦ Ὀρφέα, τά ὁποῖα ἀσχολοῦνται μέ καθάρσεις καί τή μετά τόν θάνατο ζωή. (Κρατύλος 402 b, Πολιτεία 364 e κτλ). Βλ. καί Mircea Eliade, Geschichte der religiösen Ideen II, Freiburg - Basel - Wien 1979, σελ. 163.

[16] M. Nilsson σ. 680.

[17] ὅ. π.

[18] Πίνδαρος, Dirges, Fragment 131 (96):

 « καί σῶμα μέν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ,

 ζωόν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον· τό γάρ ἐστι

 μόνον

 ἐκ θεῶν· εὕδει δέ πρασσόντων μελέων, ἀτάρ

 εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις

δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν».

[19] Πίνδαρος, Olympian Odes II, 68-78 (στόν Θήρωνα τόν Ἀκραγαντῖνο):

«ὅσοι δ' ἐτόλμασαν ἐστρίς

ἑκατέρωθεν μείναντες ἀπό πάμπαν ἀδίκων ἔχειν

ψυχάν, ἔτειλαν Διός ὁδόν παρά Κρόνου τύρσιν·

ἔνθα μακάρων

νᾶσος ὠκεανίδες

αὖραι περιπνέοισιν, ἄνθεμα δέ χρυσοῦ φλέγει

τά μέν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ

ἄλλα φέρβει,

ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καί στεφάνοις

βουλαῖς ἐν ὀρθαισι Ῥαδαμάνθυος,

ὅν πατήρ ἔχε <μέ>γας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον,

πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας

θρόνον.

Πηλεύς τε καί Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται·«

Πρβλ. A. Lesky, Ἱστορία, σ. 288, 294, καί M. Nilsson, σ. 692.

[20] M. Nilsson, σ. 697.

[21] Πίνδαρος, Fragment 133:

«οἷσι δέ Φερσεφόνα ποινάν παλαιοῦ πένθος

δέξεται, ἐς τόν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει

ἀνδιδοῖ ψυχάς πάλιν·

ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοί καί σθένει κραιπνοί σοφίᾳ

τε μέγιστοι

ἄνδρες αὔξοντ'· ἐς δέ τόν λοιπόν χρόνον ἥρωες

ἁγνοί πρός ἀνθρώπων καλέονται».

Βλ A. Lesky, σ. 244.

[22] Πληροφορίες γιά τούς Ὀρφικούς τῆς Κάτω Ἰταλίας μᾶς διαφύλαξε ὁ ποιητής Ἴβυκος, πού ἀναφέρει ὅτι ἐκεῖ εἶχαν δράσει οἱ ἀκμαιότερες θρησκευτικές κοινότητες τοῦ Ὀρφισμοῦ.

[23] Nikolaus Pan. Bratsiotis, -ΨΥΧΗ Ein Beitrag zur Erforschung der Sprache und der Theologie der Septuaginta (Ἀνάτυπο ἀπό τά πρακτικά τοῦ 5ου Διεθνοῦς συνεδρίου Παλαιοδιαθηκολόγων (23-8-1965), Leiden, 1966, σελ. 61.

[24] ὅ. π. σελ. 88.

[25] Ἡ αὐτονομία τῆς ψυχῆς ὑποστηρίχθηκε καί ἀπό τόν Πλάτωνα καί στηρίζεται στήν κυρίαρχη στήν Πλατωνική φιλοσοφία ἀντίληψη ὅτι « μεταξύ τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς δέν ὑφίσταται οὐδεμία προϋπόθεσις ὀργανικῆς ἐπαφῆς καί συνεργασίας, διότι ἡ ψυχή καί πᾶν τό ἄψυχον οὐδέποτε δύνανται νά συγκερασθῶσι εἰς μίαν ὀντότητα...». Μ. Ὀρφανοῦ, Ἡ ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, κατά Δίδυμον Ἀλεξανδρέα (τόν τυφλόν), Πατριαρχικόν Ἵδρυμα πατερικῶν μελετῶν, (Ἀνάλεκτα Βλατάδων 21), Θεσ/νίκη 1974, σ. 35.

[26] M. Nilsson, σ. 695.

[27] Ἀριστοτέλους, Περί ψυχῆς Α, 2, 440α, 17: «τήν ψυχήν ἐκ τοῦ ὁλου εἰσιέναι ἀναπνεόντων, φερομένην ὑπό τῶν ἀηνέμων».

[28] M. Nilsson, σ. 692.

[29] M. Eliade, σελ. 165.

[30] Παυσανίας, VIII, 37, 5: «παρά δέ Ὁμήρου Ὀνομάκριτος παραλαβών τῶν Τιτάνων τό ὄνομα Διονύσῳ τε συνέθηκεν ὄργια καί εἶναι τούς Τιτᾶνας τῷ Διονύσῳ τῶν παθημάτων ἐποίησεν αὐτουργούς».

[31] W. Burkert, Greek Religion, σ. 298.

[32] M. Eliade, Geschichte... σελ. 167.

[33] W. Burkert, Μυστηριακές λατρεῖες, σ. 107.

[34] Εἰς Πλάτωνος Πολιτείαν ΙΙ, 339:

 «αἱ μέν δή θηρῶν τε καί οἰωνῶν πτεροέντων

 ψυχαί ὅτ' ἀίξωσι, λίπῃ δέ μιν ἱερός αἰών

 τῶν οὔ τις ψυχήν παράγει δόμον εἰς Ἀΐδαο.

 ἀλλ' αὐτοῦ πεπότηται ἐτώσιον, εἰς ὅ κεν αὐτήν

 ἄλλο ἀφαρπάζῃ μίγδην ἀνέμοιο πνοῇσιν·

 ὁππότε δ' ἄνθρωπος προλίπῃ φάος ἠελίοιο,

 ψυχάς ἀθανάτας κατάγει Κυλλήνιος Ἑρμῆς

 γαίης ἐς κευθμῶνα πελώριον·

δι' ὧν τάς μέν ἀνθρωπίνας ψυχάς βούλεται χωρεῖν εἰς τόν ὑποχθόνιον τόπον καθάρσεως ἕνεκα καί κολάσεως καί εἰς τά δεσμωτήρια τῆς τίσεως, τάς δέ τῶν ἀλόγων αὐτοῦ περί τόν ἀέρα πωτᾶσθαι, μέχρις ἄν εἰς ἄλλα σώματα πάλιν ἐνδεθῶσιν.»

[35] W. Burkert, Greek Religion, σ. 300.

[36] Μ. Ὀρφανός, σ. 124.

[37] ὅ. π.

[38] J. Leipold und W. Grundmann, σ. 112.

[39] K. Reinhardt, σ. 259.

[40] ὅ. π.

[41] Φαῖδρος ΧΧΙΧ, 249 Α. Ἐπίσης Πολιτεία Χ, 615.

[42] Φαῖδρος ΧΧVIII, 248 CE: «Θεσμός τε Ἀδραστείας ὅδε· ἥτις ἄν ψυχή, θεῷ ξυνοπαδός γενομένη, κατίδῃ τι τῶν ἀληθῶν, μέχρι τε τῆς ἑτέρας εἶναι ἀπήμονα, κἄν ἀεί τοῦτο δύνηται ποιεῖν, ἀεί ἀβλαβῆ εἶναι· ὅταν δέ ἀδυνατήσασα ἐπισπέσθαι μή ἴδῃ καί τινι συντυχίᾳ χρησαμένη λήθης τε καί κακίας πλησθεῖσα βαρυνθῇ, βαρυνθεῖσα δέ πτερορρυήσῃ τε καί ἐπί τήν γῆν πέσῃ, τότε νόμος ταύτην μή φυτεῦσαι εἰς μηδεμίαν θήρειον φύσιν ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει· ἀλλά τήν μέν πλεῖστα ἰδοῦσαν εἰς γονήν ἀνδρός γενησομένου φιλοσόφου ἤ φιλοκάλου ἤ μουσικοῦ τινος καί ἐρωτικοῦ, τήν δέ δευτέραν εἰς βασιλέως ἐννόμου ἤ πολεμικοῦ καί ἀρχικοῦ, τρίτην εἰς πολιτικοῦ ἤ τινος οἰκονομικοῦ ἤ χρηματιστοῦ, τετάρτην εἰς φιλοπόνου γυμναστικοῦ ἤ περί σώματος ἴασίν τινος ἐσομένου, πέμπτην μαντικόν βίον ἤ τινα τελεστικόν ἕξουσαν· ἕκτῃ ποιητικός ἤ τῶν περί μίμησίν τις ἄλλος ἁρμόσει, ἑβδόμῃ δημιουργικός ἤ γεωργικός, ὀγδόῃ σοφιστικός ἤ δημοκοπικός, ἐνάτῃ τυραννικός».

[43] Φαῖδρος ΧΧΙΧ, 249 Α: «Εἰς μέν γάρ τό αὐτό ὅθεν ἥκει ἡ ψυχή ἑκάστη οὐκ ἀφικνεῖται ἐτῶν μυρίων· οὐ γάρ πτεροῦνται πρό τοσούτου χρόνου, πλήν ἡ τοῦ φιλοσοφήσαντος ἀδόλως ἤ παιδεραστήσαντος μετά φιλοσοφίας· αὗται δέ τρίτῃ περιόδῳ τῇ χιλιετεῖ, ἐάν ἕλωνται τρίς ἐφεξῆς τόν βίον τοῦτον, οὕτω πτερωθεῖσαι, τρισχιλιοστῷ ἔτει ἀπέρχονται».

[44] Karl Prümm, σ. 135.

[45] W. Stettner, σ. 37-38

[46] Γοργίας LXXIX-LXXXIII, 523-527.

[47] Πολιτεία Ι, ΧΙΙΙ, 614Β-615D.

[48] M. Nilsson, σ. 697.

[49] ὅ. π. σ. 690.

[50] Πρόκλος εἰς Πλάτωνος Πολιτείαν ΙΙ, 340: «ἐπεί καί τά ἄλλα παρ' Ὀρφέως (ὁ Πλάτων σ. Σ.) ἐμυθολόγησε λαβών, οἷον ὅτι ἐν τῷ Ἀχέροντι καθαίρονται, καί τυγχάνουσιν εὐμοιρίας τινός... καί ὅτι κολάζονται ἐν τῷ Ταρτάρῳ... διά γάρ τούτων σαφῶς τάς Πλατωνικάς διατάξεις περί τῶν ὑπό γῆς λήξεων φαίνεται παραλαβών, ὥσπερ καί τάς περί τῶν μετεμψυχώσεων. εἰ δέ ταῦτα ἑπόμενος Ὀρφεῖ διατάττει Πλάτων, ἆρ' οὐ γελοῖόν ἐστιν (ἀφίημι γάρ θεμιτόν λέγειν) τόν τῶν τοιούτων ἡγεμόνα δογμάτων, οἷς ἡ Πλάτωνος φιλοσοφία διαφέρει τῶν ἄλλων ἁπασῶν, εἰς ἄλογα ζῷα κατάγειν καί κύκνου ψυχήν ποιεῖν;».

[51] πρβλ. καί C. Tresmontant, La metaphysique, σ. 278.

[52] M. Nilsson, σ. 687.

[53] Πλάτωνος Κρατύλος 400 C: «καί γάρ σῆμά τινές φασιν αὐτό εἶναι τῆς ψυχῆς ὡς τεθαμμένης ἐν τῷ νῦν παρόντι· καί διότι αὖ τούτῳ σημαίνει ἅ ἄν σημαίνῃ ἡ ψυχή, καί ταύτῃ «σῆμα» ὀρθῶς καλεῖσθαι. δοκοῦσι μέντοι μοι μάλιστα θέσθαι οἱ ἀμφί Ὀρφέα τοῦτο τό ὄνομα, ὡς δίκην διδούσης τῆς ψυχῆς ὧν δή ἕνεκα δίδωσιν, τοῦτον δέ περίβολον ἔχειν, ἵνα σῴζηται, δεσμωτηρίου εἰκόνα» . Ὁ E. R. Dodds θεωρεῖ ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ σήματος σώματος ὡς ὀρφικῆς προέλευσης ἀποτελεῖ πλάνη πού ἔχει ἀποκαλυφθεῖ πολλές φορές (σ. 148 ὑπ. 87). Τήν ἴδια πληροφορία διασώζει καί ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Στρωματεῖς Γ, ΙΙΙ, ΒΕΠ 8, 16, 24-27. « Πλάτων δέ ἐν Κρατύλῳ Ὀρφεῖ τόν λόγον ἀνατίθησι τόν περί τοῦ κολάζεσθαι τήν ψυχήν ἐν τῷ σώματι, λέγει δέ ὧδε· « καί γάρ σῆμά τινές φασιν αὐτό εἶναι τῆς ψυχῆς, ὡς τεθαμμένης ἐν τῷ νῦν παρόντι'«.

[54] Φαίδων ΧΧΧΙΙΙ, 82Ε.

[55] M. Nilsson, σ. 687.

[56] Φαίδων ΧΧΧΙΙΙ, 83 D. Βλ. καί C. Tresmontant, La metaphysique, σ. 280.

[57] Βλ. καί M. Nilsson, σ. 693.

[58] M. Nilsson, σ. 694.

[59] ὅ. π.

[60] C. Hopf, σ. 23. Ἐπίσης ὁ Πρόκλος (Πλάτωνος Πολιτεία ΙΙ, 340) μᾶς παρέχειτήν πληροφορία ὅτι ἡ ἔννοια τῆς κάθαρσης στόν ἄλλο κόσμο, πού δέχεται καί ὁ Πλάτων εἶναι Ὀρφική: «ἐπεί καί τά ἄλλα παρ’ Ὀρφέως ἐμυθολόγησε λαβών, οἷον ὅτι ἐν τῷ Ἀχέροντι καθαίρονται καί τυγχάνουσιν εὐμοιρίας τινός...».

[61] Στή διαδικασία τῆς κάθαρσης τῆς ψυχῆς, μετά τό χωρισμό της ἀπό τό σῶμα καί τήν ἀνάβασή της πρός τό θεό, διαπιστώνει ὁ C. Schneider, Geistesgeschichte des antiken Christentums, München 1954, σ. 475.

[62] E. R. Dodds, σ. 57.

[63] E. Rohde, σ. 78.

[64] M. Nilsson, σ. 690.

[65] E. R. Dodds, σ. 148, ὑπ. 87.

[66] J. A. Philip, σ. 167.

[67] Φαῖδρος ΧΧΙΧ, 81 Α. Ἡ ψυχή «εἰς τό ὅμοιον αὐτῇ τό ἀειδές ἀπέρχεται, τό θεῖόν τε καί ἀθάνατον καί φρόνιμον, οἷ ἀφικομένῃ ὑπάρχει αὐτῇ εὐδαίμονι εἶναι, πλάνης καί ἀνοίας καί φόβων καί ἀγρίων ἐρώτων καί τῶν ἄλλων κακῶν τῶν ἀνθρωπείων ἀπηλλαγμένη... ὡς ἀληθῶς τόν λοιπόν χρόνον μετά τῶν θεῶν διάγουσα».

[68] Φαῖδρος XVII, 72: «ταῖς μέν γ' ἀγαθαῖς ἄμεινον εἶναι, ταῖς δέ κακαῖς κάκιον».

[69] Φαίδων ΧΙΙΙ, 69: «...τό δ' ἀληθές τῷ ὄντι ᾖ κάθαρσίς τις τῶν τοιούτων πάντων, καί ἡ σωφροσύνη καί ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀνδρεία καί αὐτή ἡ φρόνησις μή καθαρμός τις ᾖ. Καί κινδυνεύουσι καί οἱ τάς τελετάς ἡμῖν οὗτοι καταστήσαντες οὐ φαῦλοί τινες εἶναι, ἀλλά τῷ ὄντι πάλαι αἰνίττεσθαι ὅτι ὅς ἄν ἀμύητος καί ἀτέλεστος εἰς Ἅιδου ἀφίκηται, ἐν βορβόρῳ κείσεται, ὁ δέ κεκαθαρμένος τε καί τετελεσμένος ἐκεῖσε ἀφικόμενος μετά θεῶν οἰκήσει. Εἰσί γάρ δή, φασίν οἱ περί τάς τελετάς, ναρθηκοφόροι μέν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι· οὗτοι δ' εἰσί κατά τήν ἐμήν δόξαν οὐκ ἄλλοι ἤ οἱ πεφιλοσοφηκότες ὀρθῶς». Βλ. καί K. Reinhardt, Vermächtnis, σ. 261.

[70] Πρόκλου, Εἰς Πλάτωνος Πολιτείαν ΙΙ, 339.

[71] Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλυκον Γ 7, ΒΕΠ 5, 53, 41 54, 1.

[72] Κατά τήν ὀρφική ἀντίληψη, ὅπως αὐτή μεταφέρεται μέσα ἀπό τήν πλατωνική τοποθέτηση περί ψυχῆς, (Φαίδων, ΧΧΧ, 81Ε) οἱ ψυχές πού ὑποφέρουν εἶναι οἱ ψυχές «τῶν φαύλων, αἵ περί τά τοιαῦτα ἀναγκάζονται πλανᾶσθαι δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τροφῆς κακῆς οὔσης· καί μέχρι γε τούτου πλανῶνται, ἕως ἄν τῇ τοῦ ξυνεπακολουθοῦντος τοῦ σωματοειδοῦς ἐπιθυμίᾳ πάλιν ἐνδεθῶσιν εἰς σῶμα».

[73] M. Nilsson, σ. 821.

[74] Karl Reinhardt, Vermächtnis, σ. 259.

[75] Ἱππολύτου Ἔλεγχος ΣΤ 26, ΒΕΠ 5, 295, 1924 : «δεῖ γάρ φησί, τάς φιληδόνους ψυχάς ὡς ὁ Πλάτων λέγει, ἐάν ἐν ἀνθρώπου πάθει γενόμεναι μή φιλοσοφήσωσι, διά πάντων ζώων ἐλθεῖν καί φυτῶν πάλιν εἰς ἀνθρώπινον σῶμα, καί ἐάν μέν φιλοσοφήσῃ κατά τό αὐτό τρίς, εἰς τήν τοῦ συννόμου ἄστρου φύσιν ἀνελθεῖν, ἐάν δέ μή φιλοσοφήσῃ, πάλιν ἐπί τά αὐτά».

[76] Πρόκλος, Πλάτωνος Τίμαιος Ε, 42 C.D: «Ὅτι παλαιός ὁ λόγος Ὀρφικόςτε γάρ καί Πυθαγόρειος ὁ πάλιν ἄγων τάς ψυχάς εἰς τό σῶμα καί πάλιν ἀπό τοῦ σώματος ἀνάγων καί τοῦτο κύκλῳ πολλάκις. ἧς καί οἱ παρ' Ὀρφεῖ τῷ Διονύσῳ καί τῇ Κόρῃ τελούμενοι τυχεῖν εὔχονται».

[77] Cl. Tresmontant, La metaphysique, σ. 268.

[78] J. Leipold und W. Grundmann, σ. 112.

[79] M. Eliade, Geschichte... σελ. 167.

[80] M. Nilsson, σ. 696.

[81] Πρόκειται γιά τούς Ὀρφεοτελεστές πού διακήρυτταν ὅτι ἔχουν τή δύναμη νά ἀπομακρύνουν τό κακό ὄχι μόνο ἀπό ἄτομα, ἀλλά καί ἀπό πόλεις, μέ τή βοήθεια τῶν ἱερουργιῶν πού ἐπιτελοῦσαν καί τῶν ἱερῶν βιβλίων τοῦ Ὀρφέα καί τοῦ Μουσαίου πού μετέφεραν στίς περιοδεῖες τους. Βλ. καί M. Eliade, Geschichte... σελ. 164.

[82] M. Nilsson, σ. 697.

[83] ὅ. π.

[84] R. Eisler, σ. 343.

[85] Ἡροδότου Ἱστορία Β, 81. “Οὐ μέντοι ἔς γε τά ἱρά ἐσφέρεται εἰρίνεα οὐδέ συγκαταθάπτεταί σφι· οὐ γάρ ὅσιον. Ὁμολογοῦσι δέ ταῦτα τοῖσι Ὀρφικοῖσι καλεομένοισι καί Βακχικοῖσι...”.

[86] Εὐριπίδου Ἱππόλυτος 952-954.

 " ἤδη νυν αὔχει καί δι’ ἀψύχου βορᾶς

 σίτοις καπήλευ’ Ὀρφέα τ’ ἄνακτ’ ἔχων

 βάκχευε πολλῶν γραμμάτων τιμῶν καπνούς·" . 

Δεν υπάρχουν σχόλια: