Του Κώστα Ζώρα*
Εξόχως ενδιαφέρον καθίσταται το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δύο φορές, απευθυνόμενος στην κοινωνία μέσω του πρωτοχρονιάτικου μηνύματος και συνομιλώντας με τους κοινοβουλευτικούς συντάκτες, κατέστησε την επικείμενη δημόσια συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος θέμα απολύτως ισόκυρο με
την περάτωση της δεύτερης αξιολόγησης και την επενδυτική και παραγωγική ανασυγκρότηση, δηλαδή με εξελίξεις που οδηγούν, μόνον αυτές εκ των πραγμάτων, στον τερματισμό της κατοχικής οικονομικής επιτροπείας πάνω στη χώρα μας.
Γνωστόν είναι ότι ο πρωθυπουργός προσφάτως συγκρότησε ομάδα εργασίας η οποία, υπό τον συντονισμό του κοσμήτορα της Σχολής Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχάλη Σπουρδαλάκη, ανέλαβε την ευθύνη της διεξαγωγής του δημόσιου συνταγματικού διαλόγου. Κύριο χαρακτηριστικό της επιτροπής αυτής, ο ιδεολογικός δημοκρατικός πλουραλισμός και η επιστημονική και επαγγελματική εγκυρότητα των μελών της.
Βέβαιον είναι ότι ο εγνωσμένων και διοικητικών ικανοτήτων συνάδελφος Μιχάλης Σπουρδαλάκης θα επιτύχει τη συστράτευση του συνόλου των, εγνωσμένων επίσης δυνατοτήτων, μελών της επιτροπής, προκειμένου να φέρει εις πέρας το μείζον αυτό εθνικό και δημοκρατικό εγχείρημα.
Η ομάδα θα κληθεί να συνεργαστεί με τους τοπικούς βουλευτές, τους οργανωμένους, κατά τόπο, κομματικούς φορείς και συλλογικότητες, εργατικές, εργοδοτικές, αυτοδιοικητικές και επιστημονικές. Θέλω να πιστεύω ότι εκτός από τους προσκαλούντες ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητους Ελληνες, τα άλλα κόμματα θα εγκαταλείψουν, στο θέμα αυτό, την άγονη τακτική τους και θα συμπράξουν θετικά, ώστε η στέρφα κομματική γη να καταστεί καρπερή σε ιδέες και απόψεις.
Στον δημόσιο διάλογο πρέπει να συμμετάσχουν ενεργά, κατά τη γνώμη μου, τρεις, τουλάχιστον, υπουργοί.
Ο Σταύρος Κοντονής, λόγω αρμοδιότητας και ειδικής νομικής κατάρτισης και οι Γιώργος Κατρούγκαλος και Χριστόφορος Βερναρδάκης, οι οποίοι παράλληλα με τα υπουργικά τους καθήκοντα θεραπεύουν ως καθηγητές πανεπιστημίου τα αντικείμενα του δημοσίου δικαίου και της πολιτικής επιστήμης. Ο υπογράφων έχει προσωπική εμπειρία για την ευρύτητα των γνώσεων αλλά και για τη συνθετική ικανότητα των συναδέλφων Κατρούγκαλου και Βερναρδάκη.
Στην τελική φάση του διαλόγου ο ίδιος ο πρωθυπουργός πρέπει να ασχοληθεί προσωπικά και να συνοψίσει, ενώπιον του λαού, τα καίρια ερωτήματα.
Μου έχει δοθεί και πάλι η ευκαιρία να συνοψίσω, πάντα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», τα τρία μεγάλα επίδικα της σχεδόν δεκαετούς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, η οποία πρωτίστως είναι κρίση των πολιτικών θεσμών («πολιτευματική επανάσταση» σε τρεις λόγους, καλοκαίρι 2016):
■ Η αποστροφή της κοινωνίας απέναντι στις παθογένειες του πολιτικού συστήματος και στη συνδεόμενη με αυτές επιμέρους λειτουργία του. Εδώ το πρόβλημα αντιμετωπίζεται μόνον εφόσον η αντιπροσώπευση στη δημοκρατική αρχή εμπλουτιστεί με ισχυρούς θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, κυρίως στον χώρο θέσπισης και επιβολής «κανόνων δικαίου».
Η λαϊκή αρνησικυρία ως αντίβαρο στους κάθε είδους «συγκεντρωτισμούς» του συστήματος (πρωθυπουργικός συγκεντρωτισμός, συγκεντρωτισμός των αντιπροσώπων, δικαστικός συγκεντρωτισμός). Η προεδρευόμενη αντιπροσωπευτική και κοινοβουλευτική δημοκρατία πρέπει να καταστεί και δρώσα δημοκρατία. Παρεμπιπτόντως: περιορισμός έως αναίρεση της ασυλίας του πολιτικού αξιώματος.
■ Η καταρράκωση του κοινωνικού κράτους, μετά από διαρκείς πολιτικές λιτότητας και αποπληθωρισμού. Εχει καταστεί απολύτως κοινή συνείδηση ότι οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Για παράδειγμα αναφέρω τη ραγδαία απαξίωση της εργατικής δύναμης και των δικαιωμάτων της, ενώ αποκομίζουν κέρδη επιχειρηματίες πρόθυμοι συνεργάτες των ξένων επικυρίαρχων. Ρητή συνταγματικοποίηση λοιπόν της αρχής της ανακατανομής του πλούτου, στον οικονομικό και δημοσιονομικό χώρο, των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων.
■ Η σκανδαλώδης διαπλοκή οικονομικής ολιγαρχίας, πολιτικής και συστημικών ΜΜΕ. Ο πολίτης διαπιστώνει κάθε απόγευμα μπροστά στον τηλεοπτικό δέκτη ότι η διαπλοκή, δύο χρόνια μετά τον ιστορικό Ιανουάριο του 2015, καλά κρατεί. Στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέληξε(;), με οριακή πλειοψηφία(;), σε μια αμφίσημη και αμφίθυμη απόφαση, το γραπτό κείμενο της οποίας αναμένεται εισέτι.
Εδώ το ΣτΕ, ως συνταγματικό δικαστήριο, απέτυχε παταγωδώς. Στα μείζονα θέματα πολιτειακής, πολιτικής και εντέλει συνταγματικής έγερσης, η δικαστική «ανεξαρτησία» ουσιαστικά απολείπει. Ο δικαστής αποφασίζει κυρίως με γνώμονα τις κοσμοθεωρητικές, ιδεολογικές και πολιτικές του πεποιθήσεις. Γι' αυτό στα κρίσιμα ζητήματα πολιτειακής και πολιτικής διεξόδου, νομοθετικά ή μη, ο συνταγματικός έλεγχος πρέπει να ανήκει μόνον στη δημοκρατικά άμεσα νομιμοποιημένη Βουλή.
Προκειμένου το μεγάλο πρόταγμα για ένα νέο Σύνταγμα να συνεγείρει όλο τον λαό και όχι μόνο τους πολλούς, που θα συμμετάσχουν οπωσδήποτε στον δημόσιο διάλογο, θα έπρεπε τα μείζονα εθνικής σημασίας ερωτήματα που συνδέονται με την αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως οι τρεις προαναφερθείσες θεματικές ενότητες, να τεθούν προς απάντηση στο εκλογικό σώμα με δημοψηφισματικό χαρακτήρα, μετά την ολοκλήρωση του διαλόγου.
Αλλωστε ο προσδιορισμός της κρισιμότητας εθνικού θέματος, κατά το άρθρο 44 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος, ανήκει αποκλειστικά στο Υπουργικό Συμβούλιο και στην απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Ο δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να υπογράψει το σχετικό διάταγμα προκήρυξης, ελέγχοντας μόνον την τήρηση της τυπικής νομιμότητας.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, δηλαδή οι απαντήσεις των εκλογέων, θα έχει σαφώς συμβουλευτικό χαρακτήρα, θα συνεκτιμηθεί όμως σοβαρά από τη Βουλή, πρώτη και αναθεωρητική, κατά τις διαδικασίες του άρθρου 110 για την αναθεώρηση
* καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας, πρώην αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου