Χρυσούλα Παπαϊωάννου, Αντώνης Μποσκοΐτης
Πειθαρχία με το ζόρι
Μικρός ήταν ατίθασος, απείθαρχος και σκανταλιάρης - ιδιότητα που δεν έχασε ούτε όταν μεγάλωσε. Η προβοκατόρικη στάση του, άλλωστε, όταν δεν θύμωνε στ’ αλήθεια, έκρυβε και μια παιχνιδιάρικη διάθεση. Στην εφηβεία δεν του άρεσε να διαβάζει. Όταν όμως αποφάσισε να αφοσιωθεί στη μουσική και στα διαβάσματά του, σκαρφίστηκε κάτι πολύ σκληρό, αλλά αποτελεσματικό: Ψαλίδισε άτσαλα τα μαλλιά του για να αναγκαστεί να κλειστεί στο σπίτι μέχρι να ξαναμακρύνουν. Έτσι κόπηκαν οι βόλτες και οι σκανταλιές και άρχισε η συστηματική μελέτη, που κράτησε σε όλη του τη ζωή. Αρκετά χρόνια αργότερα, χρησιμοποίησε την ίδια χατζιδακική μέθοδο: Στις δώδεκα μέρες που κράτησε η σύνθεση των τραγουδιών από τον «Κύκλο με την κιμωλία», έμεινε εντελώς ξάγρυπνος πίνοντας κόκα κόλες. Την πέμπτη μέρα και μόνο η θέα του κρεβατιού με την άκρη του ματιού τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Γι’ αυτό πρόσταξε τη μητέρα του να κρύψει το κρεβάτι με ένα παραβάν. Έτσι κατάφερε να μείνει ξάγρυπνος ώς το τέλος. Και μετά κατέρρευσε.
Μια μούσα αλλιώτικη από τις άλλες
Στην πρόβα όλα επιτρέπονται
Οι γιατροί τού το ξέκοψαν μετά το έμφραγμα: κάπνισμα τέλος! Ο Μάνος, μανιώδης του καπνού, συμβιβάστηκε για κάποια χρόνια αλλά όχι για πάντα. Οι απαγορεύσεις και οι κανόνες δεν ήταν ποτέ του γούστου του. Έτσι, μόλις κυκλοφόρησαν τα τσιγάρα Davidoff άρχισε να μιλάει σε όλους για την ποιότητα του καπνού και την αισθητική του πακέτου. Έβαζε, μάλιστα, επιπλέον πρόβες με την Ορχήστρα των Χρωμάτων για να μπορεί να καπνίζει ανενόχλητος… σε ώρα δουλειάς. Ούτως ή άλλως περνούσε πολλές ώρες με την Ορχήστρα του. Ο ίδιος έλεγε ότι την έφτιαξε για να συνεχίσει τις σπουδές του στη μουσική. Την παρουσίασε στο κοινό στις 23 Νοεμβρίου 1989, στο θέατρο «Παλλάς». Είναι γνωστό το πόσο καλά αμείβονταν οι μουσικοί της Ορχήστρας των Χρωμάτων επί Χατζιδάκι, περισσότερο από τον μέσο όρο κάθε άλλου συμφωνικού μουσικού της εποχής. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τον εμπνευστή της, έπρεπε οι μουσικοί να αποβάλουν το βιοποριστικό τους άγχος για να αφοσιωθούν στην τέχνη τους. Ακόμα κι όταν καθυστερούσε να φτάσει στις πρόβες - πράγμα όχι σπάνιο - οι μουσικοί πληρώνονταν και την αναμονή.
Ο Σείριος ήταν και σκύλος
Δεν ήταν φιλόζωος. Έγινε. Όταν ο γιος του πρότεινε να πάρουν ένα σκύλο, ήταν αρνητικός. Είπε πως τα μόνα ζώα με τα οποία είχε μάθει να συμβιώνει ήταν οι άνθρωποι. Τελικά, έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του με τρία σκυλιά και μία γάτα, όλοι μαζί σε ένα σπίτι, σε πλήρη αρμονία. Τον ένα σκύλο τον έλεγε Σείριο, τον άλλο Ραλού, τον τρίτο Πολύβιο, τη γάτα Κεμάλ… Μια μέρα, καθώς πήγαινε με τον γιο του στο βιβλιοπωλείο του «Ίκαρου», συνάντησε μια αγέλη αδέσποτων σκύλων στην πλατεία Συντάγματος. «Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε τον γιο του. «Τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε» απάντησε ο Γιώργος. Κι όμως. Ο Μάνος κατευθύνθηκε προς μία καντίνα που βρισκόταν κοντά και αγόρασε όλο της το εμπόρευμα: τυρόπιτες, λουκανικόπιτες, πίτσες, κουλούρια. Μετά γύρισε και τάισε τα σκυλιά χαμογελώντας.
Την ερωτεύτηκε
Τόνοι μελάνι έχουν χυθεί για την περιβόητη σχέση Μάνου Χατζιδάκι - Μελίνας Μερκούρη. Μια σχέση που ξεκίνησε από την παιδική τους ηλικία, όταν την είδε στον δρόμο και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, συνεχίστηκε στο μαύρο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, κορυφώθηκε με τα «Παιδιά του Πειραιά» και τερματίστηκε το 1994. Με τον Μάνο να πηγαίνει στο παρεκκλήσι να προσκυνήσει τη σορό της, προσπερνώντας ρεπόρτερ και τηλεοπτικές κάμερες σαν αερικό, λίγους μήνες πριν την ακολουθήσει κι εκείνος. Ακόμα και οι μαμάδες τους ήταν στενές φίλες και παρενέβαιναν συχνά στη ζωή των παιδιών τους. Κάποια φορά, όταν ο Μάνος και η Μελίνα πήγαν ταξίδι στο Παρίσι και τις πήραν μαζί, νοίκιασαν ξεχωριστό δωμάτιο για να βρίσκονται και να παίζουν τάβλι ανενόχλητοι! Ήταν μια σχέση που είχε περάσει κυριολεκτικά διά πυρός και σιδήρου. Μα που στο βάθος της στηριζόταν στο «ερωτικό πρόσωπο της Ελλάδας», αυτό που ο Χατζιδάκις αναγνώριζε ανέκαθεν στο πρόσωπο της ηθοποιού και πολιτικού Μελίνας Μερκούρη. Τίποτα απ’ όλα αυτά βέβαια δεν τον εμπόδιζε να της ασκεί συχνά - πυκνά κριτική. Ας δούμε τι δήλωνε για τη Μελίνα ο Χατζιδάκις στην ελληνική εκπομπή της Σουηδικής Ραδιοφωνίας και στον δημοσιογράφο Νίκο Σερβετά το 1985: «Η κυρία Μερκούρη είναι πολύ φίλη μου, την αγαπώ πολύ και δεν νομίζω ότι έχει συνείδηση όλων των τεράστιων προβλημάτων. Εκείνη χαίρεται το γεγονός ότι εκμεταλλεύεται το όνομά της και μας επισκέπτονται μεγάλα ονόματα της τέχνης. Είναι πιο ικανή από τους επαγγελματίες πολιτικούς μας, οι οποίοι είναι άχρωμοι, άοσμοι και συμπλεγματικοί. Κατά τα άλλα, οι απόψεις της περί πολιτισμού έχουν όλες τις ρωγμές απόψεων που βγαίνουν από μια όμορφη γυναίκα και μια γυναίκα που λατρεύεται».
Τα παιδιά του Πειραιά δεν υπάρχουν πια
Είναι η πρώτη και μοναδική φορά που ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στην Αυστραλία για να δώσει ρεσιτάλ με τον Σπύρο Σακκά σε εκδηλώσεις της ομογένειας. Αφορμή η επέτειος της Μάχης της Κρήτης. Ο χώρος κατάμεστος από 6.000 ανθρώπους. Το κονσέρτο ξεκινάει, μαζί και οι παραγγελιές: «Τα παιδιά του Πειραιά» και ο «Κυρ-Αντώνης». Διακόπτει ο Χατζιδάκις το πρόγραμμα, παίρνει το μικρόφωνο και λέει: «Λείπετε πολλά χρόνια από την πατρίδα και τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν υπάρχουν πια τα Παιδιά του Πειραιά και ο κυρ-Αντώνης έχει πεθάνει. Απόψε θα σας παίξουμε κάτι άλλο και αν εσείς θεωρείτε ότι δεν σας ταιριάζει, μπορείτε από τώρα να αποχωρήσετε». Κανείς δεν αποχώρησε. Και στο τέλος έκανε τρεις ώρες να εγκαταλείψει το κτίριο από τις εκδηλώσεις αγάπης του κόσμου. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ο Χατζιδάκις διέκοπτε μια συναυλία, όταν κάτι δεν του άρεσε, ή όταν το κοινό ήταν ανήσυχο. Γι’ αυτό, όπου εμφανιζόταν επικρατούσε μια σχεδόν εκκλησιαστική πειθαρχία.
Η Ελλάδα ζούσε μόνο στα όνειρά μας
Τη φιλία του με τον Οδυσσέα Ελύτη την περιγράφει ο ίδιος ο Χατζιδάκις ως εξής: «Του Ελύτη του άρεσαν τα κορίτσια από παλιά. Αυτό δυσκόλεψε λίγο τη γνωριμία μας, ώσπου άρχισα να γράφω τη μουσική για τον Ήλιο του. Και τραγουδούσα όπου βρισκόμουν, νυχτα-μέρα, “Σήκω μικρή μικρή Πορτοκαλένια”, κι ο Ελύτης έτρεχε προς τη μεριά μου για ν’ αγκαλιάσει την Πορτοκαλένια, έτσι όπως ξυπνούσε από τη μουσική μου. Μ’ αυτόν τον τρόπο γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι. Αλλά όσες φορές ξεχνούσε την Ελένη του και την Πορτοκαλένια, γινόταν το παράξενο να φεύγει κι από μένα» (από το βιβλίο «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι», εκδ. Ίκαρος). Νά κι ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, απ’ αυτά τα μεταφυσικά που προκαλούσε ο Χατζιδάκις. Το 1993 ο Ελύτης και ο Χατζιδάκις νοσηλεύτηκαν στο ίδιο νοσοκομείο, σε διπλανά δωμάτια. Ο ποιητικός διάλογος μεταξύ των δύο ανδρών προς το τέλος της ζωής τους είναι συγκλονιστικός: «Γιατί τα κάναμε όλα αυτά, Μάνο; Κοίταξε γύρω σου την παρακμή» λέει ο Ελύτης. Και απαντά ο Χατζιδάκις: «Τα κάναμε για μας και τους φίλους μας. Άλλωστε η Ελλάδα έχει πεθάνει προ πολλού και ζούσε μόνο μέσα στα όνειρα μας…»
Ο Χατζιδάκις μαθητής. Ο Γκάτσος δάσκαλος
Πλάκα, κουβεντούλα και απλές σκέψεις, που κουβαλούσαν τη σοφία και των δύο. Ο ένας βρήκε στον άλλο τον ιδανικό φίλο, συνοδοιπόρο, συνεργάτη και συνομιλητή. Δυο περιστατικά ανάμεσά τους δείχνουν αυτό που πάντα πίστευε ο Χατζιδάκις: ότι εκείνος ήταν ο μαθητής και ο Γκάτσος ο δάσκαλος. Και ήταν αλήθεια ότι ένα από τα ταλέντα του Χατζιδάκι ήταν το χάρισμα του ακροατή. Μικρός έκανε παρέα με μεγαλύτερους και όταν μεγάλωσε με νεότερους. Και τους άκουγε όλους. Όταν στα 25 του έγραψε τη μουσική για την «Ορέστεια» και απολάμβανε τον θρίαμβό του, ο Γκάτσος τού έκοψε τα φτερά. «Έγραψες θαυμάσια μουσική για τον Ευριπίδη», του είπε. «Μα, η “Ορέστεια” είναι του Αισχύλου», απάντησε απορημένος ο Χατζιδάκις. «Αυτό εσύ πρέπει να το σκεφτείς…», τον αποστόμωσε ο Γκάτσος. Κι εκείνος, παρόλο που θύμωσε αρχικά, το σκέφτηκε. Και κατάλαβε τη διαφορά ανάμεσα στο ιερατικό στοιχείο του Αισχύλου και στο πιο «σύγχρονο» ύφος του Ευριπίδη. Το ίδιο συνέβη και στη χορογραφία που ανέλαβε από το Εθνικό Θέατρο για το «Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας». Στην πρεμιέρα, μέσα σε ένα κατάμεστο θέατρο, ο Γκάτσος τού είπε με δυνατή φωνή: «Ελπίζω να σταματήσεις αυτές τις ανοησίες!», αφήνοντάς τον αποσβολωμένο. Από τότε δεν ξανάκανε ποτέ χορογραφία.
Ξενύχτια μέχρι πρωίας στην κρεαταγορά
Όλοι ξέρουμε τον μύθο της «Πορνογραφίας». Τον καλλιτεχνικό. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι ότι ο οργασμός της υψηλής δημιουργίας κορυφωνόταν ξημερώματα στην… κρεαταγορά. Κάθε βράδυ μετά τις πρόβες σύσσωμος ο θίασος, με πρώτη και καλύτερη τη Σαπφώ Νοταρά, έτρεχε στην κρεαταγορά για φαΐ, κουβέντα και πλάκα μέχρι το πρωί. Και κάτι ακόμα που δεν ξέρουμε, και μας θύμισε ο Ηλίας Λιούγκος, ένας από τους ερμηνευτές της «Πορνογραφίας». Ο Μίνως Αργυράκης έκανε δεύτερες φωνές στην «Οδό του Μπλαμαντό». Μπούκαρε στο δωμάτιο ηχογράφησης επειδή η Σαπφώ είχε δυσκολία να τραγουδήσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου