Παντελής Mπουκάλας
Πώς ακριβώς εκτυλίχθηκε το επεισόδιο το ξέρουν μόνον όσοι το έζησαν: ο κ. Κίμων Κουλούρης, η κόρη του και οι δύο ειδικοί φρουροί. Είναι βέβαιο ωστόσο ότι δεν το έζησαν με την ίδια ένταση αισθημάτων και υπό την ίδια οπτική. Επίσης βέβαιο είναι πως η μνήμη μας μεροληπτεί όταν...
ανακαλεί ένα γεγονός για να το περιγράψει (σε επίσημες καταθέσεις ή σε κουβεντολόι μεταξύ φίλων)· η αφήγηση προσλαμβάνει αυτοδικαιωτικό χαρακτήρα και οι αφηγητές μετατρέπονται σε οιονεί λογοτέχνες, είναι δηλαδή διαχειριστές του μνημονικού υλικού και όχι ουδέτερες μηχανές που καταγράφουν τα συμβαίνοντα ανεπηρέαστες από ανθρώπινα αισθήματα και επιδιώξεις και τα αναπαράγουν αυθεντικά, δηλαδή ασυγκίνητα.
Μένουμε λοιπόν σε όσα συμφωνούν οι δύο πλευρές: Ο κ. Κουλούρης, σαρξ εκ της σαρκός του γνήσιου ΠΑΣΟΚ και πνεύμα από το πνεύμα του, πέρασε με κόκκινο τέσσερα φανάρια, ένδεκα η ώρα βράδυ Σαββάτου, όταν ακόμα κυκλοφορεί κόσμος στην έστω και αραιοκατοικημένη πια νυχτερινή Αθήνα. Δεν είπε ότι είχε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να βιαστεί, κάποιο πρόβλημα υγείας ή ένα κατεπείγον τηλεφώνημα από τον κ. Βενιζέλο ή τον κ. Χρυσοχοΐδη. Και να μην οδηγούμε, μπορούμε να υποθέσουμε τι πέρασε από το μυαλό του: «Ελα μωρέ τώρα, ποιος με βλέπει». Ναι, αλλά οι νόμοι ισχύουν, πρέπει να ισχύουν, κυρίως όταν δεν μας βλέπει κανένας αυστηρός τιμωρός. Και όπως σίγουρα θα ξέρει ένας πρώην υπουργός, η άγραφη Αρχή της Εμπιστοσύνης, χάρη στην οποία οι κοινωνίες δεν καταντούν ζούγκλα, στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτό: τη σεβόμαστε γενικώς και όχι κατά περίσταση.
Εύκολα επίσης μπορούμε να υποθέσουμε τι άλλο σκέφτηκε ο κ. Κουλούρης όταν τον σταμάτησαν οι δύο μοτοσικλετιστές για να ελέγξουν την αυτού... επωνυμότητα: «Ξέρεις ποιος είμ’ εγώ, ρε;» Εφόσον αυτή τη φρασούλα την έχουμε πει σχεδόν όλοι, πώς να μην την πει έναν πρώην ισχυρός πολιτικός, μαθημένος να στέκονται όλοι κλαρίνο μπροστά του; Και πώς να σκεφτεί ότι πλέον δεν είναι υποχρεωμένοι να τον αναγνωρίζουν ούτε οι θυρωροί των πολυκατοικιών ούτε οι τροχονόμοι;
Ο κ. Κουλούρης δεν ανήκει σε κάποια μειονότητα. Ως προς την οδηγική συμπεριφορά είναι ένας από μας: επιθετικός, μάγκας, εγωλάτρης. Ως μέλος της κάστας των εξουσιαστών όμως διαφέρει, ή μάλλον «υπερέχει»: Αισθάνεται βέβαιος πως οι νόμοι είναι για τους άλλους και οι τροχονόμοι δεν είναι για τους «μεγάλους», όπως η εξοχότης του. Στην περίπτωση του «ανωνύμου», το «ξέρεις ποιος είμ’ εγώ, ρε;» είναι αμυντικό και κάπως φοβισμένο, αφού κατά βάθος ξέρει ποιος είναι και ποιος δεν είναι. Στην περίπτωση των πρώην, νυν και αεί διασήμων, το «ξέρεις ποιος είμ’ εγώ, ρε;» είναι επιθετικό, απειλητικό και εκδικητικό. Σαν το χαστούκι που έδωσε κάποτε ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Αντώνης Δροσογιάννης σε τροχονόμο που τόλμησε να κάνει τη δουλειά του αγνοώντας το υπουργικό μεγαλείο.
Πώς ακριβώς εκτυλίχθηκε το επεισόδιο το ξέρουν μόνον όσοι το έζησαν: ο κ. Κίμων Κουλούρης, η κόρη του και οι δύο ειδικοί φρουροί. Είναι βέβαιο ωστόσο ότι δεν το έζησαν με την ίδια ένταση αισθημάτων και υπό την ίδια οπτική. Επίσης βέβαιο είναι πως η μνήμη μας μεροληπτεί όταν...
ανακαλεί ένα γεγονός για να το περιγράψει (σε επίσημες καταθέσεις ή σε κουβεντολόι μεταξύ φίλων)· η αφήγηση προσλαμβάνει αυτοδικαιωτικό χαρακτήρα και οι αφηγητές μετατρέπονται σε οιονεί λογοτέχνες, είναι δηλαδή διαχειριστές του μνημονικού υλικού και όχι ουδέτερες μηχανές που καταγράφουν τα συμβαίνοντα ανεπηρέαστες από ανθρώπινα αισθήματα και επιδιώξεις και τα αναπαράγουν αυθεντικά, δηλαδή ασυγκίνητα.
Μένουμε λοιπόν σε όσα συμφωνούν οι δύο πλευρές: Ο κ. Κουλούρης, σαρξ εκ της σαρκός του γνήσιου ΠΑΣΟΚ και πνεύμα από το πνεύμα του, πέρασε με κόκκινο τέσσερα φανάρια, ένδεκα η ώρα βράδυ Σαββάτου, όταν ακόμα κυκλοφορεί κόσμος στην έστω και αραιοκατοικημένη πια νυχτερινή Αθήνα. Δεν είπε ότι είχε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να βιαστεί, κάποιο πρόβλημα υγείας ή ένα κατεπείγον τηλεφώνημα από τον κ. Βενιζέλο ή τον κ. Χρυσοχοΐδη. Και να μην οδηγούμε, μπορούμε να υποθέσουμε τι πέρασε από το μυαλό του: «Ελα μωρέ τώρα, ποιος με βλέπει». Ναι, αλλά οι νόμοι ισχύουν, πρέπει να ισχύουν, κυρίως όταν δεν μας βλέπει κανένας αυστηρός τιμωρός. Και όπως σίγουρα θα ξέρει ένας πρώην υπουργός, η άγραφη Αρχή της Εμπιστοσύνης, χάρη στην οποία οι κοινωνίες δεν καταντούν ζούγκλα, στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτό: τη σεβόμαστε γενικώς και όχι κατά περίσταση.
Εύκολα επίσης μπορούμε να υποθέσουμε τι άλλο σκέφτηκε ο κ. Κουλούρης όταν τον σταμάτησαν οι δύο μοτοσικλετιστές για να ελέγξουν την αυτού... επωνυμότητα: «Ξέρεις ποιος είμ’ εγώ, ρε;» Εφόσον αυτή τη φρασούλα την έχουμε πει σχεδόν όλοι, πώς να μην την πει έναν πρώην ισχυρός πολιτικός, μαθημένος να στέκονται όλοι κλαρίνο μπροστά του; Και πώς να σκεφτεί ότι πλέον δεν είναι υποχρεωμένοι να τον αναγνωρίζουν ούτε οι θυρωροί των πολυκατοικιών ούτε οι τροχονόμοι;
Ο κ. Κουλούρης δεν ανήκει σε κάποια μειονότητα. Ως προς την οδηγική συμπεριφορά είναι ένας από μας: επιθετικός, μάγκας, εγωλάτρης. Ως μέλος της κάστας των εξουσιαστών όμως διαφέρει, ή μάλλον «υπερέχει»: Αισθάνεται βέβαιος πως οι νόμοι είναι για τους άλλους και οι τροχονόμοι δεν είναι για τους «μεγάλους», όπως η εξοχότης του. Στην περίπτωση του «ανωνύμου», το «ξέρεις ποιος είμ’ εγώ, ρε;» είναι αμυντικό και κάπως φοβισμένο, αφού κατά βάθος ξέρει ποιος είναι και ποιος δεν είναι. Στην περίπτωση των πρώην, νυν και αεί διασήμων, το «ξέρεις ποιος είμ’ εγώ, ρε;» είναι επιθετικό, απειλητικό και εκδικητικό. Σαν το χαστούκι που έδωσε κάποτε ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Αντώνης Δροσογιάννης σε τροχονόμο που τόλμησε να κάνει τη δουλειά του αγνοώντας το υπουργικό μεγαλείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου