Όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Β’, 206.26 – 214.13» ο του παντός ποιητής πριν την όλη (καθολική) δημιουργία λέγεται ότι μπήκε στο χρηστήριο (μαντείο) της Νυκτός και από εκεί «πληροῦσθαι τῶν θείων νοήσεων καὶ τὰς τῆς δημιουργίας ἀρχὰς ὑποδέχεσθαι» και διέλυσε, αν επιτρέπεται να το πούμε κάτι τέτοιο, όλες τις απορίες του και (παρα)κάλεσε επίσης και τον πατέρα του τον Κρόνο «εἰς τὴν τῆς δημιουργίας σύλληψιν». Γιατί ο του παντός ποιητής έχει παρουσιαστεί από τον θεολόγο να λέει προς την Νύκτα : «μαία, ύπατη των θεών, άμβροτη Νύχτα, πως, πες μου, πρέπει εγώ γενναιόψυχος να κάνω την αρχή των αθανάτων ; – μαῖα, θεῶν ὑπάτη, Νὺξ ἄμβροτε, πῶς, τάδε φράζε, πῶς χρή μ᾽ ἀθανάτων ἀρχὴν κρατερόφρονα θέσθαι ;» και ακούει από εκείνη : «να περιλάβεις τα πάντα πέριξ με άφατο αιθέρα και στην μέση να βάλεις τον ουρανό - αἰθέρι πάντα πέριξ ἀφάτῳ λάβε, τῷ δ᾽ ἐνὶ μέσσῳ οὐρανόν». Και στη συνέχεια διδάσκεται για όλη την Κοσμοποιία. Αλλά και προς τον Κρόνο, μολονότι τον έχει δέσει με δεσμούς, (προς)εύχεται λέγοντας : «Όρθωσε (ύψωσε) τη γενιά μας, ένδοξε δαίμονα -ὄρθου δ᾽ ἡμετέρην γενεήν, ἀριδείκετε δαῖμον». Και με όλα αυτά ακολουθούν επιζητά την εύνοια του πατέρα του. Γιατί πως αλλιώς επρόκειτο να πληρώσει (γεμίσει) τα πάντα με τους θεούς «καὶ ἀφομοιώσειν τὸ αἰσθητὸν πρὸς τὸ αὐτοζῷον» αν όχι «πρὸς τὰς ἀφανεῖς αἰτίας τῶν ὅλων ἀνατεινόμενος», από τις οποίες και ο ίδιος έχοντας πληρωθεί (γεμίσει), επρόκειτο «από την καρδιά του πάλι να παρουσιάσει θαυμαστά έργα - ἀπὸ κραδίης προφέρειν πάλι θέσκελα ἔργα»;;
Πρέπει, λοιπόν, πριν από όλα τα άλλα να μάθουμε κάτι ξεκάθαρο για την (προσ)ευχή, ποια είναι η ουσία της, ποια η τελειότητά της και από πού έχει δοθεί στις ψυχές.
Πρέπει, λοιπόν, να αρχίσουμε από εδώ : όλα τα όντα είναι έκγονα των θεών και όλα παράγονται από αυτούς άμεσα και εδράζονται σε αυτούς. Γιατί δεν πραγματοποιείται μόνο η συνεχής πρόοδος των πραγμάτων και τα επόμενα δεν λαμβάνουν υπόσταση πάντα μόνο από τα αμέσως προηγούμενα αίτιά τους, αλλά κατά κάποιο τρόπο τα πάντα γεννιούνται κατευθείαν από τους θεούς, ακόμα και αν λέγονται ότι είναι πάρα πολύ μακριά από τους θεούς, ακόμα κι αν μιλήσεις για την ίδια την ύλη. Γιατί το θείο δεν λείπει από τίποτα, αλλά παρευρίσκεται εξίσου στα πάντα. Για αυτό, ακόμα κι αν πάρεις τα τελευταία όντα, και σε αυτά θα βρεις να υπάρχει το θείο. Γιατί το Ένα υπάρχει παντού, στον βαθμό που κάθε ον έχει λάβει υπόσταση από τους θεούς, και τα πάντα, μολονότι έχουν προέλθει από τους θεούς, δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτούς, αλλά είναι ριζωμένα σε αυτούς. Γιατί που θα μπορούσαν να απομακρυνθούν, αφού οι θεοί έχει περιβάλει και συμπεριλάβει τα πάντα και τα κρατούν μέσα τους ;; Γιατί αυτό που υπάρχει πέρα από τους θεούς είναι «τὸ μηδαμῶς ὄν ἐστι» (αυτό που δεν υπάρχει καθόλου). Όλα τα όντα περιλαμβάνονται ολόγυρα από τους θεούς και υπάρχουν μέσα σε αυτού. Με έναν θαυμαστό, λοιπόν, τρόπο, και έχουν βγει τα πάντα και δεν έχουν βγει. Γιατί δεν αποσπάστηκαν από τους θεούς. Γιατί αν είχαν αποσπαστεί, δεν θα υπήρχαν καν, επειδή και όλα τα γεννήματα, από αποσπαστούν από τους πατέρες τους, αμέσως ξεπέφτουν στην αχάνεια του μη όντος. Αντιθέτως, είναι εδραιωμένα κατά κάποιο τρόπο σε αυτούς και, για να μιλήσουμε γενικά, έχουν προχωρήσει στον εαυτό τους, παραμένουν όμως στους θεούς.
Επειδή, όμως, από τη στιγμή που προχώρησαν, έπρεπε και να επιστρέψουν, μιμούμενοι την εμφάνιση των θεών και την επιστροφή τους στο αίτιο, προκειμένου και αυτά να είναι τακτοποιημένα σύμφωνα με την τελειοποιητική τριάδα (παραμονή, πρόοδος και επιστροφή) και να περιέχονται πάλι από τους θεούς και τις πρωταρχικές Ενάδες, για αυτό δέχονται από αυτούς μια κατώτερη τελειότητα, με βάση την οποία μπορούν να επιστρέφουν προς την αγαθότητα των θεών, προκειμένου, επειδή εξ αρχής ήταν ριζωμένα στους θεούς, να στηριχτούν και πάλι σε αυτούς μέσω της επιστροφής, κάνοντας ένα τέτοιο κύκλο που ξεκινά από τους θεούς και καταλήγει στους θεούς.
Όλα, λοιπόν, και μένουν και επιστρέφουν στους θεούς, έχοντας λάβει από αυτούς τούτη τη δύναμη και έχοντας υποδεχτεί στην ουσία τους δύο συνθήματα (σύμβολα), το ένα για να μένουν εκεί και το άλλο για να επιστρέφουν μετά την πρόοδό τους. Και αυτά μπορούμε να τα δούμε όχι μόνο στις ψυχές αλλά και στα κατώτερα άψυχα όντα. Γιατί τι άλλο είναι αυτό που και σε τούτα προκαλεί την ομοιοπάθεια με διαφορετικές κάθε φορά δυνάμεις, αν όχι το ότι έχουν λάβει συνθήματα (σύμβολα) από τη φύση, εκ των οποίων η καθεμία τα εξοικειώνει και με διαφορετική σειρά των θεών ;; Γιατί η φύση είναι εξαρτημένη από ψηλά και από τους ίδιους τους θεούς και έχει διανεμηθεί στις τάξεις των θεών και βάζει μέσα στα σώματα συνθήματα (σύμβολα) της εξοικείωσης των σωμάτων με τους θεούς, σε άλλα ηλιακές, σε άλλα σεληνιακές και σε άλλα κάποιου άλλου θεού, και τα επιστρέφει και αυτά στους θεούς, αλλά γενικά στους θεούς και άλλα σε συγκεκριμένους θεούς, τελειοποιώντας τα γεννήματα της με βάση διαφορετική κάθε φορά ιδιότητα των θεών.
Αυτά, λοιπόν, πολύ πιο πριν και ο δημιουργός τα έπραξε στις ψυχές, δίνοντας τους συνθήματα (σύμβολα) της παραμονής και της επιστροφής τους, εδραιώνοντας τις στο Ένα και χαρίζοντας τους την «κατὰ τὸν νοῦν ἐπιστροφὴν». Για αυτή την επιστροφή η (προς)ευχή παρέχει μέγιστη συντέλεια (βοήθεια), καθώς με τα άρρητα συνθήματα (σύμβολα) των θεών, τα οποία ο πατέρας των ψυχών έσπειρε μέσα τους, «τῶν θεῶν τὴν εὐποιίαν ἕλκουσα εἰς ἑαυτὴν καὶ ἑνοῦσα μὲν τοὺς εὐχομένους ἐκείνοις» (προσελκύει κοντά τους την ευποιία των θεών και ενώνει τους [προσ]ευχόμενους με τους θεούς στους οποίους προσεύχονται), συνάπτει «καὶ τὸν τῶν θεῶν νοῦν πρὸς τοὺς τῶν εὐχομένων λόγους», παρακινεί την βούληση όσων περιέχουν μέσα τους πλήρως τα αγαθά στη γενναιόδωρη μετάδοσή τους, προκαλεί την πειθώ και την θεία δημιουργία των θεών, και εγκαθιστά όλα τα δικά μας μέσα στους θεούς.
Της τέλειας «καὶ ὄντως οὔσης εὐχῆς» προηγείται πρώτα η γνώση όλων των θεϊκών τάξεων τις οποίες προσεγγίζει αυτός που (προσ)εύχεται. Γιατί δεν θα τις προσεγγίσει κατάλληλα, αν δεν έχει μάθει τις ιδιότητές τους. Για αυτό και ο χρησμός προέτρεψε να έχει «η ζεσταμένη από το πυρ αντίληψη - τὴν πυριθαλπῆ ἔννοιαν» την πρώτη σειρά «ἐν τῇ ἱερᾷ θρησκείᾳ». Δεύτερη μετά από αυτή είναι η οικείωση μέσω της εξομοίωσης με το θείο ολόκληρης της καθαρότητάς μας, της αγνότητάς μας, της παιδείας μας και της σειράς «δι᾽ ἧς τὰ ἡμέτερα προσάγομεν τοῖς θεοῖς», έλκοντας εκ μέρους τους την ευμένεια και «τὰς ψυχὰς ἡμῶν ὑποκατακλίνοντες αὐτοῖς». Τρίτη είναι η συναφή (επαφή) «καθ᾽ ἣν ἐφαπτόμεθα τῆς θείας οὐσίας» μέσω της κορυφής της ψυχής μας και συγκλίνουμε προς αυτή. Στην συνέχεια είναι προσέγγιση – γιατί έτσι την αποκαλεί ο χρησμός : «γιατί ο βροτός προσεγγίζοντας το πυρ θα έχει φώς θέοθεν - τῷ πυρὶ γὰρ βροτὸς ἐμπελάσας θεόθεν φάοςἕξει» – το οποίο μας προσφέρει μεγαλύτερη (επι)κοινωνία και τρανότερη «μετουσίαν τοῦ τῶν θεῶν φωτός». Τελευταία είναι η ένωση, η οποία «αὐτῷ τῷ ἑνὶ τῶν θεῶν τὸ ἓν τῆς ψυχῆς ἐνιδρύουσα καὶ μίαν ἐνέργειαν ἡμῶν τε ποιοῦσα καὶ τῶν θεῶν» (που εγκαθιδρύει τον ένα [ενότητα] της ψυχής μας στο ένα [ενότητα] των θεών και κάνει κοινή την ενέργειά μας και των θεών), με την οποία δεν ανήκουμε και στους εαυτούς μας αλλά στους θεούς και παραμένουμε μέσα στο θεϊκό φως και περιεχόμαστε ολόγυρα από αυτό. Και τούτο είναι το άριστο πέρας (τέλος) της αληθινής (προσ)ευχής, προκειμένου η (προσ)ευχή να επισυνάψει την επιστροφή μας με την παραμονή, και αυτό που προήλθε «ἀπὸ τοῦ τῶν θεῶν ἑνὸς» [ενότητα] να το ενιδρύσει και πάλι εν «τῷ ἑνὶ καὶ τὸ ἐν ἡμῖν φῶς τῷ τῶν θεῶν φωτὶ περιλάβῃ» [και το εν ημίν φώς να το (συμ)περιλάβει στο φώς των θεών].
Επομένως η (προσ)ευχή δεν είναι μικρό μέρος της ανόδου των ψυχών ούτε αυτός που κατέχει την αρετή δεν έχει την ανάγκη των αγαθών που προέρχονται από την (προσ)ευχή, αλλά αντιθέτως η άνοδος επιτελείται μέσω αυτής και μαζί με αυτήν και το κύριο στοιχείο της αρετής είναι η περί τους θεούς οσιότητα (ευσέβεια). Και γενικά δεν ταιριάζει να (προσ)εύχεται κανείς άλλος παρά ο «εξαιρετικά αγαθός», όπως λέει ο Πλάτων στους «Νόμους, 716.d». «Γιατί για αυτό και για τον ευδαίμονα βίο του είναι πάρα πολύ ωφέλιμο το να συνομιλεί με τους θεούς, ενώ στους κακούς συμβαίνει το ακριβώς αντίθετος». «γιατί δεν είναι θεμιτό το ακάθαρτο να έρχεται σε επαφή με το καθαρό» σύμφωνα με τον Σωκράτη του πλατωνικού «Φαίδωνα, 67.b».
Αυτός, λοιπόν, που θα εφαρμόσει επιτυχώς την (προσ)ευχή, πρέπει «ἵλεώς τε ποιεῖσθαι τοὺς θεοὺς» και να «ἀνεγείρειν» μέσα του «τὰς περὶ θεῶν ἐννοίας», γιατί η εύνοια των ανώτερων είναι το πρώτιστο ορμητήριο (κίνητρο) για την μετουσία σε αυτούς, και να επιδίδεται αδιαλείπτως στην «περὶ τὸ θεῖον θρησκεία», γιατί «οι μακάριοι θεοί είναι σφοδροί με τον αμελή θνητό - δηθύνοντι βροτῷ κραιπνοὶ μάκαρες τελέθουσιν» και να διαφυλάττει αδιασάλευτη τη σειρά των πράξεων που είναι αρεστές στους θεούς και να έχει επιδείξει αρετές «ἀπὸ τῆς γενέσεως καθαρτικὰς καὶ ἀναγωγοὺς», καθώς και τη γνωστή τριάδα, πίστη, αλήθεια και έρωτα, και ελπίδα για τα αγαθά, αμετάτρεπτη υποδοχή του θεϊκού φωτός και «ἔκστασιν ἀπὸ πάντων τῶν ἄλλων ἐπι τηδευμάτων», προκειμένου να συνευρεθεί με την θεότητα μόνος και να μην προσπαθεί με τα του πλήθους να συνδέσει την εαυτό του με το Ένα. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος κάνει το ακριβώς αντίθετο και απομακρύνει τον εαυτό του από τον θεό. Γιατί, όπως δεν είναι θεμιτό κανείς «μετὰ τοῦ μὴ ὄντος τῷ ὄντι προσομιλεῖν», έτσι «οὐδὲ μετὰ πλήθους τῷ ἑνὶ συνάπτεσθαι δυνατόν».
Αυτά λοιπόν, που πρέπει να γνωρίζει κανείς για την (προσ)ευχή είναι κατά αρχάς τα εξής περίπου: Ουσία της είναι η συναγωγή (συγκέντρωση) και η σύνδεση των ψυχών προς τους θεούς ή μάλλον η ένωση όλων των κατώτερων με τα ανώτερα. Διότι «πάντα γὰρ εὔχεται πλὴν τοῦ πρώτου», λέγει ο μέγας Θεόδωρος ο εκ της Ασίνης. Τελειότητά της είναι έναρξη «ἀπὸ τῶν κοινοτέρων ἀγαθῶν, λήγουσα δὲ εἰς τὴν θείαν ἕνωσιν» και η σταδιακή εξοικείωση της με το θεϊκό φως. Δραστική ενέργειά της είναι να συμπληρώνει τα αγαθά και να κάνει τα δικά μας κοινά με τους θεούς. Όσο για τις αιτίες της (προσ)ευχής, θεωρούμε ότι δημιουργικές αιτίες της είναι οι δραστικές δυνάμεις των θεών, οι οποίες επιστρέφουν και ανακαλούν τα πάντα στους ίδιους τους θεούς, τελικές αιτίες (σκοποί) της είναι τα άχραντα αγαθά των ψυχών, τα οποία οι ψυχές καρπώνονται όταν εδραιωθούν μέσα στους θεούς, υποδειγματικές αιτίες της είναι τα πρώτιστα των όντων αίτια, τα οποία προήλθαν από το Αγαθό και είναι ενωμένα με αυτό μέσω μιας άρρητης ένωσης, ειδικές (διαμορφωτικές) αιτίες της είναι τα αίτια που εξομοιώνουν της ψυχές με τους θεούς και τελεσιουργούν (τελειοποιούν) ολόκληρη της ζωής τους, και υλικές αιτίες της είναι τα ενδοθέντα από τον δημιουργό στις ουσίες των ψυχών συνθήματα (σύμβολα), προς ανάμνηση των θεών που έδωσαν υπόσταση στις ίδιες και στα υπόλοιπα.
Διαχωρίζουμε όμως και τους τρόπους των (προς)ευχών, οι οποίοι είναι πολλοί : Άλλοι ακολουθούν τα γένη και τα είδη των θεών. Γιατί υπάρχει (προς)ευχή δημιουργική, καθαρτική και ζωοποιός. Δημιουργική είναι, επί παραδείγματι, η (προς)ευχή υπέρ όμβρων και ανέμων. Γιατί υπαίτιοι της γέννησης αυτών των πραγμάτων είναι οι δημιουργοί. Και οι (προσ)ευχές των «Εὐδανέμων» μεταξύ των Αθηναίων απευθύνονταν σε αυτούς τους θεούς. Καθαρτικές είναι αυτές που γίνονται για την αποτροπή λοιμικών νοσημάτων ή κάθε μόλυνσης. Τέτοιες (προς)ευχές εχουμε αναγεγραμμένες και στα ιερά. Ζωοποιές είναι αυτές που τιμούν τις ανώτερους αίτιους της ζωογονίας μας με σκοπό την γέννηση των καρπών. Υπάρχουν και τελειοποιητικές (προσ)ευχές, επειδή μας ανατείνουν στις τελειοποιητικές βαθμίδες των θεών. Και αυτός που εναλλάσσει αυτόν τον διαχωρισμό ξεφεύγει από την ορθή ανάλυση των (προς)ευχών. Άλλοι τρόποι ακολουθούν τις διαφορές των (προσ)ευχόμενων. Γιατί υπάρχει (προσ)ευχή φιλόσοφος (φιλοσοφική), θεουργική και εκτός από αυτές μια άλλη, η νόμιμος, η «κατὰ τὰ πάτρια τῶν πόλεων». Άλλοι τρόπο ακολουθούν τα πράγματα για τα οποία γίνονται οι (προσ)ευχές. Γιατί πρώτες είναι αυτές που γίνονται για την σωτηρία των ψυχών, δεύτερες αυτές που γίνονται για την υγεία των σωμάτων, τρίτες αυτές που γίνονται για τα εξωτερικά αγαθά. Άλλοι τρόποι ακολουθούν τη διαίρεση των καιρών (των κατάλληλων χρονικών στιγμών) κατά των οποίων κάνουμε τις (προσ)ευχές και διαχωρίζουμε τα διάφορα είδη τους «κατὰ τὰς ὥρας τοῦ ἔτους, ἢ κατὰ τὰ κέντρα τῆς ἡλιακῆς περιφορᾶς, ἢ κατὰ τὰς ἄλλας τοιαύτας ἐπιπλοκὰς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου