«Η πιο ωραία εμπειρία που μπορούμε να έχουμε, είναι το μυστηριώδες. Είναι το πρωταρχικό συναίσθημα που βρίσκεται στη βάση της αληθινής τέχνης και της αληθινής επιστήμης», είχε πει κάποτε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Κάπως έτσι μπορεί να αποτυπωθεί αυτό που θα δει κάποιος, εάν πάει μέχρι τα νότια της Αττικής, για να δει από κοντά το Σπήλαιο Νυμφολήπτου, γνωστό και ως Σπήλαιο Πανός και Σπήλαιο Αρχέδημου.
Ωστόσο, η προειδοποίηση στην πινακίδα που υπάρχει πάνω στη σιδερένια περίφραξη που «αγκαλιάζει» στο σπήλαιο, είναι σαφής: Απαγορεύεται η είσοδος. Κίνδυνος ατυχήματος. Οπότε, πρέπει ο κάθε ένας που θα αποφασίσει κάτι παράτολμο, να σκεφτεί ένα άλλο γνωμικό του Γερμανού φυσικού, το «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Θεός παίζει ζάρια με τον κόσμο».
Βέβαια, πριν φτάσει κανείς μέχρι εκεί, θα πρέπει να είναι αποφασισμένος για... περιπέτεια. Υπάρχουν δύο τρόποι για μετάβαση στο Σπήλαιο Νυμφολήπτου. Και στους δύο, βασική προϋπόθεση είναι να πάει μέχρι τις νότιες πλαγιές του Υμηττού, στα βόρεια της Βάρης και ανατολικά της Βούλας. Εκεί, υπάρχει ένας χωματόδρομος στα δεξιά του ασφάλτινου δρόμου, ο οποίος έπειτα από περίπου 2,5 χιλιόμετρα οδηγεί ακριβώς πάνω από το σημείο που βρίσκεται το σπήλαιο.
Όμως, θα χρειαστεί όχημα 4x4, διότι ένα συμβατικό Ι.Χ. θα... ταλαιπωρηθεί αρκετά. Υπάρχει φυσικά και η λύση του περπατήματος, για όσους δεν έχουν θέμα να κάνουν χιλιόμετρα με τα πόδια. Ο άλλος τρόπος είναι να πάει μέχρι το τέλος του ασφάλτινου δρόμου, να παρκάρει εκεί το όχημά του και στη συνέχεια να αρχίσει την ανάβαση προς τα επάνω, από ένα όχι και τόσο προσβάσιμο μονοπάτι. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει μονοπάτι και πρέπει να το δημιουργήσει αυτός που θα πάρει την απόφαση να ανηφορίσει (αν όχι να σκαρφαλώσει) για περίπου 300 με 400 μέτρα. Εμείς, επιλέξαμε το δεύτερο...
Με το που φτάσει κάποιος εκεί, θα βρει μια σιδερένια κατασκευή, η οποία ουσιαστικά προστατεύει το σπήλαιο - κυρίως από πτώσεις βράχων. Το μάτι θα πέσει άμεσα στις δύο μεγάλες πινακίδες που υπάρχουν. Η μια έχει μια περίληψη ιστορικών στοιχείων, που καταδεικνύουν τη σημαντικότητα του σπηλαίου και η άλλη ξεκαθαρίζει τους κινδύνους εισόδου σε αυτό. Και αυτό γιατί στο σημείο που προβλέπεται να υπάρχει πόρτα, πόρτα δεν υφίσταται.
Με άλλα λόγια, όποιος θέλει, μπορεί να μπει. Μόνο που θα διαπιστώσει ότι η κατάβαση προς τα ενδότερα του σπηλαίου, είναι πολύ πιο δύσκολη από την ανάβαση της πλαγιάς για να φτάσει εκεί.
Τόσο ο συντάκτης του κειμένου όσο και ο φωτογράφος του newsbeast.gr, Γιάννης Κέμμος, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι είναι άκρως επικίνδυνο να γίνει έστω και απόπειρα κατάβασης στο σπήλαιο. Άλλωστε, ειδικοί δεν είμαστε. Για τον λόγο αυτό απευθυνθήκαμε στον πλέον ειδικό, τον καθηγητή Παλαιοανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, Κωνσταντίνο Μερδενισιάνο, ο οποίος μας απέστειλε τις φωτογραφίες από το εσωτερικό του σπηλαίου που βλέπετε στο θέμα, καθώς και αρκετό υλικό σχετικά με την ιστορία του σπηλαίου και το πόσο σημαντικής ιστορικής σημασίας είναι.
Δια χειρός Αρχέδημου, έγινε λατρευτικός χώρος...
Το σπήλαιο είναι ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος, διότι το εσωτερικό του είναι διακοσμημένο από τον Θηραίο (δηλαδή από τη Θήρα, τη σημερινή Σαντορίνη) γλύπτη Αρχέδημο, κάτι που χρονολογούνται να έγινε στο γ' τέταρτο του 5ο αιώνα π.Χ. Εκείνος εγκαταστάθηκε εκεί λίγο πριν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το σκηνικό ήταν αυτό που τον έκανε να εμπνευστεί και για να τιμήσει τις Νύμφες, οι οποίες σύμφωνα με τον μύθο κατοικούσαν στο δάσος, αλλά και τον θεό Απόλλωνα, καθώς και τον Πάνα, μετατρέποντας το σπήλαιο σε λατρευτικό χώρο, παραμένοντας τέτοιο μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν και εγκαταλείφθηκε, όπως ενημερώνει και η πινακίδα που βρίσκεται έξω από τη σιδερένια περίφραξη.
Από τον Αρχέδημο έχουν χαραχθεί στα τοιχώματα πέντε επιγραφές, αλλά και ανάγλυφα. Σε μια από αυτές τις επιγραφές, που διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, φαίνεται ο ίδιος να γίνεται Αθηναίος πολίτης του δήμου των Χολλειδών. Επίσης, διατηρείται ένα σημαντικό ανάγλυφο, που απεικονίζει τον ίδιο να κρατά σμίλη και σφυρί και ένα ακέφαλο άγαλμα θεάς καθισμένη σε θρόνο.
Μετά την εγκατάλειψη του σπηλαίου, ακολούθησε ένα διάλειμμα πέντε αιώνων, μέχρι την περίοδο του Μέγα Κωνσταντίνου 307-337 μ.Χ. -όπως αναφέρουν τα στοιχεία που μας απέστειλε ο κ. Μερδενισιάνος. Σύμφωνα με την πινακίδα στην είσοδο της σιδερόφρακτης κατασκευής, το σπήλαιο άρχισε να χρησιμοποιείται πάλι από τους νεοπλατωνικούς, στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Στις ανασκαφές που έγιναν, βρέθηκαν ένας σιδερένιος σταυρός και κάποια νομίσματα της εποχής, που αποδεικνύουν ότι χρησιμοποιούταν κατά την ίδια περίοδο από Χριστιανούς. Ο κύκλος αυτός κλείνει τον 4ο αιώνα μ.Χ., πιθανότατα λόγω καταστροφικής επίθεσης που δέχθηκε το σπήλαιο από Χριστιανούς που επιχείρησαν να το μετατρέψουν σε χριστιανικό ασκητήριο. Έτσι εξηγούνται και τα ευρήματα που προαναφέρθηκαν.
Ξανά στο φως λόγω του Άγγλου περιηγητή Τσάντλερ
Το σπήλαιο έγινε ξανά γνωστό κατά τα νεότερα χρόνια, το 1765, από τον Άγγλο περιηγητή, Ρίτσαρντ Τσάντλερ. Αμέσως προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς πέρα από το εντυπωσιακό σταλακτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο, που διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση (όπως αποδεικνύουν και οι φωτογραφίες από το εσωτερικό του), βρέθηκε και πλήθος αρχαίων μνημείων. Έκτοτε, αποτέλεσε τόπο επίσκεψης των ξένων περιηγητών που επισκέπτονταν την Αττική. Μέχρι και ο Λόρδος Βύρωνας, αλλά και το βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας το επισκέφθηκαν, προκειμένου να θαυμάσουν τον «κρυφό» αυτόν χώρο.
Τα ανάγλυφα σώθηκαν από τους αρχαιοκάπηλους του 18ου και 19ου αιώνα, διότι θεωρήθηκαν άχρηστα. Στις αρχές του 20ού αιώνα την ανασκαφή και την έρευνα ανέλαβε η Αμερικάνικη Σχολή Κλασικών Σπουδών, που είχε έδρα την Αθήνα. Το 1902 βρέθηκαν πάνω από 1.000 πήλινα πλούσια διακοσμημένα λυχνάρια και αναθηματικές λίθινες επιγραφές του 4ου αιώνα.
Τα περισσότερα ευρήματα φυλάσσονται πλέον στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών... Πάντως, σύμφωνα με τις επιγραφές, υπήρχαν και άλλα μεγαλύτερα ανάγλυφα, τα οποία εικάζεται ότι βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού.
Πρόσβαση μόνο με τη συνοδεία ειδικών
Το άνοιγμά του σπηλαίου, με διαστάσεις 5 επί 2 μέτρα, είναι σχεδόν κάθετο και στο χείλος του έχουν σκαλιστεί σκαλοπάτια, τα οποία σήμερα μπορούν να χαρακτηριστούν έως και κατεστραμμένα. Η κύρια αίθουσα του σπηλαίου, με μήκος 26 μέτρα, πλάτος 23 μέτρα και ύψος 10 μέτρα ήταν το ιερό, ενώ χωρίζεται από ένα τοίχο από σταλακτίτες σε δύο τμήματα.
Όλα αυτά, δεν είχαμε την ευκαιρία να τα δούμε, καθώς μια κατάβαση προς τα ενδότερά του -επαναλαμβάνουμε- θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Τα υποτυπώδη σκαλοπάτια είναι ιδιαίτερα γλιστερά και ένα λάθος βήμα θα μπορούσε να είναι έως και μοιραίο. Άλλωστε, το σπήλαιο ουσιαστικά δεν είναι επισκέψιμο. Μόνο οι ειδικοί, δηλαδή οι σπηλαιολόγοι, με τον κατάλληλο εξοπλισμό μπορούν να μπουν μέσα σε αυτό... Όμως, η μαγεία δεν παύει να υφίσταται. Αναβλύζει από τα βάθη του, με την ενέργεια που απελευθερώνει και τη νιώθεις όταν βρίσκεται κάποιος εκεί.
Tags :Ελληνικές αρχαιότητες