ΑρχειοθήEις μνήμην του Ορφέως Μεγάλο κακό η ημιμάθεια…!!! ΛΕΙΒΗΘΡΑ : Μέχρι και έωςκη ιστολογίου

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

«Διδάσκοντας οι δάσκαλοι τα Αρχαία Ελληνικά, μας έμαθαν να βλέπουμε ερμηνευτικά τους έλληνες κάτω από τα τσακίσματα και τους ρυθμούς των χριστιανών.


Αυτό σημαίνει, πως αν οι δάσκαλοι από την άποψη της ουσίας παραχάραξαν το ελληνικό νόμισμα, από την άποψη της μορφής ο τρόπος που ερμήνεψαν στη συνέχεια τους έλληνες ήταν να διαθέσουν το κίβδηλο χρήμα στην αγορά από όλες τις τράπεζες του κόσμου. Η υφήλιος γιόμισε κάλπικη μονέδα.
Σύμφωνα με την τακτική αυτή κάθε αποτίμηση ελληνικού στοιχείου έπρεπε να περνά μέσα από τους ηθμούς της χριστιανικής λογικής, της χριστιανικής ηθικής, και της χριστιανικής αισθητικής. Οι αρχαίοι κίονες γίνανε πέτρες, για να χτιστούν οι τοίχοι των νέων ναών.
Έτσι, για να φέρω ένα παράδειγμα, τύπωσαν μέσα μας το σχήμα μιας αγίας Αντιγόνης και ενός Κρέοντα διαβόλου. Ο Σοφοκλής όμως στα σημεία πλάθει μιαν Αντιγόνη πολύ πιο ισχυρόγνωμη από τον Κρέοντα. Και στα σημεία πλάθει έναν Κρέοντα πολύ πιο ευαίσθητο και δραματικό από την Αντιγόνη. 
Ας υποθέσουμε ότι ο Κρέοντας συγχωρούσε την Αντιγόνη από μεγαλοψυχία, ή γιατί ύστερα από μία ξαφνική έλλαμψη αναγνώριζε το δίκιο της. Αλλά τότε ολόκληρος ο φέροντας σκελετός της τραγωδίας θα κατάρρεε σαν παιδοπαίγνιδο.
Πόσο γελοία βροντάει στη μνήμη μας η ερμηνεία που μας έμαθε ότι στο «οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν»* της κόρης ακούμε να ηχούν χριστιανικά προανακρούσματα. Τους χριστιανούς περίμεναν οι έλληνες για να μάθουν τι εστί … αγάπη και δικαιοσύνη. Ω θεοί!
Με την Αντιγόνη και τον Κρέοντα ο Σοφοκλής επεξεργάζεται πρώτα φυσικές και δευτερευόντως ηθικές αντινομίες. Το πρόβλημά του είναι ο νόμος και το κράτος στη σύγκρουσή τους με τη μεμονωμένη ευαισθησία των ατόμων για αιτήματα και δίκαια που υπερβαίνουν και πάντα θα υπερβαίνουν τον νόμο και το κράτος. 
Οι δάσκαλοι όμως ερμηνεύοντας χριστιανικά βλέπουν μόνο την ηθική πλευρά, και παραβλέπουν εντελώς τη φυσική, που είναι και η θεμελιώδης. 

Το να θάψει η Αντιγόνη τον Πολυνείκη είναι μία παράβαση πολύ χειρότερη από την απαγόρευση του Κρέοντα. Η Αντιγόνη κάτω από αυτή την οπτική είναι ένα μαρτύριο ευαισθησίας και αίρεσης σε κάθε εποχή. Και στον καιρό μας αναβιώνει αγνή και ατόφυα στο Μπακούνιν. Και στους αγνούς αναρχικούς των Εξαρχείων. Όσους αγνούς…
Αυτό το τελευταίο, το να ερμηνεύουμε δηλαδή την ελληνική πράξη μέσα από τη χριστιανική προσδοκία, σημαίνει αντιστροφή και αλλοίωση της αλήθειας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να σπάζουν όλοι οι μετρητές, και όλοι οι ζυγοί.
Σημαίνει πως αν η Ελλάδα είναι λιγνή και ωραία σαν την Ελένη, το μέτρο της εμορφιάς της θα το βρούμε μέσα από την αποστροφή και την κακομορφία της αράχνης, του φρύνου, και της μαδημένης όρνιθας. 

Το θέμα του Σοφοκλή επάνω σ’ αυτή ακριβώς τη βάση, που το δίκαιο δεν το προσδιορίζει το συναίσθημα του ανθρώπου αλλά η σιδερένια λογική των πραγμάτων, στις μέρες μας το αναπαρθένεψε ο Ανούιγ με τη δική του Αντιγόνη**. 
Φαντασθείτε ότι μέσα στο κράτος υπάρχουν χιλιάδες Αντιγόνες. Όπως κάλλιστα ημπορεί να συμβαίνει. Φανταστείτε ότι η κάθε μία για το δικό της διαφορετικό αίτημα με την υπέρτερη ποιότητα, την ασύμμετρη πάντα και την αντιθετική προς το θετικό δίκαιο του ανθρώπου που από τη φύση του αναγκαία είναι ανευέλικτο και περιοριστικό, καταστρατηγεί το νόμο του Κρέοντα. Ποιο θα είναι τότε το αποτέλεσμα για τις κοινωνίες;
Το αποτέλεσμα θα είναι να διαλύεται το κράτος των ανθρώπων εν ονόματι του κόσμου των αγγέλων. Μία παραφροσύνη, δηλαδή, μία καταστροφή, και μία αταξία, που μεταβάλλει την κοινωνία σε ουτοπία και ζούγκλα. Γιατί ζητεί να επιβάλλει τη χωρίς όρια βούληση του ατόμου για ελευθερία απέναντι στη μέσα σε όρια πάντοτε δυνατότητα κινήσεων του συνόλου. Του κράτους δηλαδή.
Το δίκαιο των ανθρώπινων νόμων δεν είναι να μας χαρίζουν το μεγαλύτερο καλό. Αλλά να μας φυλάγουν μέσα στο μικρότερο κακό. Ο νόμος των ανθρώπων δε φιλοδοξεί να μου προσφέρει τον παράδεισο. Του στέκεται αρκετό να αποτρέψει την κόλαση να γκρεμιστεί απάνω μου.
Μια βασική θέση των ελλήνων, που είναι η παιδαγωγική της φυσικότητας και της υγείας***, λέει πως είμαι ευτυχισμένος στο βαθμό που δεν είμαι δυστυχισμένος.»
Δημήτρης Λιαντίνης – "Τα Ελληνικά".

Δεν υπάρχουν σχόλια: