ΑρχειοθήEις μνήμην του Ορφέως Μεγάλο κακό η ημιμάθεια…!!! ΛΕΙΒΗΘΡΑ : Μέχρι και έωςκη ιστολογίου

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ


«Ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή,
που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ' ένα ιδιότυπο, κομμένο
στα μέτρα της χώρας πολίτευμα; Όπου το κοινό αίσθημα
να συμπίπτει με εκείνο των αρίστων...».
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ1




                                                
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

                                       ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ
           Πρώτη εικόνα
Η μελέτη της νεότερης Ιστορίας μας στις πραγματικές της βάσεις αποκαλύπτει μια ζοφερή εικόνα του πρόσφατου παρελθόντος αυτού του λαού και αυτού του τόπου και προδικάζει με μαθηματική ακρίβεια ένα ισάξιο μέλλον.
Όσες φορές και σε όποιες πηγές και αν ανατρέξει κάποιος που επιθυμεί να

μελετήσει τη νεότερη Ιστορία μας, με καθαρό μυαλό, μακριά από συμπλέγματα και προκαταλήψεις, καταλήγει στο ίδιο πάντοτε αποθαρρυντικό συμπέρασμα. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, μια ιδιόμορφη πολιτική ολιγαρχία2, ανανεούμενη έκτοτε με τους δικούς της κανόνες και με τη βοήθεια ενός εισαχθέντος και ξένου προς την τότε κοινωνική μας πραγματικότητα εξουσιαστικού συστήματος, πήρε στα χέρια της τα ηνία της πολιτικής εξουσίας και με τη χρήση της τεράστιας γραφειοκρατικής μηχανής, την οποία η ίδια δημιούργησε, κρατά από τότε και μέχρι σήμερα δέσμια και καθοδηγούμενη την ελληνική κοινωνία, προς εξυπηρέτηση των ποικίλων συμφερόντων που τη συνέχουν και τη στηρίζουν.
Στο πέρασμα του χρόνου άλλαξε μεθόδους, όχι όμως και το βασικό της στόχο. Όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, δεν έγινε και δεν γίνεται φυσικά ακόμη και σήμερα καμία προσπάθεια από το παλαιοκομματικό κατεστημένο για να πραγματωθεί η ιδέα της δημοκρατίας. Αντιθέτως, όλες οι προσπάθειες απέβλεπαν και αποβλέπουν ακριβώς στο να αποκλείσουν τη δημοκρατία από την εξουσία, να κρατήσουν το άτομο στο περιθώριο, μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, χωρίς τις εξουσίες που του αναγνωρίζει η δημοκρατία, αδύναμο και ανήμπορο να χαράξει την πορεία της ζωής του.
Έτσι, και με τη βοήθεια του ακατάλληλου και επιζήμιου για τη χώρα μας ισχύοντος πολιτικού συστήματος, έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό οικοδόμημα, που πνίγει τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, την οποία και οδηγεί στην εξαθλίωση, την υποταγή και το μαρασμό.
Πολλοί παράγοντες έχουν συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση. Ο κυριότερος όμως παράγοντας είναι ότι, για πολλούς λόγους, δεν εκδηλώθηκαν στην ελληνική κοινωνία, μετά την απελευθέρωση, εκείνες οι κοινωνικές συγκρούσεις και ανακατατάξεις που θα σχηματοποιούσαν τη δική τους πολιτική έκφραση, όπως συνέβη στη Δυτική Ευρώπη. Αντί της εμφάνισης και της ανόδου μιας γνήσιας αστικής τάξης, δημιουργήθηκε στη χώρα μας αυτή η ιδιόμορφη ολιγαρχία, η οποία απέκτησε και τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής και με τη βοήθεια του κρατικού μηχανισμού επέβαλε τη θέληση της στην ελληνική κοινωνία. Το κράτος εμφάνισε μια υπερανάπτυξη σε όλους τους μηχανισμούς αναγκαστικής επιβολής και έγινε ο ρυθμιστής της ζωής μας, παρουσιάζοντας μια μεγάλη ανεξαρτητοποίηση από το κοινωνικό σώμα.
Κύριος όμως στόχος του πολιτικού κατεστημένου ήταν και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι- η διατήρηση της αυτονομίας του απέναντι στο κοινωνικό σώμα. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει η κοινωνία μας να συντηρείται σε μια κατάσταση αδράνειας και υποτονικότητας μακριά, δηλαδή, από κοινωνική αφύπνιση και κοινωνικές ανακατατάξεις3. Παράλληλα, όσο και αν αυτό ηχεί περίεργα, γίνεται μια προσπάθεια να «κοπούν» τα ανήσυχα πνεύματα και να προωθηθούν όσοι είναι «συνεργάσιμοι» και υπάκουοι.
Έχει διατυπωθεί η άποψη πως αυτό το κατεστημένο σύστημα καταστέλλει την προσωπικότητα και κατ' επέκταση, υποθάλπει την ημιμάθεια και τη μετριότητα.

Ήδη από τα πιο πάνω συνάγεται ένα γενικό συμπέρασμα. Στη χώρα μας εισήχθη το κοινοβουλευτικό σύστημα, ένα καθαρά αστικό θεσμικό σύστημα, το οποίο εφαρμόστηκε σε μια κοινωνία που δεν ήταν αστική. Έχουμε δηλαδή μια νόθα κατάσταση. Αυτοί οι θεσμικοί κανόνες δεν μπόρεσαν, όπως ήταν επόμενο, να προσαρμοστούν στο ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται συνεχώς μια ισχυρή θεσμική αστάθεια.
Στη νεότερη Ιστορία μας ίσχυσαν συνολικά 13 Συντάγματα, αρκετές συντακτικές πράξεις και πληθώρα ψηφισμάτων4. Ήδη και το ισχύον Σύνταγμα έχει υποστεί μία πληθώρα αναθεωρήσεων, όχι πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση. Έτσι, τη θέση της ανύπαρκτης αστικής τάξης, μέσα στο νεοεισαχθέν θεσμικό πλαίσιο, κατέλαβε η ιδιότυπη ολιγαρχία, στην οποία αναφερθήκαμε και η οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησε το θεσμικό αυτό καθεστώς, με τη βοήθεια και των απέραντων δικτύων πατρωνείας και εκλογικής πελατείας, που η ίδια δημιούργησε, για την εξυπηρέτηση προσωπικών φιλοδοξιών των μελών της και των διαφόρων πίσω από αυτά συμφερόντων.


Περίοδος 1821-1880

Σε μια υγιή κοινωνικοπολιτική ζωή το πολιτικό στοιχείο καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό, αν και όχι απολύτως μονοσήμαντα, από την κοινωνική δυναμική, η οποία, με τη σειρά της, είναι αποτέλεσμα ποικίλων παραγόντων5. Υπάρχουν όμως περίοδοι μικρές ή μεγάλες στην ιστορία μιας κοινωνίας που για διάφορους λόγους αυξάνεται αντιθέτως η αυτονομία του πολιτικού στοιχείου απέναντι στο κοινωνικό σώμα. Στην περίπτωση αυτή η πολιτική ελίτ δεν διαθέτει τα αντίστοιχα κοινωνικά ερείσματα ούτε παρακολουθεί τις κοινωνικές ζυμώσεις, γεγονός που θα αποτελούσε αναμφισβήτητα μια υγιή κατάσταση, αλλά κινείται αυτόνομα. Είναι φυσικό αυτή η αυτόνομη ελίτ να προσπαθεί με κάθε μέσο να διατηρηθεί στην εξουσία. Το βασικότερο μέσο που χρησιμοποιεί για την επίτευξη του σκοπού της είναι οι κρατικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων προσπαθεί να διατηρεί υπό τον έλεγχο της την κοινωνία για να προλαβαίνει διαδικασίες ανατροπής της.
Αυτή, φυσικά, είναι μια αρρωστημένη κατάσταση, καθόσον οδηγεί σε υποτονικότητα και υπολειτουργία και επομένως σε υποδούλωση των κοινωνικών δυνάμεων. Το καλύτερο παράδειγμα στην τελευταία αυτή περίπτωση μας δίνει η νεότερη ελληνική Ιστορία6. Δυστυχώς, αυτή η μεγάλη νύχτα στην Ιστορία μας εξακολουθεί και σήμερα, πιο πολύπλοκη και πιο τελειοποιημένη.

Σε αντίθεση με τη Δυτική Ευρώπη, στη χώρα μας, για πολλούς λόγους, δεν έγιναν ουσιαστικά οι δύο μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις (μεταξύ γαιοκτημόνων και αστών και μεταξύ άρχουσας αστικής τάξης και εργατικής τάξης), που καθόρισαν τις πολιτικές εκφράσεις στη Δυτική Ευρώπη7.
Η αυτονομία της πολιτικής ηγεσίας του τόπου μας και των «πολιτικών» πρακτικών που αυτή ακολουθεί, ξεκινούν από πολύ παλιά. Τις αιτίες αυτού του φαινομένου τις συναντούμε κατ' αρχάς στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς και μετέπειτα του απελευθερωτικού αγώνα. Η τότε κοινωνική ηγεσία ήταν σύμμαχος αλλά και εντολοδόχος τοποτηρητής της τουρκικής εξουσίας. Αυτή η ηγεσία καταπίεζε μάλιστα αρκετές φορές τους ίδιους τους σκλαβωμένους Έλληνες. Είχε αναλάβει επιπλέον και το έργο της διαμεσολάβησης μεταξύ του ανήμπορου ραγιά και της τουρκικής εξουσίας για την επίλυση μικροπροβλημάτων. Αυτή ιδιαίτερα τη μεσολαβητική νοοτροπία δεν την απέβαλε ποτέ έκτοτε και, δυστυχώς, -παραλλαγμένη βέβαια- φτάνει ώς τις μέρες μας.
Από το βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου «Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία» (Αθήνα, 1981), πληροφορούμαστε πως το 1806 κυκλοφόρησε στην Ιταλία ένα εκπληκτικό έργο με τον τίτλο «Ελληνική Νομαρχία», του οποίου ο συγγραφέας είναι άγνωστος. Ο συγγραφέας αυτού του έργου, λοιπόν, μεταξύ άλλων καταγγέλλει με σφοδρότητα τους υπεύθυνους για την αθλιότητα στην οποία είχε περιέλθει η ελληνική κοινωνία προεπαναστατικά. Συγκεκριμένα, χαρακτηρίζει τους υπεύθυνους προεστούς ως «άφρονας και μωρούς ανθρώπους» και τους Φαναριώτες ως «βρωμοάρχοντας της Κωνσταντινουπόλεως»8. Οι προεστοί, κατ' αρχάς, δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στον απελευθερωτικό αγώνα. Στη συνέχεια, όμως, κυριολεκτικά σύρθηκαν σ' αυτόν, αφού ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν το μέρος κάποιου, μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και της τουρκικής εξουσίας. Παρά ταύτα, η έμπειρη αυτή τάξη των προεστών διατήρησε την ισχύ της καθ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, παίζοντας μάλιστα καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του.
Η ισχυρή και έμπειρη αυτή τάξη (των προεστών), από τη στιγμή που αναγκάστηκε να εκτεθεί στον αγώνα, θέλησε να πρωταγωνιστήσει και να θέσει υπό τον έλεγχο της -για δικούς της, όπως θα δούμε, λόγους- τις κοινωνικοπολιτικές προοπτικές της επανάστασης. Με εξαιρετικό ρεαλισμό και χωρίς δισταγμό παραμέριζε ό,τι της ήταν εμπόδιο, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά αυτή να οδηγήσει στον εμφύλιο σπαραγμό.
Το βασικό εμπόδιο στα σχέδια της τάξης των προεστών, μεταξύ άλλων, ήταν οι κλεφταρματολοί. Από την αρχή του αγώνα οι προεστοί προσπάθησαν να εξουδετερώσουν την ισχύ των κλεφταρματολών και στη συνέχεια να τους θέσουν υπό την εξουσία τους, μέσα από ένα θεσμικό τυπικό που θα τη νομιμοποιούσε.
Μετά την απελευθέρωση, η τάξη των προεστών εμφανίστηκε χωρίς σημαντικές απώλειες, ενισχυμένη μάλιστα από τη συμπαράσταση των Φαναριωτών9. Είναι, κατά περίεργο τρόπο, οι δύο τάξεις που, όπως είδαμε, κατήγγειλε ο άγνωστος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας», μία εικοσαετία περίπου πριν από την επανάσταση.

Οι πρόκριτοι διακατέχονταν από έντονο τοπικισμό και απέχθεια προς οποιαδήποτε μορφή κεντρικής εξουσίας που, όπως ήταν επόμενο, θα έθιγε τα κεκτημένα τοπικά προνόμια τους. Ήδη, με την έναρξη της επανάστασης οι τοπικοί πρόκριτοι με συνελεύσεις τους κατάρτισαν δικά τους τοπικά πολιτεύματα (όπως τον Οργανισμό της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, τη Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, τον Οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας)10. Όπως παρατηρεί ο Α. Μάνεσης, τα πολιτεύματα αυτά εμφάνιζαν έναν ολιγαρχικό χαρακτήρα με δημοκρατική επιφάνεια11.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τις τοπικές συνελεύσεις συνήλθε η Α' Εθνική Συνέλευση στο χωριό Πιάδα, κοντά στην αρχαία Επίδαυρο, στις 20 Δεκεμβρίου 1821. Οι προεστοί επιδίωξαν και κατάφεραν να εξασφαλίσουν εξαρχής τον πλήρη έλεγχο της Συνέλευσης. Έτσι, στη Συνέλευση αυτή εκπροσωπήθηκαν πλήρως οι προεστοί, ενώ αποκλείστηκαν σχεδόν οι στρατιωτικοί. Το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα που ψήφισε αυτή η Συνέλευση δεν μπόρεσε ποτέ να μετουσιωθεί ολοσχερώς σε πράξη, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν, αλλά οι πρόκριτοι δεν εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους.
Στη Β' Εθνική Συνέλευση, που έγινε στις 29 Μαρτίου 1823 στο Άστρος της Κυνουρίας, παρά την τεταμένη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί, οι πρόκριτοι κατάφεραν να εμφανιστούν με απόλυτη πλειοψηφία εκπροσώπων έναντι των στρατιωτικών. Η πλειοψηφία των προεστών μάλιστα κατάργησε τη θέση του αρχιστρατήγου που κατείχε ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα, αλλά, αντί να ομαλοποιηθεί η κατάσταση, ξέσπασε σύγκρουση, την ώρα του αγώνα, μεταξύ των προεστών, που ήθελαν να έχουν στα χέρια τους την πλήρη εξέλιξη των πραγμάτων (με τους οποίους συντάχθηκαν στην πλειονότητα τους οι ετερόχθονες) και των στρατιωτικών (με τους οποίους συντάχθηκαν οι αυτόχθονες). Καθεμιά από τις δύο παρατάξεις σχημάτισε δικό της νομοθετικό και εκτελεστικό σώμα, κάτι που επαναλήφθηκε και αργότερα.

Τελικώς, έπειτα από μακροχρόνιες εμφύλιες συγκρούσεις και με την παρέμβαση των στρατιωτικών εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων, συνήλθε η Γ' Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα, στις 19 Μαρτίου 1827. Η Συνέλευση αυτή με ψήφισμα της εξέλεξε τον Καποδίστρια Κυβερνήτη της Ελλάδος και ψήφισε το τρίτο Σύνταγμα των Ελλήνων, στο οποίο έγινε προσπάθεια να δεθούν εκ των προτέρων τα χέρια του Κυβερνήτη, προκειμένου να βρίσκεται συνεχώς υπό τον έλεγχο των προκρίτων.
Με εισήγηση του Καποδίστρια, η νεοσυσταθείσα Βουλή ανέστειλε πραξικοπηματικά την εφαρμογή του τρίτου ελληνικού Συντάγματος και αυτοκαταργήθηκε. Όλες τις εξουσίες τις πήρε στα χέρια του ο Καποδίστριας με το αιτιολογικό της ανάγκης ύπαρξης κεντρικής εξουσίας, λόγω της κρισιμότητας των περιστάσεων.
Όπως, όμως, συμβαίνει πάντα με την υπερσυγκέντρωση των εξουσιών, έτσι και εδώ η εξουσία ασκήθηκε με τρόπο αυταρχικό.

Προκειμένου να κατανοήσουμε τις αιτίες των ιστορικών γεγονότων, είναι απαραίτητο να δούμε εν συντομία την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής Ελλάδας.
Ολόκληρο το 19ο αιώνα, τόσο πριν από την επανάσταση όσο και μετά, η αγροτική παραγωγή αποτελούσε το κεντρικό υπόβαθρο της οικονομικής ζωής της τότε κοινωνίας12. Όπως συμβαίνει στις αγροτικές κοινωνίες, άρχουσα τάξη είναι οι μεγαλογαιοκτήμονες. Όποιος λοιπόν είναι μεγαλοκτηματίας σε μια αγροτική κοινωνία βρίσκεται αυτομάτως και στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, με ανάλογες εξουσίες στα χέρια του.
Οι κοτζαμπάσηδες, αν και στην αρχή εξαναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στον αγώνα, στη συνέχεια, όταν πλέον εκτέθηκαν, συνέδεσαν τη συμμετοχή τους και τον αγώνα τους με δύο κυρίως στόχους: α) Την αρπαγή των εθνικών γαιών από τα απελευθερωμένα τμήματα που, όπως ήταν επόμενο, θα τους μετέτρεπε σε μεγαλοκτηματίες μέσα σε μια αγροτική κοινωνία με τα πιο πάνω πλεονεκτήματα, β) Τη διατήρηση και εξάπλωση των τοπικών εξουσιών τους ως μια συνέχεια του καθεστώτος των πασάδων ή των μπέηδων13. Η επιτυχία ή μη των στόχων αυτών περνούσε αποκλειστικά από τη δυνατότητα ελέγχου των εξελίξεων, τόσο κυρίως των επαναστατικών όσο όμως και των κοινωνικών.
Εμπόδιο στα σχέδια αυτά ήταν, κυρίως, οι κλεφταρματολοί, οι οποίοι ήθελαν να ηγούνται της επανάστασης και να διευθύνουν την πορεία της. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους στόχους και τα συμφέροντα τους, οι προύχοντες έφτασαν πολλές φορές ώς την εξόντωση των στρατιωτικών. Η διαμάχη λοιπόν μεταξύ προεστών και κλεφταρματολών είχε βάση, κυρίως, αυτές τις αιτίες.
Τα τρία προαναφερθέντα συνταγματικά κείμενα, τα οποία απηχούσαν εισαγόμενες ιδέες, κατ' απομίμηση των δυτικοευρωπαϊκών, ξένα με την τότε κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, αλλά και εξαιτίας των κρίσιμων περιστάσεων που επικρατούσαν, ήταν φυσικά αδύνατο να τύχουν εφαρμογής, για να μπορέσουν έτσι να σχηματοποιήσουν την άσκηση της εξουσίας και να αποφευχθούν εμφύλιες διαμάχες.
Ουσιαστικό εμπόδιο στα σχέδια των κοτζαμπάσηδων όρθωσε τελικώς ο Καποδίστριας. Όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να αρπάξουν τις εθνικές γαίες, αλλά έχασαν στο τέλος και τη μάχη μεταξύ τοπικισμού και συγκεντρωτικού κράτους, που υποστήριξε με ιδιαίτερο ζήλο ο Καποδίστριας.
Έπειτα από συνδυασμένη γαλλο-βρετανική συνωμοσία, ο Καποδίστριας πλήρωσε αυτή τη νίκη του με τη ζωή του14, αλλά και οι προεστοί δεν κατόρθωσαν ποτέ να εκπληρώσουν τους στόχους τους, για την πραγματοποίηση των οποίων πολλές φορές κινδύνευσε η πορεία του απελευθερωτικού αγώνα και οδήγησαν και σε εμφύλια σύγκρουση.

Η ήττα των τοπικών προκρίτων δεν σήμανε όμως αυτομάτως και την εξαφάνιση της τάξης τους. Τα μέλη αυτής της τάξης τα συνέδεαν ψυχολογικοί δεσμοί αλλά και κοινοί αγώνες. Αυτοί οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν με προνόμια και εξουσίες, που τους είχε κληροδοτήσει μια μακρόχρονη παράδοση. Αισθάνονταν λοιπόν πως δεν μπορούσαν έτσι ξαφνικά να τα αρνηθούν όλα αυτά και να μείνουν στις τοπικές κοινωνίες τους αδύναμοι και ισότιμοι με τα υπόλοιπα μέλη αυτών των κοινωνιών και να φθαρούν. Εξάλλου, εκτός από το όνομα τους, διέθεταν εμπειρία και πάνω απ' όλα ένα επίπεδο γνώσεων σαφώς ανώτερο εκείνου της πλειονότητας του λαού. Κάτι επομένως έπρεπε να κάνουν.
Οι σχέσεις παραγωγής, τότε, ήταν τέτοιες που δεν ευνοούσαν αυτή την τάξη, αλλά ούτε και καμία άλλη. Στην ουσία υπήρχε μια κοινωνία χωρίς άρχουσα τάξη, σε σχέση πάντα με τον τρόπο παραγωγής. Δηλαδή, δεν υπήρχε ούτε μία φεουδαρχική κοινωνία με άρχουσα τάξη εκείνη των μεγαλογαιοκτημόνων ούτε μία αστική κοινωνία με άρχουσα τάξη εκείνη των μεγαλοαστών βιομηχάνων.
Παρ' όλα αυτά οι Έλληνες από την αρχή της επανάστασης, από τα πρώτα Συντάγματα, έδειξαν πως ήθελαν να οργανώσουν το κράτος τους πάνω στα πρότυπα της δυτικοευρωπαϊκής φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας. Έχουμε δηλαδή εισαχθέντες πολιτειακούς θεσμούς στα μέτρα μιας άρχουσας αστικής τάξης, χωρίς όμως να υπάρχει η τάξη αυτή15.
Να λοιπόν με τι έπρεπε να ασχοληθεί η τάξη των προκρίτων. Την ευκαιρία αυτή δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη. Με την ικανότητα που τη διέκρινε και μη υπάρχοντος άλλου σοβαρού διεκδικητή, στράφηκε προς την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και των προνομίων της16. Έτσι, τη μη ύπαρξη της άρχουσας αστικής τάξης την κάλυψε μια νέα τάξη πολιτικής ολιγαρχίας και το παιχνίδι από εδώ και έπειτα παίχτηκε -και με κάποιες παραλλαγές παίζεται ακόμη και σήμερα- έξω από τις σχέσεις παραγωγής, γι' αυτό και η υπανάπτυξη.
Η νέα αυτή τάξη της πολιτικής ολιγαρχίας, η οποία συμπληρώθηκε στη συνέχεια από κλεφταρματολούς, Φαναριώτες και κάθε είδους ατομικά ή ομαδικά στοιχεία από όλες τις τάξεις, θα αποτελούσε από εδώ και πέρα την ηγεσία της χώρας μας17.
Τονίζεται και πάλι πως η νέα τάξη της πολιτικής ολιγαρχίας δεν είχε αναδυθεί νικήτρια από κάποιον ταξικό αγώνα, γι' αυτό και η πολιτική της δράση δεν προσδιοριζόταν από κάποια ταξική συνείδηση. Αντιθέτως, η πολιτική δράση των παντοειδών στοιχείων που την αποτελούσαν, κατευθυνόταν από καθαρά προσωπικές επιθυμίες για απόκτηση πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Αυτό είχε συνέπεια να εδραιωθεί στη χώρα μας μια πολιτική πρακτική αυτονομίας του πολιτικού στοιχείου απέναντι στο κοινωνικό σώμα. Η αυτονομία αυτή, που οικοδομήθηκε πάνω στο εισαχθέν και ξένο προς την ελληνική πραγματικότητα πολιτικό σύστημα, οδήγησε στην καθαρή νομή της εξουσίας και στη νέα υποδούλωση της κοινωνίας, πριν καλά καλά η κοινωνία μας γευτεί τη χαρά της ελευθερίας.

Τη δολοφονία του Καποδίστρια ακολούθησε αναρχία. Η χώρα βρέθηκε για τρίτη φορά μετά την έναρξη της επανάστασης με δύο Βουλές και δύο κυβερνήσεις. Το όλο κλίμα διαμόρφωσε την προοπτική να επιβληθεί το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας και μάλιστα με μονάρχη που θα επέλεγαν οι «προστάτιδες» δυνάμεις.
Όταν ήλθε στην Ελλάδα, το 1833, ο πρώτος μονάρχης, ο πρίγκιπας Όθων, δεν αποδέχτηκε την κατάρτιση Συντάγματος. Άρχισε λοιπόν μια νέα περίοδος αυταρχισμού.
Τόσο η περίοδος του Καποδίστρια όσο -και κυρίως- η περίοδος του Όθωνα διακρίθηκαν από τον αυταρχισμό της κεντρικής εξουσίας. Η μορφοποιούμενη τότε πολιτική ολιγαρχία αδυνατούσε να έχει ουσιαστικές εξουσίες. Το εμπόδιο της ήταν η κεντρική εξουσία. Όμως, αυτή η πολιτική ολιγαρχία δεν μπορούσε να έχει την κοινωνική υποστήριξη στις βλέψεις της για εξουσία, αφού δεν διέθετε κοινωνικά ερείσματα. Με κάποιο τέχνασμα λοιπόν έπρεπε να πάρει το λαό με το μέρος της, για να μπορεί να διαθέτει λαϊκή υποστήριξη στην προσπάθεια της για ανάληψη εξουσίας.
Η ευκαιρία δόθηκε από τον ίδιο τον αυταρχισμό της κεντρικής εξουσίας. Η πολιτική ολιγαρχία ανήγαγε σε κυρίαρχη ιδεολογία το όντως κορυφαίο πρόβλημα των πολιτικών δικαιωμάτων και των θεσμών, αλλά τεχνηέντως εστίασε όλο τον πολιτικό αγώνα στο πρόβλημα αυτό και απέφυγε «έξυπνα» να εμπλέξει σ' αυτόν φλέγοντα καθημερινά κοινωνικά προβλήματα18. Ο στόχος της ήταν διπλός. Και την κεντρική εξουσία και ιδιαίτερα το θρόνο ήθελε να πλήξει καίρια για δικό της όφελος και να διατηρήσει την αυτονομία της, με το να αποφύγει να εμπλακεί σε κοινωνικές συγκρούσεις που θα την ποδηγετούσαν ή και θα τη διέλυαν.
Οι διάφορες πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας που σχηματοποιήθηκαν σε κόμματα, Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό, δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με ταξικές αντιθέσεις. Εξέφραζαν καθαρά τις αντίστοιχες ξένες δυνάμεις, που τις στήριζαν στον αγώνα τους για κατάληψη της εξουσίας19. Μεταξύ τους τα κόμματα αυτά παρουσίαζαν μικρές διαφορές, κυρίως σε τεχνικά θέματα υλοποίησης της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Ο λαός είχε αποπροσανατολιστεί τελείως. Αυτός ο αποπροσανατολισμός ευνοούσε και αύξανε την αυτονομία της πολιτικής ολιγαρχίας απέναντι στο κοινωνικό σώμα, με αποτέλεσμα να παραμείνει αυτή μακριά από οποιεσδήποτε κοινωνικές διεργασίες και να επιδίδεται με την ησυχία της στην επίτευξη των στόχων της για απόκτηση, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερης εξουσίας και διατήρησης των προνομίων της.
Αν και στο σημείο αυτό υπάρχει διχογνωμία μεταξύ των ιστορικών, εν τούτοις πλησιέστερα προς την πραγματικότητα κινείται η άποψη που δέχεται ότι ο αντιμοναρχισμός και οι εξεγέρσεις του 1843 και 1862 δεν στρέφονταν ευθέως κατά του θεσμού της μοναρχίας (ο οποίος εξακολούθησε να υπάρχει και έπειτα από αυτές), αλλά ήταν κυρίως διαμαρτυρίες κατά ενός αυταρχικού και συγκεντρωτικού τρόπου διακυβέρνησης, που έθιγε ορισμένα κεκτημένα προνόμια της πολιτικής ολιγαρχίας20.
Όπως είδαμε, οι διάφορες φατρίες της πολιτικής ολιγαρχίας, αφού δεν διέθεταν εσωτερικά κοινωνικά ερείσματα, κατέφυγαν στις «προστάτιδες» δυνάμεις να τις βοηθήσουν στον αγώνα τους για την κατάκτηση της εξουσίας. Εδώ γίνεται για πρώτη φορά εμφανές αυτό που επαναλήφθηκε έκτοτε πολλές φορές. Οι διάφορες πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας, προκειμένου να διατηρούν τα ερείσματα τους και να είναι πάντα μέσα στο παιχνίδι της εξουσίας, δεν δίστασαν να αναμίξουν τις ξένες δυνάμεις στα εσωτερικά μας, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε τη χώρα στην εξάρτηση. Τα ανταλλάγματα αυτού του «ξεπουλήματος» τα πλήρωσε και τα πληρώνει φυσικά ο λαός.

Μετά τη συνταγματική μοναρχία του 1844 και ιδιαίτερα τη βασιλευόμενη δημοκρατία του 1864, διαφάνηκε ορατός ο κίνδυνος για την πολιτική ολιγαρχία να απολέσει την αυτονομία της. Αυτός ο κίνδυνος ήταν συνέπεια του γεγονότος της συνεχούς επίλυσης των θεσμικών προβλημάτων, πάνω στα οποία είχε επικεντρωθεί ο πολιτικός αγώνας. Για παράδειγμα, το 1844 καθιερώθηκε η καθολική ψηφοφορία για τον ανδρικό πληθυσμό που είχε συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του, με ορισμένους μόνο μικρούς περιορισμούς, και το 1864 καθιερώθηκε η καθολική ψηφοφορία για τον ανδρικό πληθυσμό χωρίς αυτούς τους περιορισμούς. Για να καταφανεί το μέγεθος της επίλυσης αυτών των θεσμικών προβλημάτων αρκεί να αναφερθεί πως την ίδια χρονική περίοδο στην Αγγλία ψήφιζε ο ένας στους δώδεκα βρετανούς και στη Γαλλία σε σύνολο 32 εκατομμυρίων κατοίκων ψήφιζαν μόνο 170.000 πολίτες21. Πρωτοποριακές όντως εξελίξεις για την Ελλάδα.
Δυστυχώς, όμως, οι αλλαγές αυτές δεν ήταν αποτέλεσμα γνήσιας πίστης της πολιτικής ολιγαρχίας στο λαό και τη δημοκρατία. Τόσο τα κίνητρα όσο και η χρήση της ψήφου δεν διέπονταν από κάποια δημοκρατική ευαισθησία της πολιτικής ολιγαρχίας, αλλά από την ανάγκη διεύρυνσης και σταθεροποίησης της εκλογικής πελατείας.

Μετά τις εξελίξεις αυτές η πολιτική ολιγαρχία έμεινε χωρίς πολιτικά θέματα πάνω στα οποία θα μπορούσε να εστιάσει τον πολιτικό της αγώνα, για να συνεχίσει να αποπροσανατολίζει το λαό και να μένει ήσυχη διατηρώντας την αυτονομία της. Εξακολούθησε μεν να συντηρεί, κατά ένα μέρος, τον αντιμοναρχισμό, αλλά δεν επαρκούσε. Εξάλλου και αυτός ο λίγος αντιμοναρχισμός εξαλείφτηκε το 1875 με την εισαγωγή του κοινοβουλευτισμού, που μετέθεσε την εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής και όχι από εκείνης του μονάρχη.
Κάτι, όμως, έπρεπε να βρεθεί για το πολιτικό παζάρι μεταξύ των διαφόρων ηγετικών πολιτικών συνονθυλευμάτων που ονομάζονταν κόμματα και αυτό το κάτι θα έπρεπε να ήταν ικανό να αποσπάσει την προσοχή του λαού και να τον αποπροσανατολίσει. Για τους λόγους που είδαμε πιο πάνω, τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα θα έπρεπε φυσικά να μείνουν με κάθε τρόπο μακριά από τις κομματικές διαμάχες.
Η λύση βρέθηκε: Η Μεγάλη Ιδέα. Η Μεγάλη Ιδέα, που εξαγγέλθηκε αρχικά το 1847 από τον Ι. Κωλέττη και στη συνέχεια υιοθετήθηκε ανοικτά και από τον Όθωνα22, αναγορεύτηκε τώρα σε κυρίαρχη ιδεολογία. Επομένως, τώρα ανήκε σε όλα τα κόμματα. Η «οξύτατη» από εδώ και στο εξής πολιτική διαμάχη και οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων, που βασικό στόχο είχαν να αποπροσανατολιστεί και πάλι ο λαός, θα εστιάζονταν στο ποιο από τα κόμματα προτείνει τον καλύτερο τρόπο υλοποίησης της23.

Στον κοινωνικο-οικονομικό τομέα, οι τοπικοί πρόκριτοι, μετά την ήττα τους από τον Καποδίστρια, όχι μόνο δεν θέλησαν να ασχοληθούν με τα τοπικά ζητήματα, αλλά επιπλέον έφυγαν από την περιφέρεια και, μαζί με άλλα στοιχεία, συγκεντρώθηκαν στα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Όλα αυτά τα στοιχεία, εκτός από τη συμμετοχή τους στα πολιτικά πράγματα, επιδόθηκαν και στον οικονομικό τομέα.
Τα στοιχεία αυτά και κυρίως οι πρόκριτοι είχαν αποκτήσει, ήδη από τα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, μια νοοτροπία όχι δημιουργική, αλλά μεσολαβητική και εισπρακτική. Έτσι, η τάξη αυτή στον μεν οικονομικό τομέα, αντί να κάνει παραγωγικές επενδύσεις, επιδόθηκε σε δραστηριότητες μεσολαβητικού και μεταπρατικού χαρακτήρα24, στον δεν πολιτικό τομέα, αντί να προχωρήσει σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, προτίμησε την εύκολη λύση της μεσολάβησης, την οποία εξέφρασε μέσα από το ρουσφέτι.
Η τάξη αυτή έτρεμε οτιδήποτε συνεπαγόταν και την ανάληψη ενός ορισμένου κινδύνου για τα συμφέροντα της. Έτσι, τόσο στον οικονομικό τομέα απέφυγε να αναλάβει επιχειρηματικούς κινδύνους, που θα συνεπάγονταν οι παραγωγικές επενδύσεις, όσο και στον πολιτικό τομέα απέφυγε να αναλάβει πολιτικούς κινδύνους που θα συνεπαγόταν η ενασχόληση με τα καυτά κοινωνικά προβλήματα. Αντί όλων αυτών προτίμησε το εύκολο οικονομικό κέρδος και το εύκολο πολιτικό όφελος.

Γίνεται φυσικά εύκολα αντιληπτό πως τις «ευκαιρίες» για οικονομική εκμετάλλευση τις δημιουργούσε η ίδια η πολιτική ολιγαρχία προς όφελος της25. Τις δε ευκαιρίες για ρουσφέτι και πολιτική εκμετάλλευση τις δημιουργούσε και πάλι η ίδια, μέσα από τις θέσεις εργασίας που εφεύρισκε στον κρατικό μηχανισμό ή μέσα από την επίλυση προβλημάτων που τεχνηέντως προκαλούσε η ίδια με μοχλό την αναπτυσσόμενη κρατική γραφειοκρατία.
Είναι κρίμα και ατυχία που η τάξη αυτή δεν είχε δημιουργική νοοτροπία. Αν αυτή η άρχουσα τάξη διακατεχόταν από πνεύμα δημιουργίας, σήμερα η Ελλάδα θα ήταν τελείως διαφορετική και πάντως αρκετά αναπτυγμένη.
Όταν η ίδια η τάξη, που θέλει να είναι άρχουσα, ζει παρασιτικά και μάλιστα υπερπολυτελέστατα (σε σημείο που αρκετές φορές ξεπερνούσε μεγαλοαστούς βιομηχάνους της Δ. Ευρώπης26), τότε τι θα περίμενε κάποιος να συμβεί με τον απλό λαό; Όπως ήταν επόμενο, αυτή την παρασιτική νοοτροπία της άρχουσας τάξης και τον έντονο καταναλωτισμό τα μιμήθηκε η πλειονότητα των κατοίκων της υπαίθρου, οι οποίοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την περιφέρεια και να συνωστίζονται στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα.
Αυτή όμως η εσωτερική μετανάστευση δεν είχε καμία σχέση με ταυτόχρονη μετακίνηση του πληθυσμού και από τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας προς το δευτερογενή, όπως είχε συμβεί με την εμφάνιση της αστικής τάξης στη Δ. Ευρώπη. Αντιθέτως, εδώ εμφανίστηκε το φαινόμενο της νόθας αστικοποίησης27. Η μετακίνηση του πληθυσμού έγινε από τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας κατευθείαν στον τριτογενή, δηλαδή στον τομέα της μεσολάβησης και των υπηρεσιών. Το τελευταίο αυτό φαινόμενο είχε αιτία, εκτός από το μιμητισμό, και την ίδια την ανυπαρξία δευτερογενούς τομέα, αφού βιομηχανία δεν υπήρχε και η άρχουσα τάξη δεν ενδιαφερόταν γι' αυτήν.

Όπως ήδη επισημάνθηκε, η τότε άρχουσα τάξη, εκτός από την οικονομία, ασχολήθηκε ταυτόχρονα και με την πολιτική εξουσία, την οποία και μονοπωλούσε. Επειδή από τα πρώτα Συντάγματα επικράτησε η δημοκρατική αρχή της εκλογής των εξουσιαστών από το λαό, η νομιμοποίηση της άσκησης της εξουσίας από την πολιτική ολιγαρχία όφειλε να βασίζεται πάνω σ' αυτή την αρχή.
Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί κάποιος τρόπος που να εξασφαλίζει την εκλογή και την επανεκλογή. Όμως, όπως τονίστηκε ήδη, καμία μορφοποιημένη με βάση τον τρόπο παραγωγής τάξη δεν υπήρχε. Τα κόμματα όχι μόνο δεν στηρίζονταν, αλλά ούτε εκπροσωπούσαν κάποια συγκεκριμένη τάξη. Ήταν συνονθυλεύματα που απευθύνονταν προς όλους. Πώς λοιπόν θα εξασφαλίζονταν η εκλογή και η επανεκλογή των επίδοξων εξουσιαστών;
Η επέμβαση έπρεπε φυσικά να γίνει σε επίπεδο ψήφου. Στη Δ. Ευρώπη, η λύση που δόθηκε στο «πρόβλημα» αυτό ήταν απλή. Εκεί, η άρχουσα αστική τάξη, προκειμένου να εξασφαλίζει την κυριαρχία της, περιόρισε το δικαίωμα της ψήφου μόνο σε συγκεκριμένο τμήμα του λαού, που συγκέντρωνε ορισμένα «προσόντα», κυρίως οικονομικά. Στη χώρα μας δεν εμφανίστηκε μια ισχυρή αστική τάξη που θα επέβαλε παρόμοιους περιορισμούς. Αντιθέτως, εδώ η εξάπλωση του δικαιώματος της ψήφου σε όλο και περισσότερα άτομα ευνοούσε τα μέλη της πολιτικής ολιγαρχίας, γιατί έτσι μπορούσαν άνετα να αυξήσουν την εκλογική τους πελατεία. Να, λοιπόν, γιατί επικράτησε στον τόπο μας πολύ νωρίς η καθολική ψηφοφορία. Δεν εμπνεόταν δηλαδή αυτή η εξάπλωση από κάποια δημοκρατική ευαισθησία της άρχουσας τάξης προς το λαό, αλλά από την πρόθεση της τάξης αυτής για εκμετάλλευση κάθε νέας ψήφου.
Δημοκρατία, όμως, στην ουσία της δεν σημαίνει απλώς το δικαίωμα ψήφου που ασκείται μία ημέρα κάθε τέσσερα χρόνια. Δημοκρατία σημαίνει το πέρασμα της εξουσίας οριστικά στα χέρια των πολιτών. Κάτι τέτοιο, όμως, φυσικά δεν συνέφερε την πολιτική ολιγαρχία. Εκείνο που την ενδιέφερε ήταν η υφαρπαγή της ψήφου, προκειμένου να νομιμοποιεί την άσκηση της εξουσίας και την απόλαυση των προνομίων της κάτω από δημοκρατικό μανδύα. Η διαδικασία αυτή της υφαρπαγής της ψήφου από άτομα που δεν τα συνέδεε τίποτε το κοινό, από άποψη ιδεολογίας ή συμφέροντος, με τα μέλη της άρχουσας τάξης, ήταν τα δίκτυα πατρωνείας που εξασφάλιζαν εκλογική «πελατεία»28.
Τα εκτεταμένα δίκτυα πατρωνείας, τα οποία ενδυναμώθηκαν κυρίως περί το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε και ιδιαίτερα εξαιτίας της εφαρμογής στην πολιτική ζωή της χώρας του κοινοβουλευτικού συστήματος και της συνακόλουθης ενίσχυσης της βουλευτοκρατίας, κρατούσαν σε κατάσταση ομηρίας ολόκληρη την επαρχία. Ο αυτοπροδιορισμός των ανθρώπων της περιφέρειας καταπνίγηκε από την παρεχόμενη πολιτική «προστασία» και την εξαγορά της ψήφου. Το ρουσφέτι αναγορεύτηκε σε κυρίαρχη πολιτική πρακτική. Η πολιτική ολιγαρχία, που εγκατέλειψε πρώτη την ύπαιθρο, δεν ήθελε να εμπλακεί με τα φλέγοντα κοινωνικά προβλήματα της υπαίθρου και κυρίως να επιδιώξει την οικονομική της ανάπτυξη. Οι ζωντανές δυνάμεις της επαρχίας έσβηναν μέσα σε όλη αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Τα ικανά άτομα ένιωθαν ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν στον τόπο τους.
Ύστερα από όλα αυτά, ήταν επόμενο να εμφανιστεί μια τάση φυγής από την ύπαιθρο, ιδιαίτερα των δυναμικότερων στοιχείων. Αυτή η τάση φυγής στην αρχή πήρε τη μορφή αστυφιλίας και αργότερα εξωτερικής μετανάστευσης.
Εκτός από το μιμητισμό που απέπνεε η άρχουσα τάξη και ο οποίος ευνοούσε την αστυφιλία, την τελευταία την ενίσχυσε, πολλές φορές ενσυνείδητα, η ίδια η άρχουσα τάξη. Εφόσον η άρχουσα τάξη της πολιτικής ολιγαρχίας δεν ανέπτυξε βιομηχανία, για να μπορεί μέσω αυτής να απασχολεί, να εξαρτά οικονομικά και να ελέγχει δυναμικό από την ύπαιθρο δημιουργώντας κατ' αυτό τον τρόπο τη δική της κοινωνική δύναμη, κατέφυγε στη μόνη δυνατότητα που διέθετε και αυτή, φυσικά, δεν ήταν άλλη από την κρατική μηχανή. Προκειμένου, λοιπόν, η πολιτική ολιγαρχία να δημιουργεί και να συντηρεί εκλογική πελατεία, που θα της εξασφάλιζε ισχύ μέσω της εκλογής και επανεκλογής, χρησιμοποίησε τον κρατικό τομέα για απασχόληση «ημετέρων» που, όπως ήταν επόμενο, εγκατέλειπαν την περιφέρεια. Από πολύ νωρίς επομένως εμφανίστηκαν στη χώρα μας ένα μέγεθος κρατικού τομέα και μια γραφειοκρατία εντελώς δυσανάλογα με τον πληθυσμό και τη δυνατότητα της εθνικής οικονομίας29.
Με τη βοήθεια αυτού του γραφειοκρατικού μηχανισμού και του εισαχθέντος συγκεντρωτικού θεσμικού εξουσιαστικού συστήματος, η ελληνική κοινωνία «καπελώθηκε» πλήρως, παρέμεινε ραγιάδικη και οδηγήθηκε σε μια νέα σκλαβιά, πολύ χειρότερη από την τουρκική, γιατί τώρα αφ' ενός δεν γνώριζε ποιος είναι ο εχθρός και αφ' ετέρου δεν διέθετε απέναντι του εθνική ή ταξική συνείδηση.
Προς το τέλος της περιόδου αυτής και στις αρχές της επομένης, έγιναν κάποιες προσπάθειες για να αλλάξει η όλη κατάσταση. Οι προσπάθειες έγιναν από τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον πολιτικό που προσπάθησε να εκριζώσει τη «συναλλαγή» και τις σχέσεις πελατείας από τα πολιτικά μας ήθη. Όμως, σ' αυτόν τον αγώνα ο Χαρίλαος Τρικούπης έμεινε απελπιστικά μόνος, καθόσον έκανε το λάθος να μην υπολογίσει το ότι δεν υπήρχαν συγκροτημένες και ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις, έτοιμες να στηρίξουν τα φιλόδοξα σχέδια του. Στην ουσία προσπάθησε μόνος του να τα βάλει με το κατεστημένο παλαιοκομματικό σύστημα, μέσα όμως από το ίδιο το σύστημα. Όπως ήταν φυσικό, το σύστημα διέφθειρε και αφομοίωσε τον πολέμιο του μετατρέποντας τον σε όμοιο των αντιπάλων του30.
Περίοδος 1880-1922

Η μεγάλη αυτονομία των πολιτικών πρακτικών από τις κοινωνικές διεργασίες συνεχίστηκε και κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Ταυτόχρονα, εξαιτίας κυρίως της εισαγωγής του κοινοβουλευτικού συστήματος, κάνει την εμφάνιση του στη χώρα μας ο δικομματισμός. Το τρικουπικό «Νεωτεριστικόν» κόμμα και το δηλιγιαννικό «Εθνικόν» εγκαινιάζουν το δικομματικό παιχνίδι.
Αν και άρχισαν να εμφανίζονται κάποια πρώτα στοιχεία καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, συνοδευόμενα από έναν ισχνό αστισμό και αν και στο εξωτερικό σημειωνόταν άνθηση των ταξικών συγκρούσεων, εν τούτοις τα γεγονότα αυτά δεν στάθηκαν ικανά να οδηγήσουν εδώ σε πολιτικές αντιπαραθέσεις ταξικού χαρακτήρα. Στη χώρα μας εξακολουθούσε να μεσουρανεί η κυρίαρχη ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, την οποία εκμεταλλευόταν στο έπακρο το παλαιοκομματικό κατεστημένο, προκειμένου να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία του, συνεπικουρούμενο και από τα μεγάλα δίκτυα πατρωνείας του που, όπως είδαμε, σημείωσαν έκρηξη αμέσως μετά την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Η ύπαιθρος εξακολουθεί να εγκαταλείπεται. Η τάση φυγής, προς τα αστικά κέντρα, αυξάνει ραγδαία. Ο κόσμος συνεχίζει να μετακινείται, τόσο στο εσωτερικό, προς τις πόλεις, όσο και προς το εξωτερικό. Συγκεκριμένα, μεταξύ των ετών 1890 και 1900 έφυγαν από την ύπαιθρο 15.979 άτομα και από το 1900 έως το 1920 σημειώνεται το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, με έξοδο από τη χώρα 402.000 ατόμων, κυρίως προς τις ΗΠΑ, από τα δυναμικότερα στοιχεία της περιφέρειας. Ας σημειωθεί ότι το 90% περίπου αυτών των ατόμων ήταν άνδρες, από 15 έως 44 ετών. Όπως ήταν φυσικό, αυτό είχε αποτέλεσμα να σημειωθεί στην επαρχία νέα οικονομική και πολιτιστική υποβάθμιση31.

Οι προσπάθειες του Χ. Τρικούπη απέτυχαν. Επιπροσθέτως, η πτώχευση του 1893, η επιβολή του διεθνούς οικονομικού ελέγχου, το 1898, και η απογοήτευση που προκάλεσε η άδοξη ήττα του 1897 οδήγησαν τη χώρα σε αδιέξοδο. Το κοινοβουλευτικό σύστημα, που ευνοούσε τις αυθαίρετες επιλογές της ανεξάρτητης πολιτικής ηγεσίας, ήταν το βασικό αίτιο της κρίσης. Επιτακτική πρόβαλε η ανάγκη για αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. Το πολιτικό αδιέξοδο του κοινοβουλευτισμού ανέλαβε να το «λύσει» ο στρατός με άμεση παρέμβαση στην πολιτική ζωή του τόπου.
Η προσπάθεια του Στρατιωτικού Συνδέσμου με το κίνημα στο Γουδί, το 1909, απέτυχε, κυρίως λόγω της σθεναρής αντίστασης του παλαιοκομματικού κατεστημένου, όχι από κάποια δημοκρατική ευαισθησία, αλλά από την αγωνία του για απώλεια των «κεκτημένων»32. Τελικώς, μετά την αποτυχία του αυτή, ο ίδιος ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κάλεσε στην Ελλάδα τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Οι οξυμένες καταστάσεις απαιτούσαν ριζικές αλλαγές. Όμως, ο Ε. Βενιζέλος, παραδειγματισθείς από το προηγούμενο αποτυχημένο εγχείρημα του Χ. Τρικούπη, απέφυγε έξυπνα να αξιώσει ριζικές μεταρρυθμίσεις, γιατί γνώριζε αυτό που δεν έλαβε υπόψη του ο τελευταίος, δηλαδή ότι δεν υπήρχαν κοινωνικές δυνάμεις έτοιμες να αγωνιστούν γι' αυτές. Η κοινωνία δεν παρουσίαζε δυναμικά αστικά στοιχεία. Αντιθέτως, ήταν δέσμια της παλαιοκομματικής ολιγαρχίας μέσω των δικτύων πατρωνείας. Ο Βενιζέλος, μπροστά στον κίνδυνο της αποτυχίας, προτίμησε μια συμβιβαστική πολιτική, που θα ικανοποιούσε το θρόνο, τους στρατιωτικούς και την παλιά πολιτική ολιγαρχία33.
Αν και έξυπνα ο οραματιστής πολιτικός δεν επανέλαβε το λάθος του Τρικούπη, εν τούτοις έκανε άλλο λάθος, αφού παρέβλεψε έναν άλλο παράγοντα, ότι, δηλαδή, το ίδιο το κατεστημένο σύστημα, όταν αγωνίζεσαι μέσα από αυτό και με τις μεθόδους του, στο τέλος σε φθείρει και σε αφομοιώνει.

Το σύστημα δεν διαμορφώνει μόνον κυριαρχούμενους αλλά και πολιτικούς. Έτσι, ο οραματιστής πολιτικός βρέθηκε στο τέλος δέσμιος του κατεστημένου συστήματος. Αν και στις εκλογές της 28-11-1910 επικράτησαν πλήρως οι νέοι πολιτικοί, λόγω και της αποχής των παλαιών κομμάτων από αυτές (ο Βενιζέλος διέθετε 307 βουλευτές σε σύνολο 362, το 87% των βουλευτών εκλέγονταν για πρώτη φορά και όλοι οι υπουργοί αναλάμβαναν για πρώτη φορά χαρτοφυλάκιο)34, εν τούτοις όταν είχαν να κάνουν με ένα κατεστημένο σύστημα που λειτουργούσε με βάση την πατρωνεία και την εκλογική πελατεία, ήταν επόμενο, προκειμένου να επιπλεύσουν στο στίβο της πολιτικής, να ακολουθήσουν την «πεπατημένη».

Η συμβιβαστική πολιτική λύση, την οποία προσπάθησε να περάσει ο Βενιζέλος, δεν άντεξε πολύ. Η χώρα οδηγήθηκε σε διχασμό. Ο κοινοβουλευτισμός αποδείχθηκε ότι ήταν ακατάλληλος για συναινετικές διαδικασίες. Η έντονη διαφωνία μεταξύ Βενιζέλου και θρόνου στα θέματα εξωτερικής πολιτικής κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η ευκαιρία που ανέμενε η παλαιά πολιτική ολιγαρχία (η οποία στο μεταξύ είχε παραμείνει στο περιθώριο), προκειμένου να παρέμβει έντονα στα πολιτικά πράγματα. Έτσι, τάχθηκε αμέσως με το μέρος του θρόνου επιφυλάσσοντας για τον εαυτό της το ρόλο του «ειρηνιστή», τον δε Βενιζέλο, ο οποίος επιδίωκε την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της δικής της ιδεολογίας, τον χαρακτήρισε «φιλοπόλεμο». Στην πραγματικότητα, η συσπείρωση της παλιάς πολιτικής ολιγαρχίας πίσω από το θρόνο και η δημαγωγία της απέβλεπαν στην πτώση του Βενιζέλου και την ανάκτηση της χαμένης πολιτικής ισχύος35.
Πίσω από την πολιτική αυτή αντιπαράθεση λάμβανε μέρος και μια άλλη αντιπαράθεση μεταξύ της ολιγαρχίας, που αγωνιζόταν για τη διατήρηση των προνομίων της και του ανερχόμενου, έστω κοινωνικά και συνειδησιακά ασχημάτιστου, αστισμού. Δηλαδή, άρχισε για πρώτη φορά να εμφανίζεται πραγματική κοινωνική αντιπαράθεση36. Η σύγκρουση ήταν φυσικά ισχυρή. Οι αντεκδικήσεις ήταν σκληρές. Η κοινωνία χωρίστηκε κάθετα στα δύο και επιβαρύνθηκε με διχαστικά συμπλέγματα, που αποτέλεσαν επικίνδυνο προηγούμενο.
Το αδιέξοδο του κοινοβουλευτισμού ήλθε και πάλι, όπως και το 1909, να το «λύσει» ένα νέο στρατιωτικό κίνημα, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στις 11-9-1922, από τον συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα. Βλέπουμε ότι για μια ακόμη φορά το αδιέξοδο του κοινοβουλευτικού συστήματος το «λύνει» η επέμβαση του στρατού.

Περίοδος 1922-1935
Η περίοδος αυτή άρχισε με μια στρατιωτική εξέγερση-αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και του αδιεξόδου του κοινοβουλευτικού συστήματος- και αφού διάνυσε ένα χρονικό διάστημα με ποικίλες επαναστάσεις, τελείωσε με μια φασιστοειδή δικτατορία- αποτέλεσμα και πάλι του αδιεξόδου που έφερε η παρακμή του κοινοβουλευτισμού.
Η Μικρασιατική Καταστροφή φυσικά έδωσε τέλος και στην κυρίαρχη ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας. Και τα δύο αυτά γεγονότα δημιούργησαν ένα κενό, μια κρίση ταυτότητας. Τις μεθόδους και τις πρακτικές της παλιάς πολιτικής ολιγαρχίας ασπάστηκε πλήρως και η ηγετική ομάδα της βενιζελικής παράταξης. Έτσι, σχηματοποιείται μια παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία με δύο κύριες πτέρυγες, ο ανταγωνισμός των οποίων από εδώ και στο εξής μοναδικό στόχο θα είχε τη με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο κατάκτηση της εξουσίας και των προνομίων της. Η εγκατάλειψη όμως της Μεγάλης Ιδέας στερούσε τη δυνατότητα αποπροσανατολισμού του λαού, απαραίτητη προϋπόθεση για τις ανάγκες του δικομματικού παιχνιδιού.

Στην περίοδο που εξετάζουμε δημιουργήθηκε μια εκρηκτική κοινωνική πραγματικότητα. Στη χώρα κατέφτασαν ενάμισι εκατομμύριο περίπου εξαθλιωμένοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη37 και προστέθηκαν σε πέντε εκατομμύρια περίπου αυτόχθονες. Παράλληλα, σημειώθηκε περιορισμός στο εσωτερικό της χώρας του εμπορομεσιτικού κεφαλαίου, αλλά και εισροή κεφαλαίων λόγω δανείων από το εξωτερικό. Έτσι, βρέθηκαν μαζί σε περιορισμένο χώρο η εργασία και το κεφάλαιο, δηλαδή οι δύο εκείνοι βασικοί γενεσιουργοί παράγοντες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όπως ήταν επόμενο, μετά το 1922 παρατηρείται στη χώρα για πρώτη φορά σοβαρή ανάπτυξη καπιταλισμού και εμφάνιση στοιχείων αστικής τάξης.
Η εμφάνιση έντονων αστικών στοιχείων αλλά και η ταυτόχρονη εμφάνιση οργανωμένου εργατικού κινήματος φόβισαν τις δύο κύριες πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας. Η έντονη κοινωνική κινητικότητα δημιουργούσε κίνδυνο για την αυτονομία του πολιτικού στοιχείου. Έτσι, η πολιτική ολιγαρχία δεν βοήθησε όσο θα έπρεπε την οικονομική ανάπτυξη. Μια γενναία ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης την εποχή εκείνη θα είχε αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα μια χώρα σαφώς αναπτυγμένη και οικονομικά ανεξάρτητη. Δυστυχώς, όμως, οι δύο πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας αρνήθηκαν να ασχοληθούν σε βάθος με τη νέα κοινωνική πραγματικότητα και να εμπλέξουν τα καυτά κοινωνικά προβλήματα στην πολιτική τους διαμάχη. Προτίμησαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους για μια ακόμη φορά.
Επειδή τα κοινωνικά προβλήματα ήταν έντονα και πιεστικά, το δευτερεύον για την εποχή εκείνη ζήτημα της μορφής του πολιτεύματος, δηλαδή βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία, δεν «πωλούσε» και δεν μπορούσε να αναχθεί σε κυρίαρχη ιδεολογία, παρά τις εναγώνιες προσπάθειες της πολιτικής ολιγαρχίας. Η επιβίωση όμως και η αυτονομία του παλαιοκομματικού πολιτικού κατεστημένου, στους στόχους και τις πρακτικές του οποίου, όπως είδαμε, προσχώρησε πλήρως η ηγεσία της βενιζελικής παράταξης, προϋπέθεταν τον αποπροσανατολισμό του λαού από τα καθημερινά του προβλήματα. Αυτός ο αποπροσανατολισμός, τελικώς, επιτεύχθηκε με την επιλογή της διατήρησης του έντονου διχαστικού κλίματος μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, που ακολουθούσε το ασθενές ζήτημα της μορφής του πολιτεύματος38. Σχετικό με το κλίμα αυτό είναι και το γεγονός πως από το 1923 έως το 1935 έγιναν επτά βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις, με συνεχείς αλλαγές του εκλογικού συστήματος τις παραμονές των εκλογών, μία εκλογή για Γερουσία και δύο δημοψηφίσματα39.
Η πολιτική ολιγαρχία με την καλλιέργεια ενσυνείδητα του έντονου διχαστικού κλίματος κατάφερε να δημιουργήσει στο λαό ομαδικά ψυχολογικά συμπλέγματα και να χωρίσει την κοινωνία σε δύο θανάσιμα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, που δεν είχαν καμία σχέση με πραγματικά κοινωνικά συμφέροντα. Όταν όμως στις 7-11-1926 έγιναν εκλογές με απλή αναλογική (το Κομμουνιστικό Κόμμα για πρώτη φορά εξέλεξε δέκα βουλευτές), οι δύο πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας, προκειμένου να μην υπάρξει ακυβερνησία, που θα δημιουργούσε προβλήματα στο πολιτικό κατεστημένο, συνεργάστηκαν και σχημάτισαν «οικουμενική» κυβέρνηση υπό την προεδρία του εξωκοινοβουλευτικού Αλ. Ζαΐμη.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αρνήθηκε να συνεργήσει στην τεχνική της αντιπαράθεσης των δύο πτερύγων της πολιτικής ολιγαρχίας. Προτίμησε να ασχοληθεί με τα πραγματικά προβλήματα του εργαζόμενου λαού, εκφράζοντας τις επιδιώξεις ενός μαχητικού εργατικού κινήματος, που τότε έκανε την πρώτη αυτόνομη εμφάνιση του στα πολιτικά πράγματα της χώρας40. Όμως, η κοινωνική αφύπνιση, οι διαφαινόμενες κοινωνικές δυναμικές και η αναπόφευκτη πλέον εμπλοκή με τα κοινωνικά προβλήματα θα κατέστρεφαν τα σχέδια της πολιτικής ολιγαρχίας, γι' αυτό και το κομμουνιστικό κίνημα χτυπήθηκε σφοδρότατα, χωρίς διάκρίση, και από τους βενιζελικούς και από τους αντιβενιζελικούς.
Δεν πρέπει στο σημείο αυτό να διαφύγει την προσοχή μας ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Συγκεκριμένα, στις 2 Ιουνίου 1927 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα, που καθιέρωνε, εκτός από τον κοινοβουλευτισμό (που αυτή τη φορά καθιερώθηκε και τυπικά), και το θεσμό του αιρετού Ανώτατου Άρχοντα (του Προέδρου της Δημοκρατίας). Δηλαδή, κάτι παρόμοιο με το ισχύον σήμερα Σύνταγμα. Αυτές όμως οι θεσμικές παρεμβάσεις δεν στάθηκαν ικανές να εξαλείψουν τις εγγενείς αδυναμίες του κοινοβουλευτικού συστήματος, οι οποίες, τελικώς, οδήγησαν στον εκφυλισμό του Συντάγματος το 1927, στην επάνοδο του θεσμού της μοναρχίας το 1935 και στη μετέπειτα δικτατορία του Ι. Μεταξά.

Με δέσμια την ελληνική κοινωνία, τη στιγμή μάλιστα που προσπαθούσε να δημιουργήσει ισχυρές κοινωνικές ανακατατάξεις και κοινωνικούς σχηματισμούς, η χώρα πορεύθηκε μέσα από κρίση και μέσα από κινήματα και πραξικοπήματα. Η πολιτική πρακτική, αντί να ευθυγραμμιστεί με τις κοινωνικές εξελίξεις, εννοούσε να επιμένει να εντάσσει τις μάζες στην πολιτική μέσα από τα δίκτυα πατρωνείας και εκλογικής πελατείας.
Παράλληλα, οι εκκαθαρίσεις που έγιναν στην κρατική μηχανή το 1935, ήταν επιλεγμένα τόσο βαθιές και τόσο ποιοτικά διαφορετικές από άλλες προηγούμενες, που είχαν αποτέλεσμα ο κρατικός μηχανισμός να αποκοπεί από την κοινωνία και τις αντιθέσεις της41. Με αυτόν τον τρόπο αυτονομήθηκε και ο κρατικός μηχανισμός από το κοινωνικό σώμα και έγινε έτσι ένα εύχρηστο εργαλείο στα χέρια της αυτόνομης πολιτικής ολιγαρχίας.
Τα μεγάλα δάνεια που έφτασαν από το εξωτερικό, αντί να χρησιμοποιηθούν παραγωγικά, χορηγήθηκαν σε ημέτερους «εμπορομεσίτες», με ταυτόχρονη παραχώρηση «ειδικής προστασίας», χωρίς φυσικά ποτέ να εξοφληθούν. Τα δάνεια αυτά έσπρωξαν τη χώρα στην εξάρτηση και την υποτέλεια. Οι πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας, όχι μόνο ανέχονταν αυτή την εξάρτηση και την υποτέλεια, αλλά επιπλέον συναγωνίζονταν και μεταξύ τους για το ποια πολιτική φατρία εκφράζει καλύτερα τα ξένα συμφέροντα στην Ελλάδα42. Τέτοιο ήταν το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγήσει το υπεύθυνο κοινοβουλευτικό σύστημα, που η ίδια η Βουλή, με συντριπτική πλειοψηφία και με συμφωνία και των δύο τότε βασικών πτερύγων της πολιτικής ολιγαρχίας, βενιζελικών και αντιβενιζελικών, παρέδωσε την εξουσία στον Ιωάννη Μεταξά.

Περίοδος 1945-1967
Το περίεργο στη χώρα μας, αν και εύκολα εξηγήσιμο, είναι ότι ύστερα από κάποιον πόλεμο ή εμφύλια διαμάχη ή δικτατορία, ο παλαιοκομματισμός (δηλαδή η παλαιά πολιτική ολιγαρχία και οι πρακτικές της) επανέρχεται στην εξουσία. Το φαινόμενο λοιπόν αυτό παρατηρήθηκε και μετά τον τελευταίο πόλεμο.
Από τα πρώτα κιόλας μεταπολεμικά χρόνια δεν διαφαίνεται κάποια ουσιαστική μεταβολή της ελληνικής κοινωνίας σε επίπεδο δομών. Το ίδιο παρατηρείται και στον οικονομικό τομέα. Τα ίδια προβλήματα. Ο ρυθμός εγκατάλειψης της υπαίθρου αυξάνεται, ενώ παρατηρείται και νέα έκρηξη του τριτογενή τομέα της οικονομίας και της κατανάλωσης, σε βάρος του δευτερογενή και της παραγωγικής διαδικασίας.
Στον πολιτικό τομέα έχουμε το δεύτερο εθνικό διχασμό και το νέο εμφύλιο σπαραγμό. Μετά όμως την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, η παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία επανήλθε στην εξουσία, προκειμένου να συνεχίσει το έργο της νομής της εξουσίας.

Στην περίοδο που εξετάζουμε δεσπόζουν και πάλι οι δύο κεντρικές πτέρυγες της παλαιοκομματικής ολιγαρχίας, τις οποίες εκπροσωπούσαν τώρα το κέντρο και η Δεξιά. Στον αντίποδα αυτών και μεγάλο πρόβλημα τους ήταν η Αριστερά.
Στο μεταξύ, υπήρχε άμεση ανάγκη μιας νέας κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία φυσικά θα χρησιμοποιούνταν για να αποπροσανατολίσει για μια ακόμη φορά το λαό, να του αποσπάσει την προσοχή από τα καυτά προβλήματα του και να τον μετατρέψει σε αντικείμενο εκμετάλλευσης στη διαμάχη των φατριών και των προσωπικών φιλοδοξιών για τη νομή της εξουσίας.
Η ιδεολογία βρέθηκε. Οι νωπές μνήμες του Εμφυλίου και τα εμφυλιοπολεμικά συμπλέγματα έδωσαν τη λύση στο πρόβλημα που απασχολούσε την πολιτική ολιγαρχία. Ο «εσωτερικός εχθρός» ήταν το «δύσκολο» έργο που αναλάμβανε η τελευταία να λύσει. Ο αντικομμουνισμός αναγορεύτηκε σε κυρίαρχη ιδεολογία και επεκτάθηκε σε όλη την κοινωνική κλίμακα. Οι πολίτες είχαν πατριωτικό καθήκον να συμπαρασταθούν στο «βαρύ φορτίο» που αναλάμβανε η πολιτική ηγεσία του τόπου43.
Ο λαός, όπως ήταν επόμενο, αποπροσανατολίστηκε για μια ακόμη φορά. Η παλαιοκομματική ολιγαρχία συνέχισε το αυτόνομο έργο νομής τής κοινωνίας, μακριά από τα προβλήματα του λαού. Η εγκατάλειψη της επαρχίας συνεχίζεται. Ακολουθεί νέα αύξηση της αστυφιλίας και ταυτόχρονα σημειώνεται το δεύτερο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα. Μεταξύ των ετών 1954-1964 φεύγουν 273.147 μετανάστες προς Δ. Ευρώπη και μεταξύ των ετών 1946-1963 φεύγουν 236.400 μετανάστες προς ΗΠΑ.44

Μεταπολεμικά, σημειώθηκε σε όλη τη Δ. Ευρώπη, κάτω από την πίεση των εργατικών διεκδικήσεων, μια νέα εξέλιξη, ο κεϋνσιανισμός. Η θεωρία του Κέυνς ενθάρρυνε τον κρατικό παρεμβατισμό, τόσο προς την κατεύθυνση της αναδιανομής του εισοδήματος μέσω της φορολογίας όσο και προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μεγάλων δημόσιων φορέων και επιχειρήσεων για την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο. Επίσης, η θεωρία αυτή συνηγορούσε υπέρ της ανάληψης από το κράτος ορισμένων κρίσιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, καθώς και υπέρ της θεσμοθέτησης κανόνων για τη λειτουργία της αγοράς.
Η πολιτική ολιγαρχία, που ήδη έλεγχε τον κρατικό μηχανισμό, αντιλήφθηκε αμέσως πως η κεϋνσιανή θεωρία εξυπηρετούσε άμεσα τα σχέδια της. Συγκεκριμένα, η αύξηση του κρατικού παρεμβατισμού αφ' ενός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μηχανισμός καθυπόταξης και χειραγώγησης των ζωντανών κοινωνικών δυνάμεων και επομένως ανεξαρτησίας του πολιτικού στοιχείου και διαιώνισης της παραμονής στην εξουσία, αφ' ετέρου θα μείωνε την επαναστατικότητα των εξαθλιωμένων λαϊκών στρωμάτων μέσω παροχών και «τακτοποίησης» στο Δημόσιο.
Υπέρ της αύξησης όμως του κρατικού παρεμβατισμού τάχθηκε, έστω και σιωπηρά, και η Αριστερά, αφού μέσω αυτού προσδοκούσε μια ειρηνική μετάβαση προς το σοσιαλισμό. Έτσι παρατηρείται μια σιωπηρή συναίνεση μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων σε ό,τι αφορά την αύξηση του κράτους. Στην πραγματικότητα όμως το μεγάλο κράτος δεν υπήρξε μία κατάκτηση της εργατικής τάξης. Αντιθέτως, υπήρξε συνειδητή επιλογή του παλαιοκομματικού κατεστημένου, προκειμένου να θέσει υπό πλήρη έλεγχο τις κοινωνικές εξελίξεις45.
Το όραμα που προβαλλόταν ήταν το «κράτος-πρόνοια». Ο απώτερος όμως στόχος του παλαιοκομματικού κατεστημένου ήταν η απονεύρωση των ατόμων μέσω της καλλιέργειας της ψυχολογίας αναζήτησης «βοήθειας» του κράτους, έτσι ώστε στο τέλος να οδηγηθούν τα άτομα να τα αναμένουν όλα από το κράτος και τους επαγγελματίες της πολιτικής.

Όπως ήταν επόμενο, η εφαρμογή της θεωρίας του κρατικού παρεμβατισμού στη χώρα μας οδήγησε σε παραπέρα ανεξαρτησία της πολιτικής ολιγαρχίας, σε νέα ανάπτυξη των δικτύων πατρωνείας και σε συντήρηση του κοινωνικού σώματος σε κατάσταση ραγιαδισμού.
Το κοινοβουλευτικό σύστημα αποδείχτηκε φυσικά για μια ακόμη φορά ανίκανο να προσδέσει τις πολιτικές επιλογές στις κοινωνικές εξελίξεις. Το νέο αδιέξοδο του κοινοβουλευτικού εξουσιαστικού συστήματος, για να επιβεβαιωθεί και αυτή τη φορά ο κανόνας, επισφραγίστηκε με το πραξικόπημα της 21-4-1967.

Περίοδος 1974 σήμερα
Μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974, ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή για σημαντικές αλλαγές στην πολιτική ζωή της χώρας. Δυστυχώς όμως και πάλι -επαληθεύοντας τον κανόνα- ο παλαιοκομματισμός, η παλιά πολιτική ολιγαρχία και το κοινοβουλευτικό σύστημα, που είχαν οδηγήσει στην κρίση προδικτατορικά, επανήλθαν και θεσμοθετήθηκαν στο Σύνταγμα του 1975, για να οδηγήσουν φυσικά στο σημερινό κοινωνικοπολιτικό αδιέξοδο και τη χώρα στη χρεοκοπία.
Στην εξουσία επανήλθαν τα ίδια πρόσωπα της προδικτατορικής πολιτικής ολιγαρχίας με τις ίδιες νοοτροπίες και τις ίδιες πρακτικές. Το Σύνταγμα του 1975 που αναθεωρημένο ισχύει μέχρι σήμερα, δεν έκανε τίποτε άλλο, στην ουσία, σε σχέση με το Σύνταγμα του 1952, από το να αλλάξει το θεσμό του μονάρχη (που έτσι κι' αλλιώς έπρεπε να καταργηθεί) με το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Όμως ο θεσμός αυτός, έτσι όπως ισχύει είναι είναι άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, ο δε εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στην πραγματικότητα, είναι ο εκλεκτός του πρωθυπουργού. Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας δόθηκε χρυσή ευκαιρία να γίνουν βαθιές θεσμικές τομές για μετατόπιση της εξουσίας προς το λαό. Δυστυχώς όμως οι εκπρόσωποι της παλαιάς πολιτικής ολιγαρχίας θέσπισαν ένα Σύνταγμα που εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί προσωπικές πολιτικές επιβιώσεις και αυτονόμηση του πολιτικού στοιχείου.     
Αυτή τη φορά το ΚΚΕ νομιμοποιήθηκε κι έγινε δεκτό στο κοινοβουλευτικό «παιχνίδι». Η πολιτική ολιγαρχία σκέφτηκε έξυπνα να εμπλέξει το αριστερό κίνημα στη φθορά του παλαιοκομματικού κατεστημένου, να το απομυθοποιήσει και να καταστήσει τα ηγετικά στελέχη του μέλη της κατ' επάγγελμα πολιτικής ελίτ του τόπου, όπως και τελικώς έγινε.
Όπως ήταν φυσικό, η κυρίαρχη ιδεολογία του αντικομμουνισμού δεν μπορούσε να εξακολουθήσει να υπάρχει. Η πολιτική ολιγαρχία, όμως, έπρεπε να βρει τρόπο να αποπροσανατολίζει το λαό, να μείνει για μια ακόμη φορά ανεξάρτητη από τις κοινωνικές εξελίξεις και, αν μπορούσε μάλιστα, να τις καθοδηγεί. Έπρεπε να βρεθεί μια τέτοια ιδεολογία που να ήταν αποδεκτή από όλους τους χώρους και παράλληλα ικανή να δημιουργήσει ένα αποπροσανατολιστικό έδαφος, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα κλίμα τεχνητής αντιπαράθεσης.

Η λύση βρέθηκε. Ο εκσυγχρονισμός46. Ο εκσυγχρονισμός έγινε γρήγορα και αποτέλεσε, μέχρι την πτώση του ΠΑΣΟΚ το 2004, την κυρίαρχη ιδεολογία. Ο πολίτης είχε πλέον πατριωτικό «καθήκον» να συμπαρασταθεί στο «δύσκολο» έργο του εκσυγχρονισμού, που ανέλαβε και πάλι φυσικά η παλαιοκομματική ηγεσία του τόπου, για το κοινό καλό. Όλες οι πτέρυγες της παλαιοκομματικής ολιγαρχίας «αγωνιούσαν» για την πορεία του εκσυγχρονισμού. Όλο το κατεστημένο κινδυνολογούσε πως ο μη εκσυγχρονισμός θα σήμανε κίνδυνο για το «δημοκρατικό» μας πολίτευμα. Όλα τα κόμματα, πίσω από μια καλά προσχεδιασμένη αντιπαράθεση, «αγωνίζονταν» να πείσουν το λαό, το καθένα για δικό του πολιτικό όφελος, πως εκείνο μόνο κατέχει τη σωστή λύση για τον εκσυγχρονισμό. Όπως ακριβώς είχε συμβεί με τη Μεγάλη Ιδέα και τις άλλες ιδεολογίες που αποπροσανατόλιζαν.
Όμως, η ιδεολογία του εκσυγχρονισμού ήταν καθαρά μια ιδεολογία συντήρησης. Η ιδεολογία αυτή δεν απέρριψε τίποτε από το παρελθόν. Απλώς προσπάθησε με διάφορες μικρομεταβολές να καταστήσει το παρελθόν σύγχρονο. Δηλαδή, το παλαιοκομματικό κατεστημένο, όχι μόνο δεν αρνήθηκε το παρελθόν του, αντιθέτως, προσπάθησε, με διάφορους νεωτερισμούς και αναπαλαιώσεις, να μετατρέψει το «αμαρτωλό» Χθες σε Αύριο της ζωής μας. Το μεγάλο σκάνδαλο του χρηματιστηρίου που κατέστησε κάποιους πλουσιότερους και κάποιους φτωχότερους ήταν στην ουσία η υλοποίηση του εκσυγχρονισμού.

Όταν πρωτογράφτηκε αυτό εδώ το βιβλίο το 1994, τότε δηλαδή που η ιδεολογία του εκσυγχρονισμού ήταν στο απόγειό της, οι πιο πάνω σειρές είχαν γραφεί σε χρόνο ενεστώτα, σήμερα απλά αντικαταστήθηκε ο χρόνος των ρημάτων. 
Η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την εξουσία το 2004 προσπαθώντας να επιβάλει νέα κυρίαρχη ιδεολογία αυτή της  "επανίδρυσης του κράτους" και αφού έπειτα από τρεισήμισι χρόνια στην εξουσία δεν επανίδρυσε κανένα κράτος, το γύρισε στο ασαφές και επιδεχόμενο πολλών ερμηνειών "μεταρρύθμιση". Το ΠΑΣΟΚ από το άλλο μέρος θέλοντας και αυτό να παρουσιαστεί σαν κάτι άλλο από αυτό που είναι πρότεινε την "νέα αλλαγή". Στις εκλογές της 16-9-2004 δεν έχασε η "νέα αλλαγή" ούτε κέρδισε η "μεταρρύθμιση" που κανείς, ούτε οι εμπνευστές τους, δεν μπορούν να εξηγήσουν τι σημαίνουν, απλά ένα μέρος των ψηφοφόρων πιέστηκε από το δίλημμα της ακυβερνησίας και με λίγες χιλιάδες μόνο ψήφους διέσωσε το υπεύθυνο πολιτικό σύστημα. Αλήθεια προς χάριν τίνος; Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το πολιτικό κατεστημένο θα αλλάξει τον εκλογικό νόμο προς την κατεύθυνση πιο ενισχυμένης αναλογικής για να αποφευχθεί ο κίνδυνος κατάρρευσής του και διατήρησης του διπολικού αυτονομημένου πολιτικού παιχνιδιού.
Θα πρέπει να γνωρίζει η Νέα Δημοκρατία ότι μεταρρύθμιση δεν σημαίνει ότι "βγάζω τον εαυτό μου απ' έξω και θέλω να μεταρρυθμίσω εσάς" αλλά ότι μεταρρύθμιση σημαίνει θέσπιση κανόνων που διαλύουν το αυτονομημένο πολιτικό κατεστημένο και υποτάσσουν την πολιτική και τους πολιτικούς στις κοινωνικές ανάγκες. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι μεταρρυθμίσεις έκανε και ο Κλεισθένης, όμως εκείνες οι μεταρρυθμίσεις έφεραν τη δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα. Μήπως αυτού του εύρους μεταρρυθμίσεις που πάνε βαθιά, σκέφτεται και η Νέα Δημοκρατία; Όχι βέβαια. 
Η απειλή λοιπόν της οικονομικής κατάρρευσης, σε όλο το μεταπολιτευτικό κύκλο, ενισχύει ολοένα και περισσότερο το ρόλο της πολιτικής ολιγαρχίας. Η μόνη υπεύθυνη για την οικονομική κρίση παλαιοκομματική ηγεσία ανέλαβε στα μεταπολιτευτικά χρόνια και μέχρι σήμερα η ίδια και το έργο της «εξόδου» από την κρίση. Μέσω των θεωριών των διαφόρων «τούνελ» και της «αναγκαίας» λιτότητας, στην πραγματικότητα καταπιέζει την κοινωνία και οδηγεί στην εξαθλίωση τα ασθενέστερα στρώματα του λαού. Στρατηγικός όμως στόχος είναι η διαιώνιση της κατεστημένης πολιτικής ολιγαρχίας και της ανεξαρτησίας της, καθόσον είναι πλέον υπαρκτός αυτή τη φορά ο κίνδυνος κατάρρευσης της.
Πολλοί ήταν εκείνοι που, έπειτα από δυο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις τον Ιούνιο και το Νοέμβριο του 1989 και αποτυχίας σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης, μίλησαν για «δεινόσαυρους» της πολιτικής, για υπέργηρους, για παλαιοκομματισμό και άλλα και κόπασαν μετά τις εκλογές της 8-4-1990, οι οποίες «διέσωσαν» το δικομματισμό.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί το γεγονός πως, μετά τη δικτατορία, η Αριστερά έγινε ένα καθαρά αστικό κοινοβουλευτικό κόμμα. Προσχώρησε στην κυρίαρχη ιδεολογία του εκσυγχρονισμού και «αγωνίσθηκε» μέσα από το ίδιο το κατεστημένο παλαιοκομματικό σύστημα για τη διατήρηση αυτού (του παλαιοκομματικού συστήματος, δηλαδή) και την προώθηση της δικής της πολιτικής ελίτ σε θέσεις νομής της εξουσίας.
Οι συμφωνίες, τόσο τον Ιούνιο του 1989 μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς(!!!) όσο και το Νοέμβριο, του ίδιου έτους, μεταξύ των τριών «αστικών» πλέον κομμάτων, αποτελούν «προδοσίες» της ελληνικής κοινωνίας από την παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία, προκειμένου η τελευταία να διατηρήσει την αυτονομία της και να μην εμπλακεί σε κοινωνικές συγκρούσεις που θα την έριχναν ή θα την καθοδηγούσαν.
Η «κάθαρση» πήγε προς στιγμή να ξεφύγει από τον έλεγχο και να γίνει συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας του εκσυγχρονισμού, αλλά εγκαταλείφθηκε γρήγορα, γιατί αφύπνιζε την κοινωνία κι έβαζε βόμβα από μέσα στα θεμέλια του παλαιοκομματικού κατεστημένου, γεγονός το οποίο δεν συνέφερε.

Αυτός ο τόπος δεν χρειάζεται ανανέωση, όπως την εννοεί το παλαιοκομματικό κατεστημένο, που στην ουσία καταντά αναπαλαίωση.
Από μόνες τους οι διορθωτικές παρεμβάσεις που υποδηλώνουν διαχείριση της κρίσης και από μόνη της η ανανέωση προσώπων δεν αρκούν. Αυτό που συνέβη με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, το 1981, είχε το όμοιο του στην περίπτωση της ανόδου του Ε. Βενιζέλου, το 1910. Και τότε και τώρα νέα πρόσωπα, νέοι βουλευτές, νέοι υπουργοί. Είχαν όμως το ίδιο αποτέλεσμα και την ίδια κατάληξη. Το σύστημα τους διέφθειρε και τους αφομοίωσε.
Είναι λάθος να περιμένουμε τη λύση μόνο από τα πρόσωπα, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις επιλέγονται από το ίδιο το σύστημα που καλούνται να υπηρετήσουν (οι αμφισβητίες απορρίπτονται). Λάθος να νομίζουμε πως από μόνη της η αλλαγή των ηγεσιών θα λύσει το πρόβλημα. Η λύση είναι μία και δεν αποτολμήθηκε ποτέ μέχρι τώρα στη μεταπελευθερωμένη Ελλάδα. Κατάργηση του εισαχθέντος και ξένου με την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και αντικατάσταση του με ένα άλλο αποκεντρωτικό θεσμικό σύστημα, στα μέτρα της σημερινής πραγματικότητας.

Σε ό,τι αφορά τον οικονομικό τομέα, μετά τη δικτατορία δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι υπήρξε αισθητή ανάπτυξη της βιομηχανίας. Αντιθέτως, σημειώθηκε ανάπτυξη του μεγέθους του κράτους, που στις ημέρες του ΠΑΣΟΚ έφτασε στο ανώτατο σημείο από δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Επιπλέον, η αστυφιλία και το πέρασμα από τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας κατευθείαν στον τριτογενή συνεχίστηκαν. Η συνακόλουθη αύξηση της κατανάλωσης σε σχέση με το εθνικό προϊόν οδήγησε σε μόνιμη ασθένεια την οικονομία. Τα κρατικά ελλείμματα οξύνθηκαν και ο υπέρμετρος εξωτερικός δανεισμός έθεσε τη χώρα και το λαό σε νέα εξάρτηση από τα ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων.

Τα κοινωνικο-πολιτικά αποτελέσματα του εκσυγχρονισμού είναι πλέον ορατά: Η ομοιομορφοποίηση, ο ισοπεδωτισμός, η απομόνωση και η αποδυνάμωση του ατόμου, το οποίο συνωστίζεται μέσα στους προθαλάμους των πολιτικών γραφείων για επίλυση μικροπροβλημάτων του.
Στο σημείο αυτό είναι άξιο να παρατηρηθεί πως η Νέα Δημοκρατία στα έτη 1974-1981 λειτούργησε με βάση το παλαιό καθεστώς των προσωπικών κατά κύριο λόγο δικτύων πατρωνείας και εκλογικής πελατείας, ενώ το ΠΑΣΟΚ, στα έτη 1981-1989, εισήγαγε ένα νέο τρόπο ένταξης των μαζών στην πολιτική. Παράλληλα με τα ισχνά στην αρχή προσωπικά δίκτυα πατρωνείας, αφού οι περισσότεροι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ήταν καινούριοι και δεν διέθεταν δικά τους, ανέπτυξε την κρατικοκομματική πατρωνεία. Κομματικοποίησε τον κρατικό μηχανισμό και το ρουσφέτι γινόταν πλέον κυρίως μέσα από το κόμμα. Αυτό τουλάχιστον συνέβη κατά την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, γιατί στη συνέχεια το ίδιο το σύστημα διαφθοράς επέβαλε και στους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, κάτω από την πίεση της ανάγκης για επανεκλογή, να δημιουργήσουν και αυτοί προσωπικά δίκτυα πατρωνείας και εκλογικής πελατείας.
Τα περισσότερα άτομα, στη συνέχεια, που αγωνίστηκαν για να ανεβεί η Ν.Δ. στην εξουσία, το 1990 πίστεψαν ότι θα κάνει ό,τι το ΠΑΣΟΚ στην αρχή και έτσι θα αντάλλασσαν τις αγωνιστικές τους περγαμηνές με ένα ρουσφέτι. Όμως, πλανήθηκαν. Η ηγετική ολιγαρχία της Ν.Δ., πιστή στις «παραδόσεις», παραμέρισε το κόμμα που την ανέβασε στην εξουσία και επιδόθηκε στο ρουσφέτι μέσω προσωπικών γνωριμιών ή εξόφλησης λογαριασμών.
Το βιβλίο αυτό δεν υπονοεί βεβαίως πως η Ν.Δ. έπρεπε να κάνει ρουσφέτια ή ότι θα έπρεπε να τα κάνει μέσα από τον κομματικό μηχανισμό. Απλώς επισημαίνεται η νοοτροπία της πολιτικής ολιγαρχίας που και σε αυτήν ακόμη την περίπτωση δεν θέλησε να παράσχει οποιουδήποτε είδους εξουσία στην κομματική βάση.
Είναι γνωστό πως τα δίκτυα πατρωνείας, με την παλαιά τους μορφή, δεν μπορούν να λειτουργήσουν στις πόλεις όπως λειτουργούν στα χωριά, όπου μπορούν και ελέγχονται οι πολιτικές πεποιθήσεις. Επί ημερών του ΠΑΣΟΚ, ο έλεγχος των πολιτικών φρονημάτων στα χωριά επιτεύχθηκε και με έναν άλλο πιο απροκάλυπτο, αλλά «αποτελεσματικό» για την επιβίωση του δικομματισμού τρόπο. Με τα «μπλε» και «πράσινα» καφενεία.
Στις πόλεις το ρόλο των δικτύων πατρωνείας τον αναλαμβάνουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Γι' αυτό και το ρουσφέτι στις πόλεις κινείται, κυρίως, μέσα από το συνδικαλισμό. Με τον τρόπο αυτό και το συνδικαλιστικό κίνημα κρατείται δέσμιο και η κοινωνία στη συνέχεια απονευρώνεται με μοχλό το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στη χώρα μας, εκτός από χώροι ρουσφετιού, χρησιμεύουν και ως σκαλοπάτι για πολιτική άνοδο, αφού πρώτα ο μέλλων πολιτικός έχει κυριολεκτικά «πουληθεί» πλήρως στην πολιτική ολιγαρχία, έχει ελεγχθεί για την υποταγή του σ' αυτήν και έχει κατ' επανάληψη «προδώσει» το κοινωνικό σύνολο, ακόμη και τους ίδιους τους συναδέλφους του.

Καμία πολιτική δεν μπορεί να επιτύχει όσο διατηρείται αυτό το θεσμικό σύστημα, που εξασφαλίζει ανεξαρτησία της πολιτικής ολιγαρχίας από τις κοινωνικές εξελίξεις, τον κοινωνικό φόβο και τον κοινωνικό έλεγχο. Η αποτυχία του ΠΑΣΟΚ δεν δικαιώνει την αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας.
Η κρίση είναι βαθιά, είναι κρίση θεσμών, κρίση πολιτικοκοινωνική. Οι διαχειριστές της κρίσης σήμερα μπορεί να διατηρούν ακόμη την αυτονομία τους εξαπατώντας το κοινωνικό σώμα, αλλά η όλη ατμόσφαιρα είναι ήδη πολύ βαριά. Η χώρα μας, δυστυχώς, για μια ακόμη φορά έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και όχι μόνο στον οικονομικό τομέα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπεύθυνο γι' αυτήν την κατάσταση είναι το ακατάλληλο για τη χώρα μας πολιτικό σύστημα.

Το τελικό συμπέρασμα από αυτή την ιστορική αναδρομή είναι ότι στη χώρα μας το πολιτικό στοιχείο είναι υπερβολικά αυτονομημένο και στεγανό και ποδηγετεί, με τη βοήθεια και του κράτους, την ελληνική κοινωνία πάνω στους δικούς του δρόμους.
Η μόνη λύση είναι η μείωση αυτής της μεγάλης αυτονομίας. Αυτό θα επιτευχθεί με την αλλαγή του υπάρχοντος θεσμικού συστήματος και τη θέσπιση ενός άλλου, που θα ελαχιστοποιεί αυτή την αυτονομία και θα εξασφαλίζει τον κοινωνικό έλεγχο και την κοινωνική συμμετοχή στα κέντρα λήψης των αποφάσεων.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Οδυσσέα Ελύτη «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» (1991) εκδ.
Ίκαρος σελ. 26.
2. Πλήρη ανάπτυξη βλ. John Α. Ρetropoylos «Πολιτική και συ
γκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο 1833-1843» (1985),
εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας.
3. Σχετική ανάπτυξη βλ. Β.Φίλια «Όψεις της διατήρησης και της
μεταβολής του κοινωνικού συστήματος» (1979), εκδ. Νέα Σύ-
νορα τόμος Β, σελ. 165 επ.
4. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου «Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική
Ιστορία» (1981), εκδ. Α.Σάκκουλα, τ. Α, σελ. 4 επ.
5. Εκτενέστερα Βλ. R.G. Schwartzenberg (1984), εκδ. Παρατηρη
τής, σελ. 307 επ.
6. Για μεγαλύτερη ανάπτυξη βλ. Γ. Δερτιλή «Η αυτονομία της πο
λιτικής από τις κοινωνικές αντιθέσεις στην Ελλάδα του 19ου
αιώνα» στο βιβλίο της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστή
μης «Κοινωνικές και Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα» (1977)
εκδ. Εξάντας σελ. 41 επ.
7. Σχετικά βλ. Α. Τρίτση (1989), εκδ. Ριζοσπαστικές εκδόσεις, σελ.
21 επ.
8. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Ν. Αλιβιζάτου «Εισαγωγή
στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία», όπ. αν., σελ.24.
9. Βλ. Γ. Κοντογιώργη «Οι Ελλαδικές κοινωνικές και πολιτικές
δυνάμεις στην ύστερη τουρκοκρατία. Οι συνθήκες διαμόρφω
σης της κοινωνικής και πολιτικής πάλης και οι μεταπελευθε-
ρωτικές συνέπειες», στο βιβλίο της Ε.Ε.Π.Ε «Κοινωνικές και
πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα», όπ. αν., σελ. 37.

10. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Ν. Αλιβιζάτου «Εισαγωγή
στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία», όπ. αν., σελ. 27.
11. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου «Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική
Ιστορία», όπ. αν., σελ. 28.
12. Εκτενέστερα βλ. Β.Φίλια «Όψεις της διατήρησης και της με
ταβολής του κοινωνικού συστήματος», όπ. αν., σελ. 69.
13. Για λεπτομέρειες βλ. Κων. Τσουκαλά «Το πρόβλημα της πολι
τικής πελατείας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα» στο βιβλίο της
Ε.Ε.Π.Ε «Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα»,
όπ. αν., σελ. 81.
14. Βλ. σχετική αναφορά Ν. Αλιβιζάτου «Εισαγωγή στην Ελληνι
κή Συνταγματική Ιστορία», όπ. αν., σελ. 40.
15. Για πλήρη ανάπτυξη του θέματος βλ. Κων. Τσουκαλά «Το
πρόβλημα της πολιτικής πελατείας στην Ελλάδα του 19ου αι
ώνα», όπ. αν., σελ. 83.
16. Σχετική ανάλυση βλ. Κων. Τσουκαλά, όπ. αν., σελ. 86.
17. Εκτενέστερα βλ. Γ. Δερτιλή «Η αυτονομία της πολιτικής από
τις κοινωνικές αντιθέσεις στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», όπ.
αν., σελ. 42.
18. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Γ. Δερτιλή, όπ. αν., σελ. 47.
19. Βλ. Γ. Δερτιλή, όπ. αν., σελ. 48.
20. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου «Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική
Ιστορία», όπ. αν., σελ. 51.
21. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, όπ. αν., σελ 66, και για περισσότερες λε
πτομέρειες βλ. Α. Σβώλου «Το νέον Σύνταγμα και οι βάσεις
του πολιτεύματος», Αθήνα 1928, σελ. 246.
22. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, όπ. αν., σελ. 68-69.
23. Εκτενέστερα βλ. Γ. Δερτιλή, «Η αυτονομία της Πολιτικής από
τις κοινωνικές αντιθέσεις στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», όπ.
αν., σελ. 48.
24. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Β. Φίλια «Όψεις της δια
τήρησης και της μεταβολής του κοινωνικού συστήματος», όπ.
αν., σελ. 79.
25. Βλ. Β. Φίλια, όπ. αν., σελ. 79.
26. Βλ. Β. Φίλια, όπ. αν., σελ. 80.
27. Βλ. σχετική ανάπτυξη Β. Φίλια, όπ. αν., σελ. 82.
28. Για περισσότερη ανάπτυξη βλ. Γ. Δερτιλή «Η αυτονομία της
Πολιτικής από τις κοινωνικές αντιθέσεις στην Ελλάδα του
19ου αιώνα», όπ. αν., σελ. 64.

29. Εκτενέστερα βλ. Κ. Τσουκαλά «Το πρόβλημα της πολιτικής
πελατείας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», όπ. αν., σελ. 88.
30. Ειδικότερα βλ. Κ. Τσουκαλά, όπ. αν., σελ. 105.
31. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Β. Φίλια «Όψεις της δια
τήρησης και της μεταβολής του κοινωνικού συστήματος», όπ.
αν., σελ. 113.
32. Βλ. σχετικά Ν. Αλιβιζάτου «Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγ-
ματική Ιστορία» όπ. αν., σελ. 97-98.
33. Εκτενέστερα βλ. Ν. Αλιβιζάτου, όπ. αν., σελ. 98 και 108.
34. Βλ. σχετική σημείωση Ν. Αλιβιζάτου, όπ. αν., σελ. 102-103 με
στοιχεία από Κ. Σβωλόπουλο «Ιστορία του ελληνικού
έθνους» τ.ΙΔ', σελ. 274-275.
35. Βλ. αναλυτικότερα Ν. Αλιβιζάτου, όπ. αν., σελ. 111.
36. Βλ. σχετική αναφορά Ν. Αλιβιζάτου, όπ. αν., σελ. 111-112.
37. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, όπ. αν., σελ. 127.
38. Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, όπ. αν., σελ. 128-129.
39. Για το στοιχείο αυτό βλ. Α. Ρήγου «Πολιτικές εκφράσεις στη
Β' Ελληνική Δημοκρατία» στο βιβλίο της Ε.Ε.Π.Ε «Κοινωνι
κές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα» (1977), εκδ. Εξά
ντας, σελ. 214.
40. Βλ. σχετικά Ν. Αλιβιζάτου, όπ. αν., σελ. 148.
41. Αναλυτικότερα βλ. Ν. Αλιβιζάτου, όπ. αν., σελ. 156.
42. Εκτενέστερα βλ. Α. Ρήγου, όπ. αν., σελ. 191.
43. Για περισσότερη ανάπτυξη βλ. Δ. Δημητράκος «Η ιδεολογία
των κομμάτων στη σύγχρονη Ελλάδα» στο βιβλίο της Ε.Ε.Π.Ε
«Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα» (1977),
εκδ. Εξάντας, σελ. 231.
44. Βλ. Β. Φίλια, όπ. αν., σελ. 119-120.
45. Πλήρη ανάλυση επί του θέματος βλ. Α. Ανδριανόπουλου «Ο
θρίαμβος του δημοκρατικού καπιταλισμού» (1988), εκδ.
LIBRO, σελ. 131 επ.
46. Σχετική με την ιδεολογία του εκσυγχρονισμού ανάπτυξη βλ.
και Δ. Δημητράκος, όπ. αν., σελ. 235. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: