Ο Νίκος Παπάζογλου για τη ζωή του στη Κ.ΠατούληΔημοσιευμένο στις 18 Απρ 2011
ΡΕΠΟΡΤΑΖ-ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Συντάκτης:
Ένα ανεκτίμητο ενθύμιο από τον… φίλο μου, όπως ήθελε να τον αποκαλώ μετά από αυτή τη συνέντευξη που ακολουθεί. Ειλικρινά, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω τη συγκίνηση που μου προκαλούσε -και θα προκαλεί πάντα και σε όλους πιστεύω- αυτός ο καλλιτέχνης, με την ίδια τη ζωή, τη σκέψη, τη φωνή και τα τραγούδια του. Τεράστιο κενό, αναντικατάστατο, αφήνει η απουσία του. Όμως η σφραγίδα του έργου-ζωής του χάραξε για πάντα το dna όλων εκείνων που συνθέτουν το όνομα Ελλάδα. Καλό ταξίδι Νίκο. Από την Κρυσταλία Πατούλη
Στιγμές… ελληνικού flamenco
Από το Περιοδικό THESSALONIKI CONFIDENTIAL 2010, Εκδ. Λυμπέρη,
Ο συνθέτης που δημιούργησε την «Σχολή της Θεσσαλονίκης», ο «ινδιάνος» της ελληνικής μουσικής, μιλά για την «άκρη του κόσμου», για στιγμές ζωής και καριέρας, τον Χατζιδάκη, τον Σαββόπουλο, τον Ντύλαν αλλά και το… ελληνικό flamenco.
Η πιο δυνατή ανάμνηση από τα παιδικά σας χρόνια;
Είχα εξαιρετικά παιδικά χρόνια. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που ήταν καταπληκτική, ανάμεσα στη στάση Κολόμβου και στο διοικητήριο, με αλάνες γύρω γύρω, με άλογα -αφού όλες οι μεταφορές γίνονταν με κάρα- κι έτρεχα και έπαιζα με μια φέτα ψωμί όλη μέρα, να… οικειοποιηθώ τον κόσμο. Φυσικά έπαιζα και μπάλα. Πρέπει κάποια στιγμή να είχα παίξει και με τον Κούδα.
Ποιον είχατε πρότυπο όταν ήσασταν παιδί;
Είχα τους λεβέντες της γειτονιάς (μαραγκοί, σιδηρουργοί, μηχανικοί) που ήταν όλοι ένας κι ένας, νοικοκυραίοι, σοβαροί, πολλοί καλοί στη δουλειά τους. Αυτά ήταν τα πρότυπά μου. Και φυσικά από το σπίτι, ο πατέρας, η μάνα μου. Ξέρεις, για να μην αλητεύω τα καλοκαίρια με έβαζε ο μπαμπας μου σε δουλειές και έτσι απέκτησα δεξιότητες σε διάφορες τέχνες που βέβαια μου βγήκαν σε καλό γιατί το να χτίσεις ένα στούντιο ηχογραφήσεων ήθελε από όλα. Όλα περνούσαν από το χέρι μου: ξυλουργικά, χτισίματα, ηλεκρολογικά, ηλεκτρονικά.
Κάτι που θυμάστε τώρα από τις στιγμές στο στούντιο σας το «Αγροτικόν»;
Κάποια χρονιά είχε έρθει ο Χατζιδάκης γιατί ηχογραφούσε και το ΚΒΘΕ εκεί. Εγώ όμως κάθε μεσημέρι πήγαινα να μαζέψω τα παιδιά από το σχολείο για να τα πάω σπίτι να φάνε. Σαν βρεγμένη γάτα λοιπόν, πάω και του λέω «Μάνο, πρέπει να κάνω αυτό κι αυτό» και εκείνος μου λέει «Ακόμα κάθεσαι;». Έτρεξα λοιπόν, κι όταν επέστρεψα τον βρήκα να είναι στη μοκέτα κάτω και να κοιμάται. Πω, πω, αισθάνθηκα χάλια! Τι στιγμές να θυμηθώ; Είχαμε καταπληκτικές στιγμές δημιουργίας πρώτα από όλα γιατί το στούντιο αποτέλεσε έναν πυρήνα που μαζεύονταν όλοι και προσέφεραν ιδέες και παιξίματα. Έμπαινε κάποιος να κάνει ένα δίσκο και κατέληγε μια εξαιρετική εμπειρία, εμπλουτισμένος με δεξιοτεχνία ανθρώπων που δεν το φανταζόσουν στην αρχή. Ο χώρος αυτός φαίνεται ναι, ότι ενέπνεε. ΄Ηταν «αγροτικόν» κανονικά: Μπαινόβγαινε όποιος ήθελε. Βέβαια υπάρχει ακόμη, αλλά έχει περιοριστεί ο χώρος του.
Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική και το τραγούδι;
Από ένα γυμνασιακό συγκρότημα, το οποίο όμως πήγε καλά και διακριθήκαμε. Ε, φαίνεται ότι είχα κάνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση οπότε κάποια στιγμή με φώναξαν οι Ολύμπιανς. Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική συνεργασία.
Από ποιους καλλιτέχνες επηρεαστήκατε (έλληνες και ξένους);
Όταν άκουσα τον Ντύλαν συγκλονίστηκα. «Πω, πω» είπα, τι δύναμη είναι αυτή! Είχα πάρει δίσκους του από μια ξαδέλφη μου που είχε έρθει από την Αμερική λόγω πένθους και στο σπίτι της δεν έβαζαν λόγω αυτού του γεγονότος μουσική. Οπότε της είπα «δε μου δίνεις εμένα τους δίσκους να τους ακούω;». Αρχίσαμε έτσι και μαζευόμασταν και παίζαμε στο πάρκο της ΧΑΝ τραγούδια ανάλογα όμως επειδή εκεί κυκλοφορούσαν και ύποπτα στοιχεία ερχόταν κάθε βράδυ η ασφάλεια και μας το διαλούσε. Δεν καταλάβαιναν και αυτοί τι κάναμε… Μετά αρχίσαμε να παίζουμε στον λευκό πύργο. Τότε δεν υπήρχε πόρτα, μπαίναμε, ανεβαίναμε στον πρώτο όροφο και το κάναμε Μπουάτ διαρκείας. Ποτέ δε μας ενόχλησε κανείς. Να, αυτά ήταν τα στοιχεία που σε έκαναν να νιώθεις την πόλη δική σου. Κατάλαβες; Έλεγες «Είμαι στο χωρίο μου!». Αυτό είναι ένα πράγμα που με τίποτα δεν υπάρχει πια.
Οι σημαντικότερες στιγμές της καριέρας σας;
Από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας μου ήταν όταν το 84 πήγαμε μόνοι μας στην Αθήνα (αφού δεν μας είχε φωνάξει κανείς) και νοικιάσαμε το Ζουμ. Τότε είχα πάρα πολύ καλή ορχήστρα. Μα πάρα πολύ καλή ορχήστρα. Κάθε βράδυ ήταν εκεί ο Μάνος Χατζιδάκης με μια παρέα όσο μεγαλύτερη μπορούσε να μαζέψει και Rικ Rάιτ ο κιμπορτίστας των Πινκ Φλόυντ επίσης. Μαζεύανε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσαν για να μας στηρίξουν. Ήταν τότε που καλογνώρισα τον Μάνο, ο οποίος μετά με φώναξε στο Σείριο που έγινε στον ίδιο χώρο. Αυτό κι αν ήτανε! Πω πω! Ήταν τύχη, μια συγκλονιστική στιγμή της καριέρας μου. Εκείνη την εποχή αντίθετα, είχα μείνει χωρίς καθόλου ορχήστρα. Χτυπάει το τηλέφωνο 8 η ώρα το πρωί «Έλα Νίκο, ο Μάνος», «Τι έχουμε κύριε Μάνο;»του λέω, «Θέλω να παίξεις στο Σείγριο» λέει, «ναι ξέρεις» του λέω, «Νοέμβγριο» μου λέει… «ναι, αλλά, δυστυχώς δεν έχω ορχήστρα!», «Να βγρεις!» μου λέει και μου το κλείνει «μπαπ»! Δεν σήκωνε τίποτα αυτός ο άνθρωπος.
Ποιος δίσκος δικός σας πιστεύετε ότι σηματοδότησε τη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» που επηρέασε μετέπειτα άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Περίδης, ο Μάλαμας κλπ;
΄Ηταν το «Χαράτσι», σίγουρα. Προσωπικός δίσκος, από πράγματα που χα φτιάζει από χρόνια και τα δούλευα, τα δούλευα, τα δούλευα, και που φαίνονταν κατ αρχάς αταίριαστα μεταξύ τους. Αλλά αποφάσισα να τα βάλω να συνυπάρξουν και δεν έκανα λάθος. Ήτανε όλα πράγματα που αγαπούσα: ηλεκτρική μπάντα που ήξερα πάρα πολύ καλά να την χειρίζομαι, ακουστική μπάντα που επίσης την αγαπώ πάρα πολύ, και οι συνθέσεις αποδείχτηκε ότι ήτανε καλές. Αγαπήθηκε, δε, αυτός ο δίσκος πάρα πολύ.
Η εκδίκηση της γυφτιάς, τι λέτε; Συνεχίζεται;
Συνεχίζεται νομίζω, βεβαίως συνεχίζεται. Έχει επηρεάσει τόσα και τόσα παιδιά που έχουν κάνει ομάδες και παίζουν. Βέβαια δεν υπάρχουν χώροι να τους φιλοξενήσουν για να βγουν προς τα έξω. Και η δισκογραφία έχει πάθει αυτό το πατατράκ που έπαθε… Όπως η εκδίκηση που τρώγεται σαν κρύο πιάτο.
Μουσική, στίχος, ερμηνεία: Ποιο είναι για εσάς το σημαντικότερο;
Είναι η ερμηνεία. Είναι η ερμηνεία! Γιατί με την ερμηνεία ή ακτινοβολεί κάτι ή δεν ακτινοβολεί. Δηλαδή όλοι οι έλληνες τραγουδάνε και στις παρέες ακούς εξαιρετικές φωνές, αλλά υπάρχει κάτι που κάνει το τραγούδισμα μερικών ανθρώπων να ακτινοβολεί.
Έχετε πει ότι το life style σκοτώνει τη ζωή. Σας φαίνεται κάπως «δήθεν»; Για να θυμηθούμε και τον δεύτερο προσωπικό σας δίσκο;
Δεν είναι δήθεν, είναι δηλητήριο. Είναι δηλητήριο! Κοιτάξτε τι έχει πάθει ολόκληρη κοινωνία: Συμπεριφέρονται όλοι σαν αμερικάνοι χωρίς δολάρια!
Ποιες ήταν οι σημαντικότερες «συναντήσεις» στην καριέρα σας;
Η συνεργασία μου με τον Σαββόπουλο στους Αχαρνείς όταν με κάλεσε να συμμετάσχω στη χορωδία, ήταν κομβικό σημείο της καριέρας μου και της ζωής μου. Με τον Διονύση αγαπιόμαστε πάρα πολύ τον θαυμάζω, τον αγαπώ, είμαι μαζί του σε ότι κάνει, ακόμη και στις πανκ κινήσεις που κάνει. Είναι ο πρώτος που μου έδωσε μια φιλική καρπαζιά και μου είπε «Μάγκα είσαι σε καλό δρόμο». Ο δεύτερος που το έκανε αυτό ήταν ο Μάνος. Η δική του φιλική καρπαζιά ήτανε πάρα πολύ σημαντική επειδή όπως σου είπα ήταν ένα διάστημα που δεν είχα ορχήστρα και είχα και μια πάρα πολύ βαθιά απογοήτευση από παλαιότερους συνεργάτες μου και ξανάρχισα τα πάντα από την αρχή! Αν δεν μού χε δώσει αυτό το κουράγιο δεν ξέρω που θα το βρισκα γιατί και η Θεσσαλονίκη είναι μια μικρή πόλη από αυτή την άποψη, από εφεδρείες μουσικών, φίλων κλπ.
Στις συναυλίες σας πάντα υπάρχει το «αδιαχώρητο» και έχετε καταφέρει να δημιουργήσετε έναν μύθο γύρω από το όνομά σας… Είστε ο «ινδιάνος» της ελληνικής μουσικής με το κόκκινο μαντήλι και τη «λοξή φάλαγγα» την ορχήστρα σας. Για όλα αυτά υπήρξε σχέδιο;
Όχι βέβαια, δεν υπήρχε σχέδιο. Τα τόλμησα. Αυτό ήτανε. Και για να κάνω το δικό μου, πέρασα απίστευτες φτώχειες που δε με ενοχλούσαν καθόλου. Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις στο σπίτι σου 11 χιλιόμετρα μακρυά με τα πόδια και να σου την πέφτουν λύκοι; Αφού, αναγκαζόμουν να κυκλοφορώ με ένα σπαθί! Και μια μέρα με σταμάτησε ένα περιπολικό και μου λέει «Κύριε Παπάζογλου, τι είν αυτά;». Αλλά, τι να κανα;
Με ποιο τραγούδι σας «βγήκε» αυτός ο χαρακτηριστικός «παπαζόγλιος λυγμός», σαν ελληνικό flamenco ή ελληνικός αμανές που έχετε στη φωνή σας; Ή υπήρχε πάντα;
Υπήρχε πάντα. Πρέπει να το χω πάρει από τη μητέρα μου, της οποίας το τραγούδισμα ήτανε κάπως έτσι. Δηλαδή μου δόθηκε σαν μητρική γλώσσα, δεν το αναρωτήθηκα ποτέ. Αλλά, κοίταξε, το τραγούδισμα μου είναι τροπικό ούτως ή άλλως, στις κλίμακες. Οι κλίμακες στις οποίες τραγουδώ είναι τροπικές, δεν είναι αυτές που αντιστοιχούν στα πλήκτρα του πιάνου, και ίσως αυτό να θυμίζει, flamenco ή Αραβία ή Τουρκία. Μάλλον καλύτερα Μικρά Ασία. Αυτό το συνονθύλευμα που υπήρχε εκεί: Αρμενέοι, Έλληνες, Εβραίοι. Και η γειτονιά που μεγάλωσα άλλωστε, ήτανε μια μικρή «Μακεδονική σαλάτα» που λένε. Ξέρεις οι Γάλλοι, είχαν ονομάσει τη θεσσαλονίκη «μακεδονική σαλάτα» και έχει μείνει σαν πιάτο στη Γαλλία που έχει μέσα τα πάντα: «Καρότα, λάχανα…»
Υπάρχει κάτι που γράψατε με φόντο ή θέμα την Θεσσαλονίκη;
Μα, βέβαια. Το «Φύσηξε ο βαρδάρης», τα «Σύνεργα» που λέει: «Θα πάρω το βαρκάκι μου κλπ».
Τι ρόλο έπαιξε η Θεσσαλονίκη στο έργο σας;
Ωωω! Ξέρεις, όταν ήμουν μικρός, πήγαινα σε ένα κομμάτι του τείχους, που είναι κάτω από το Πύργο του Τριγωνίου, το οποίο μετά γκρεμίστηκε και τώρα είναι… το χάος. Το λέγαμε δε, εκείνο το σημείο η «Ακρη του κόσμου». Καθόμουν λοιπόν εκεί στην «άκρη του κόσμου» ως πιτσιρικάς με από κάτω φωτισμένη όλη τη Θεσσαλονίκη, και της τραγουδούσα!
Ποιοι ήταν και είναι οι σημαντικότεροι άνθρωποι στην ζωή σας;
Είμαι πολύ τυχερός που έχω κρατήσει ισχυρές φιλίες και βέβαια το οικογενειακό περιβάλλον, γυναίκα και παιδιά.
«Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς» ένας στίχους που σας ταιριάζει «γάντι»;
Ναι πραγματικά στους αγώνες τους ιστιοπλοϊκούς που παίρνω μέρος, ή στους τοπικούς εδώ αλλά και στη ρεγκάτα του ανατολικού Αιγαίου το πλήρωμα μου είναι μέλη της ορχήστρας και παλιοί φίλοι. Και καπετάνιος πάντα βέβαια ή η γυναίκα μου ή ο γιός μου και μας τρέχουν πολύ ρε παιδί μου: Τσιτώνεις τα πανιά, φαίνονται όλα μια χαρά, κάθεσαι να καπνίσεις ένα τσιγάρο και ακούς τον Αλέξανδρο: «Ε μπαμπά, τι θα γίνει; Βαρεμένη ιστιοπολοία;» Με τρέχει συνέχεια.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Είμαι του αυτοσχεδιασμού άνθρωπος. Δεν έχω πολλά μακροπρόθεσμα σχέδια. Φυσικά φτιάχνω τραγούδια. Είχα φτιάξει τώρα τελευταία στη Νίσυρο ένα τόσο ωραίο απτάλικο, που ξυπνούσα το πρωί, χωρίς καφέ, χωρίς τίποτα και το βαζα να το ξανακούσω, παιγμένο με μια κιθαρίτσα κι ένα μπουζούκι από μένα όλα, και άρχιζα να χορεύω, έτσι, με το βρακί μες στο σαλόνι.
Ποιοι πιστεύετε είναι οι σύγχρονοι θρύλοι της Θεσσαλονίκης;
Οι θρύλοι για μένα πάντα ήταν οι πνευματικοί άνθρωποι της Θεσσαλονίκης. Δε με ενδιαφέρουν δηλαδή οι γιάπιδες και οι επιτυχημένοι. Νομίζω πώς από αυτή την άποψη έχουμε φτωχύνει πολύ. Έχουμε φτωχύνει… Μαύρη φτώχεια!
Ποιες αρετές εκτιμάτε στους Θεσσαλονικείς;
Την φιλότητα. Είναι φιλικοί κατ αρχάς ανοιχτοί άνθρωποι και εξακολουθούν και έχουν λόγο, δηλαδή μπέσα.
Αγαπημένο σας απόφθεγμα;
Μμμμ….. Κάτι θα μο’ ρθει, αλλά… αργότερα.
Θα θέλατε να μας πείτε ένα τραγούδι για τη Θεσσαλονίκη;
«Τα κάστρα του Γεντικουλέ τα πήδηξα μια νύχτα, και τότε με περάσανε από μεγάλη δίκη, στη Θεσσαλονίκη, στη Θεσσαλονίκη» είναι ένα βαρύ ζεϊμπέκικο. Ξέρεις η λέξη Θεσσαλονίκη, έχει ελάχιστες λέξεις που μπορεί να κάνει ρίμα. Είναι τέσσερις ή πέντε. Και έχουν χρησιμοποιηθεί όλες!
via http://tvxs.gr
Σχετικά Άρθρα:
Από τον κ. Πατούλη στο… Κάιρο
Νίκος Παναγιωτόπουλος, σκηνοθέτης 69 ετών
The Confession Session Επεισόδιο 04: Νίκος Zourb, Μουσικός