κι ο ευρύς Τάρταρος. Δεν υπήρχε ούτε γη
ούτε Αήρ ουδέ Ουρανός. Στην αρχή μέσα
στους απέραντους κόλπους του Ερέβους γέννησε
η μελανόπτερος Νύχτα δίχως αρσενική σπορά
ένα Ωό. Από αυτό, σαν πέρασε ο καιρός, βγήκε
ο ποθητός Έρως με τις χρυσές φτερούγες στην πλάτη
που έλαμπαν και γοργός σαν τον άνεμο.
Αυτός έσμιξε στο σκοτάδι με το πτερωτό Χάος
Μέσα στον ευρύ Τάρταρο, κλώσησε το ημέτερον γένος
και το ανήγαγε στο φως. Πρωτύτερα
δεν υπήρχε το γένος των αθανάτων, ώσπου ο Έρως
συνέμειξε τα πάντα. Κι όπως ενώθηκαν το ένα
με το άλλο, γεννήθηκε ο Ουρανός, ο Ωκεανός,
η Γαία κι όλο το αθάνατο γένος των μακάριων θεών.
Χάος ἦν καὶ Νὺξ Ἔρεβός τε μέλαν πρῶτον καὶ Τάρταρος εὐρύς·
γῆ δ᾽ οὐδ᾽ ἀὴρ οὐδ᾽ οὐρανὸς ἦν· Ἐρέβους δ᾽ ἐν ἀπείροσι κόλποις
τίκτει πρώτιστον ὑπηνέμιον Νὺξ ἡ μελανόπτερος ᾠόν,
ἐξ οὗ περιτελλομέναις ὥραις ἔβλαστεν Ἔρως ὁ ποθεινός,
στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, εἰκὼς ἀνεμώκεσι δίναις.
Οὗτος δὲ Χάει πτερόεντι μιγεὶς νύχιος κατὰ Τάρταρον εὐρὺν
ἐνεόττευσεν γένος ἡμέτερον, καὶ πρῶτον ἀνήγαγεν εἰς φῶς.
Πρότερον δ᾽ οὐκ ἦν γένος ἀθανάτων, πρὶν Ἔρως
ξυνέμειξεν ἅπαντα·
ξυμμειγνυμένων δ᾽ ἑτέρων ἑτέροις γένετ᾽ οὐρανὸς ὠκεανός τε
καὶ γῆ πάντων τε θεῶν μακάρων γένος ἄφθιτον». (Βλ. «Αριστοφάνης «Όρνιθες, 693 – 702»).