Σύμφωνα προς τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους τα εξής τρία κοινωνικά φαινόμενα, δηλαδή: α΄) η ειδωλολατρία, β΄) η φυσεοφοβία (Παγανισμός), και γ΄) η μαγεία, αποτελούσαν μέρη της πνευματικής μάστιγας που ονομαζόταν γενικά δεισιδαιμονία.
Η δεισιδαιμονία ήταν διαδεδομένη ανάμεσα στουςαπαίδευτους ανθρώπους, ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.
Οι ιερείς της αρχαιότητας θεωρούσαν, ότι το Θείον μπορούμε να τον πλησιάσουμε μόνο μέσα από την έρευνα και την φιλοσοφία. Η αναζήτηση της αλήθειας γύρω από το πρόσωπο και τη φύση του Θεού ήταν ότι σημαντικότερο για τον αρχαίο Έλληνα× σε αντιδιαστολή φυσικά με το χριστιανικό«πίστευε και μη ερεύνα»:
«Για τούτο η αναζήτηση της αλήθειας, και μάλιστα αυτή που αναφέρεται στους θεούς, είναι έντονη ορμή προς τη θεότητα. Η σχετική μάθηση και η έρευνα είναι όμοια κατά κάποιο τρόπο με ανάληψη ιερών καθηκόντων και έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς...»
Ο Πλούταρχος, λοιπόν, υποστήριζε ότι η μελέτη και η έρευνα γύρω από την θεία φύση είναι σημαντικότερη ακόμα και από την ανάληψη ιερατικών καθηκόντων.
Ο άνθρωπος, που ενώ δεν γνωρίζει την ουσία του Θεού είναι θρήσκος τότε θα καταλήξει στην δεισιδαιμονία:...
«Η αμάθεια και η άγνοια σχετικά με τους θεούς χωρίζεται ευθύς εξ αρχής σε δύο ρεύματα, από τα οποία το ένα δημιουργεί στους σκληρούς χαρακτήρες, σαν πάνω σε τραχύ έδαφος, την αθεΐα, και στους μαλακούς (λεπτούς) χαρακτήρες, σαν σε υγρά εδάφη, τη δεισιδαιμονία. Οποιαδήποτε ψευδής αντίληψη, ιδίως αν αφορά τα ζητήματα αυτά, είναι πολύ κακό πράγμα× αν μάλιστα δημιουργείται και πάθος, είναι πράγμα κάκιστο. Κάθε πάθος άλλωστε μοιάζει με νοσηρή απάτη. Όπως λοιπόν οι εξαρθρώσεις που συνοδεύονται από τραυματισμό είναι άσχημες, έτσι και οι ψυχικές διαστροφές που συνοδεύονται από πάθος είναι ακόμα πιο άσχημες» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας», 164Ε).
Η δεισιδαιμονία ήταν διαδεδομένη ανάμεσα στουςαπαίδευτους ανθρώπους, ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.
Οι ιερείς της αρχαιότητας θεωρούσαν, ότι το Θείον μπορούμε να τον πλησιάσουμε μόνο μέσα από την έρευνα και την φιλοσοφία. Η αναζήτηση της αλήθειας γύρω από το πρόσωπο και τη φύση του Θεού ήταν ότι σημαντικότερο για τον αρχαίο Έλληνα× σε αντιδιαστολή φυσικά με το χριστιανικό«πίστευε και μη ερεύνα»:
«Για τούτο η αναζήτηση της αλήθειας, και μάλιστα αυτή που αναφέρεται στους θεούς, είναι έντονη ορμή προς τη θεότητα. Η σχετική μάθηση και η έρευνα είναι όμοια κατά κάποιο τρόπο με ανάληψη ιερών καθηκόντων και έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς...»
(Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 351Ε)...
Ο Πλούταρχος, λοιπόν, υποστήριζε ότι η μελέτη και η έρευνα γύρω από την θεία φύση είναι σημαντικότερη ακόμα και από την ανάληψη ιερατικών καθηκόντων.
Ο άνθρωπος, που ενώ δεν γνωρίζει την ουσία του Θεού είναι θρήσκος τότε θα καταλήξει στην δεισιδαιμονία:...
«Η αμάθεια και η άγνοια σχετικά με τους θεούς χωρίζεται ευθύς εξ αρχής σε δύο ρεύματα, από τα οποία το ένα δημιουργεί στους σκληρούς χαρακτήρες, σαν πάνω σε τραχύ έδαφος, την αθεΐα, και στους μαλακούς (λεπτούς) χαρακτήρες, σαν σε υγρά εδάφη, τη δεισιδαιμονία. Οποιαδήποτε ψευδής αντίληψη, ιδίως αν αφορά τα ζητήματα αυτά, είναι πολύ κακό πράγμα× αν μάλιστα δημιουργείται και πάθος, είναι πράγμα κάκιστο. Κάθε πάθος άλλωστε μοιάζει με νοσηρή απάτη. Όπως λοιπόν οι εξαρθρώσεις που συνοδεύονται από τραυματισμό είναι άσχημες, έτσι και οι ψυχικές διαστροφές που συνοδεύονται από πάθος είναι ακόμα πιο άσχημες» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας», 164Ε).