Η ΑΡΕΤΗ
Κατά την ετυμολογία λοιπόν: Αρετή σημαίνει ικανότητα να αρμόζει, να ωφελεί, να συνδέει, να προσήκει, να αρέσει, να είναι κάτι κατάλληλο, ανώτερο, ηθικότερο, άριστο.
Η ικανότητα, η καταλληλότητα, η υπεροχή αυτή, η εκφραζόμενη με την αρετή, αποδίδονταν στην αρχή στο σώμα και μάλιστα του άντρα. Απ' αυτό, απ' την ίδια ρίζα παραγωγή της λέξης άρρην, άρρενος και η λατινική virtus = και απ' το vir = ανήρ.
Δήλωνε την ευψυχία, την ανδρεία, την ισχύ και γενικά τα σωματικά προτερήματα του άντρα. Κατά τον Όμηρο και για θεούς με τη σημασία της μεγαλοπρέπειας, για άντρες ως ανδρεία και για γυναίκες ως κάλλος. Ο Θουκυδίδης, για να δικαιολογήσει γιατί οι φονευθέντες Αθηναίοι στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) θάφτηκαν εκεί λέει: "εκείνων δε διαπρεπή την αρετήν κρίναντες αυτού (δηλ. του Μαραθώνα) και τον τάφον εποίησαν", (βιβλ. Β' 34). Αρετή εδώ = ανδρεία, γενναιότητα αλλά και ψυχικό σθένος.